Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

по+сегодня

  • 61 вообще

    επίρ.
    1. γενικά, -ώς, εν γένει• κατά γενικόν κανόνα•

    вообще это верно, но в частности бывают исключения γενικά αυτό είναι σωστό,ό-• μως υπάρχουν και εξαιρέσεις.

    || κανονικά•

    вообще-то он прав κανονικά αυτός έχει δίκιο.

    2. πάντοτε, πάντα•

    вообще он такой, не только сейчас πάντοτε τέτοιος ήταν, όχι μόνο τώρα.

    || τελείως, εντελώς• καθόλου•

    я вообще сегодня не пойду гулять εγώ σήμερα καθόλου δε θα πάω περίπατο.

    εκφρ.
    вообще говоря ή сказать – μιλώντας γενικά.

    Большой русско-греческий словарь > вообще

  • 62 всплыть

    -ыву, -ывёшь, παρλθ. χρ. всплыл, -а, -ло
    ρ.σ.
    αναδύω, -ομαι, βγαίνω στην επιφάνεια, επιφαίνομαι. || μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω•

    этот вопрос всплыл только сегодня αυτό το ζήτημα πρόβαλε μόνο σήμερα.

    Большой русско-греческий словарь > всплыть

  • 63 выходной

    επ.
    1. της εξόδου•

    -ая дверь θύρα εξόδου• -όθ•

    отверстие οπή διαφυγής ή εκροής.

    2. γιορτινός, επίσημος•

    выходной костюм γιορτινό κοστούμι.

    3. της αργίας•

    выходной день μέρα αργίας.

    4. ουσ. που δεν εργάζεται, έχει αργία•

    она сегодня -ая αυτή σήμερα δε δουλεύει, έχει ρεπό.

    εκφρ.
    - ое пособие – χρηματικό βοήθημα που δίνεται στον απολυόμενο•
    - ая роль – βοηθητικός (δευτερεύων) ρόλος ηθοποιού•
    -ые сведения ή данные – στοιχεία έκδοσης βιβλίου (χρόνος, τόπος, αριθμός αντιτύπων κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > выходной

  • 64 двадцатый

    αριθμ. τακτ.
    εικοστός•

    двадцатый век ο εικοστός αιώνας•

    сегодня двадцатый -ое число σήμερα ο μήνας έχει είκοσι•

    - ые годы столетия η 3η δεκαετία του αιώνα.

    Большой русско-греческий словарь > двадцатый

  • 65 доставать

    -стаю, -сташь, προστκ. -ставай, επίρ. μτχ. -ставая
    βλ. достать παραδείγματα με το αρνητικό μόριο не: у него не -т терпения αυτός δεν έχει υπομονή•

    нам не -ло вас сегодня μόνο εσείς λείπατε σήμερα•

    итого только не -ло αυτό ακόμα δεν έφτανε.

    βλ. достаться.

    Большой русско-греческий словарь > доставать

  • 66 же

    же 1
    κ. ж σύνδ. αντιθ.
    1. όμως, αλλά, μα, μα και•

    врач мне велел бросить курить, сам же две каробки в день закуривает ο γιατρός μου απαγόρευσε το κάπνισμα, όμως ο ίδιος καπνίζει δυο κουτιά τη μέρα•

    если же вы не хотите μα αν εσείς δε θέλετε•

    что же я сделал μα τι έκανα;

    2. δα•

    почему вы ему не верите, он же доктор γιατί δεν τον εμπιστεύεστε, αυτός δα είναι γιατρός.

    же 2
    ж μόριο
    1. (επιτακτικό) επιτέλους, τέλος πάντων, λοιπόν, κιόλας•

    когда же будете готовы? πότε τέλος πάντων ; θα ετοιμαστήτε;•

    говорите же μιλάτε λοιπόν•

    когда -? πότε λοιπόν;•

    я это знаю так же хорошо, как и вы το ξέρω τόσο καλά όσο και σείς.

    2. σημαίνει ταυτότητα, ίδιο (πράγμα)•επίσης, βέβαια•

    тот, этот же εκείνος ο ίδιος, αυτός ο ίδιος•

    эти же растения встречаются и на севере αυτά τα ίδια φυτά τα συναντούμαι και στο βοριά•

    здесь же εδώ σ’αυτό (το ίδιο) μέρος•

    сегодня же приедем и мы σήμερα επίσης θα έρθουμε κι εμείς•

    в то же время την ίδια ώρα (ή χρόνο), ταυτόχρονα•

    есть же такие мерзавцы на свете υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι παλιάνθρωποι, στον κόσμο•

    такой же πανομοιότα-τος.

    Большой русско-греческий словарь > же

  • 67 именины

    -нин πλθ. ονομαστική γιορτή•

    сегодня мои именины σήμερα έχω την ονομαστική μου γιορτή, σήμερα γιορτάζω•

    поздравляю вас с -ами σας εύχομαι χρόνια πολλά για τη γιορτή σας•

    справлять свой именины γιορτάζω την ονομαστική γιορτή με διασκέδαση, γλέντι.

    || γιορτασμός της ονομαστικής γιορτής.

    Большой русско-греческий словарь > именины

  • 68 либо

    (σύνδεσμος διαζευκτικός)• είτε, ή•

    либо ялибо ты ή εγώ ή εσύ•

    либо сегодня либо завтра ή σήμερα ή αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > либо

  • 69 морозно

    επίρ.
    ως κατηγ. είναι (κάνει) κρύο•

    сегодня морозно σήμερα κάνει παγωνιά.

    Большой русско-греческий словарь > морозно

  • 70 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 71 невмоготу

    επίρ.
    ως κατηγ. είναι αδύνατο, δεν έχω τη δύναμη, δεν δύναμαι, δεν μπορώ•

    мне невмоготу сегодня работать δεν μπορώ σήμερα να εργαστώ•

    мне больше невмоготу περισσότερο δεν μπορώ, δεν δύναμαι πλέον.

    Большой русско-греческий словарь > невмоготу

  • 72 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 73 облачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    νεφελώδης, νεφελοσκεπής, νεφώδης, συννεφώδης, συννεφιασμένος•

    -ая погода συννεφιασμένος καιρός•

    -ая ночь συννεφιασμένη νύχτα•

    сегодня -о σήμερα είναι συννεφιά.

    Большой русско-греческий словарь > облачный

  • 74 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 75 присутствие

    ουδ.
    1. η παρουσία•

    он честил его своим -ем αυτός τον τίμησε με την παρουσία του•

    в -и με παρουσία•

    в мом -и με παρουσία μου, μπροστά σε μένα.

    || ύπαρξη.
    2. παλ. υπηρεσία, εκτέλεση υπηρεσιακών καθηκόντων σε ιδρύματα•

    присутствие началось ещё с утра η υπηρεσία άρχισε ακόμα από το πρωί•

    сегодня в канцелярии -я нет σήμερα τα γραφεία δεν εργάζονται (αργούν).

    3. παλ. κρατικό ίδρυμα.
    εκφρ.
    присутствие духа – ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία, αυτοεπιβολή, αυτοκράτεια.

    Большой русско-греческий словарь > присутствие

  • 76 райский

    επ.
    παραδε ισιένιος, παραδεισιακός, παραδείσιος•

    -ая жизнь παραδεισιένια ζωή.

    || θαυμάσιος•

    сегодня райский день σήμερα είναι θαυμάσια μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > райский

  • 77 расположенный

    επ. από μτχ.
    διατιθέμενος, διακείμενος ευνοϊκά•

    он никогда не был -жен ко мне αυτός ποτέ δεν ήταν καλοδιατεθημέ-νος προς εμένα.

    || διατεθημένος•

    я не -жен сегодня уехать δεν είμαι διατεθημένος να αναχωρήσω σήμερα.

    Большой русско-греческий словарь > расположенный

  • 78 расстройство

    ουδ.
    1. εξάρθρωση, ξεχαρ-βάλιασμα, σπαράλιασμα• αποδιοργάνωση.
    2. διαταραχή•

    расстройство желудка διαταραχή του στομαχιού• -- пищеварения διαταραχή του πεπτικού συστήματος•

    нервное расстройство νευρική ταραχή.

    3. ψυχική ταραχή• σύγχυση•

    он сегодня в -е αυτός σήμερα έχει ψυχική ταραχή,είναι ταραγμένος..

    Большой русско-греческий словарь > расстройство

  • 79 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 80 солнечно

    ως κατηγ, είναι (έχει) λιακάδα•

    сегодня солнечно σήμερα είναι λιακάδα.

    Большой русско-греческий словарь > солнечно

См. также в других словарях:

  • Сегодня (телепрограмма) — Сегодня …   Википедия

  • Сегодня (программа) — Сегодня Современная заставка программы Жанр Информацион …   Википедия

  • СЕГОДНЯ — СЕГОДНЯ, севодни; сев., вост. седни нареч. седнитка. костр. седнева, сенки твер. в сей день, в который говорится это, ныне, еще до полуночи. Сегодня съедим, так завтра поглядим. Сегодня да завтра так и провел время. Сегодня живы, а завтра Бог… …   Толковый словарь Даля

  • Сегодня (газета — Сегодня (газета, Украина) Сегодня …   Википедия

  • СЕГОДНЯ — [во], нареч. 1. В нынешний день, нынче. Сегодня вечером. «Сегодня очередь моя.» Пушкин. «Деньги нужны мне не послезавтра, а сегодня.» Чехов. || Теперь. … Знания дело наживное. «Сегодня их нет, завтра они будут.» Сталин. 2. в знач. сущ. сегодня,… …   Толковый словарь Ушакова

  • Сегодня (газета, Киев) — Сегодня Логотип Tип общественно политическое издание Формат таблоид Владелец ЗАО «Сегодня Мультимедиа» Издатель Гильермо Шмитт Главный редактор Игорь Гужва …   Википедия

  • Сегодня (газета в Киеве) — Сегодня Логотип Tип общественно политическое издание Формат таблоид Владелец ЗАО «Сегодня Мультимедиа» Издатель Гильермо Шмитт Главный редактор Игорь Гужва …   Википедия

  • Сегодня (газета на Украине) — Сегодня Логотип Tип общественно политическое издание Формат таблоид Владелец ЗАО «Сегодня Мультимедиа» Издатель Гильермо Шмитт Главный редактор Игорь Гужва …   Википедия

  • СЕГОДНЯ-ЗАВТРА-ВЧЕРА — Сегодня первый день твоей оставшейся жизни. Лишь очень немногие живут сегодняшним днем, большинство готовится жить позднее. Джонатан Свифт Любое «вчера» было когда то желанным «завтра». Хенрик Ягодзиньский Жизнь любого занята завтрашним днем.… …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • Сегодня увольнения не будет (фильм) — Сегодня увольнения не будет Жанр драма Режиссёр Андрей Тарковский Александр Гордон Автор сценария Андрей Тарковский Александр Гордон Иван Махов …   Википедия

  • Сегодня в мире (телепрограмма) — Сегодня в мире Заставка телепрограммы конца 1980 х Жанр ежедневное политическое обозрен …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»