Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

на+руку

  • 41 вывихнуть

    ρ.σ.μ. εξαρθρώνω, διαστρέφω, βγάζω, στραμπουλίζω, στραγγουλίζω, ξεκλειδώνω•

    -себе руку, ногу στραμπουλίζω το χέρι μου, το πόδι μου.

    εξαρθρώνομαι, στραμπουλίζομαι, ξεκλειδώνομαι, βγαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > вывихнуть

  • 42 выломать

    ρ.σ.μ. σπάζω, θραύω, τσακίζω, βγάζω σπάζοντας• διαρυγνύω•

    выломать дверь σπάζω την πόρτα•

    выломать руку σπάζω το χέρι.

    σπάζω, θραύομαι, τσακίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выломать

  • 43 горячий

    επ., βρ: -ряч, -а, -о.
    1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•

    -ее желание διακαής πόθος.

    2. μτφ. θερμός•

    горячий привет θερμός χαιρετισμός•

    горячий защитник θερμός υποστηριχτής.

    || ζωηρός•

    горячий спор ζωηρή συζήτηση.

    || μεγάλος•

    горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.

    || οξύθυμος, θυμικός•

    -ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.

    || σφοδρός•

    -ая любовь σφοδρός έρωτας.

    3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).
    4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•

    -ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•

    -ие дни μέρες φούριας.

    5. καυτός•

    -ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.

    6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.
    εκφρ.
    - ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•
    - ие напиткиπαλ. οινοπνευματώδη ποτά•
    по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•
    под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο.

    Большой русско-греческий словарь > горячий

  • 44 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 45 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 46 дружески

    επίρ.
    φιλικά•

    дружески жму вашу руку φιλικά σας σφίγγω το χέρι•

    по дружески φιλικά•

    это не по дружески αυτό δεν ταιριάζει σε φίλους.

    Большой русско-греческий словарь > дружески

  • 47 жать

    жму, жмешь, ρ.δ.μ.
    1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• ζουλίζω, ζουπίζω•

    жать руку σφίγγω το χέρι•

    жать друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος.

    || στηρίζω γερά•

    жать ружье к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο.

    || συμπιέζω, συμπυκνώνω. || καταπιέζω, καταδυναστεύω.
    2. στενεύω•

    туфли жмут τα παπούτσια με σφίγγουν•

    воротник жмет ο γιακάς με σφίγγει.

    3. στίβω, εκθλίβω•

    жать сок из лимона στίβω το λεμόνι•

    жать виноград πατώ τα σταφύλια•

    жать масло βγάζω λάδι.

    4.•(αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω•

    жать штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες).

    5. (απλ.) πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)•

    водитель все жал и жал ο οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ).

    1. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζαρώνω•

    жать от холода μαζεύομαι, από το κρύο.

    || συνωστίζομαι.
    2. σφίγγομαι, κολλώ•

    ребенок -лся к матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα•

    он испуганно -лся в угол φοβισμένος μαζεύτηκε στη. γωνία.

    3. μαζεύομαι, συστέλλομαι, διστάζω•

    он -лся, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, μη ξέροντας τί να πει.

    4. τσιγγουνεύομαι, αψυχώ•

    не жмитесь, давайте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει.

    жну, жнешь, ρ.δ.μ. θερίζω.
    θερίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > жать

  • 48 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 49 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 50 забинтовать

    -тую, -туешь ρ.σ.μ.
    επιδένω•

    забинтовать руку επιδένω το χέρι.

    επιδένομαι.

    Большой русско-греческий словарь > забинтовать

  • 51 завязить

    -зишь
    ρ.σ.μ.
    χώνω, βάζω μέσα, βουλιάζω•

    завязить ногу в глине χώνω το πόδι στη λάσπη•

    завязить руку в дупле χώνω το χέρι στην κουφά-1 λα.

    Большой русско-греческий словарь > завязить

  • 52 заголить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) απογυμνώνω μέλος του σώματος•

    заголить грудь ξεστηθώνω•

    заголить руку ξεμπρατσώνω.

    απογυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заголить

  • 53 занести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. занес
    -ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    друг -нес мне новую книгу ο φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο•

    судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ•

    как вас это -сло сюда τι σας έφερε εδώ• πως κι έτσι εδώ.

    2. βάζω, μεταφέρω μέσα•

    занести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    3. εγγράφω•

    занести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    4. βάζω• σηκώνω, υψώνω•

    занести ногу на стремя βάζω το πόδι στον αναβολέα (της σέλας)•

    занести руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω.

    || εκτρέπω, ρίχνω, πετώ στην άκρη.
    5. σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)•

    занести песком σκεπάζω με άμμο.

    || απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρόμος σκεπάστηκε με άμμο•

    каким ветром вас сюда -ело? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > занести

  • 54 запустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εκτοξεύω, εξαπολύω• εκσφενδονίζω• εξακοντίζω•

    запустить искусственного спутника εκτοξεύω τεχνητό δορυφόρο•

    запустить камень εκσφενδονίζω πέτρα.

    2. (για μηχανή) βάζω σε κύνηση, βάζω εμπρός.
    3. βυθίζω• μπήγω• χώνω μέσα.
    4. αφήνω• απολύω•

    запустить лошадей в луг απολύω τα άλογα στο λειβάδι.

    εκφρ.
    запустить глаза, – ρίχνω τα μάτια, κοιτάζω•
    запустить руку ή лапу – απλώνω το χέρι, τους πλοκάμους (αρπάζω)•
    запустить словечко – α) πετώ μια λεξούλα, (κάνω υπαινιγμό)• β) λέγω έναν καλό λόγο (συνηγορώ)•
    запустить удочку – προσπαθώ να πληροφορηθώ (ψαρεύω).
    ρ.σ.μ.
    1. εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ, αφήνω.
    2. δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή ή σημασία•

    запустить болезнь αφήνω την αρρώστεια να χειροτερέψει•

    запустить рану αφήνω την πληγή να μεγαλώσει.

    3. σταματώ το άρμεγμα της αγελάδας πριν τη γέννα.
    4. αφήνω χέρσα τη γη.

    Большой русско-греческий словарь > запустить

  • 55 засунуть

    ρ.σ.μ.
    1. χώνω, βάζω μέσα•
    (χυδ.)οχεύω.
    2. τοποθετώ, βάζω (σε μέρος που δυσκολεύομαι να βρώ)•

    куда я -ул карандаш? που έβαλα το μολύβι;

    Большой русско-греческий словарь > засунуть

  • 56 здороваться

    ρ.δ. χαιρετώ, χαιρετίζω, χαιρετιέμαι•

    здороваться за руку χαιρετώ με χειραψία•

    кивком головы χαιρετώ με νεύμα του κεφαλιού.

    Большой русско-греческий словарь > здороваться

  • 57 играть

    ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,
    επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.
    1. παίζω (για διασκέδαση)•

    играть в куклы παίζω τις κούκλες•

    играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•

    играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.

    || (για διάφορα παιγνίδια)•

    играть в шахматы παίζω σκάκι•

    играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•

    играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.

    2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•

    буря -ет μαίνεται η θύελλα.

    3. αφρίζω, βράζω•

    вино -ет το κρασί αφρίζει.

    4. λάμπω, λαμπυρίζω•

    солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•

    -ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•

    бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•

    румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.

    || κινούμαι, πάλλομαι•

    моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.

    || προσποιούμαι, κάνω•

    играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.

    5. εκτελώ•

    на скрипке παίζω βιολί•

    -ет музыка παίζει η μουσική.

    || μτφ. επιδρώ•

    играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.

    || (διάφορες σημασίες)•

    играть в деньги παίζω με χρήματα•

    играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•

    играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•

    в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•

    в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•

    улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.

    εκφρ.
    играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•
    играть срадьбуπαλ. κάνω γάμο•
    играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•
    играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•
    глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•
    играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•
    играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•
    судьба -ет людмиπαλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.
    1. παίζω.
    2. επιθυμώ• έχω διάθεση.

    Большой русско-греческий словарь > играть

  • 58 изрезать

    изре/ зать 1
    -жу, -жешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изрезанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατακόβω, κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω, διαμελίζω•

    изрезать материю κατακόβω το ύφασμα.

    2. τραυματίζω, πληγώνω•

    изрезать руку κατακόβω το χέρι.

    τραυματίζομαι, πληγώνομαι, κόβομαι.
    изреза/ ть(ся) 2
    ρ.δ.
    βλ. изрезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > изрезать

  • 59 лень

    θ.
    1. τεμπελιά, οκνηρία, οκνιά, ραθυμία, βαριεμάρσ.• νωθρότητα•

    лень его обуяла τον έπιασε η τεμπελιά.

    2. με σημ. κατηγ. βαριέμαι, οκνεύω, τεμπελιάζω•

    лень ему руку поднимать βαριέτοι ακόμα και το χέρι να σηκώσει•

    ему лень говорить βαριέται ακόμα και να μιλά.

    εκφρ.
    все кому не лень – όλοι όποιος δεν τεμπελιάζει•
    не лень тебе (делать) – αν δεν βαριέσαι (να κάνεις).

    Большой русско-греческий словарь > лень

  • 60 мыть

    мою, моешь, παθ. μτχ. παρλθ. мытый βρ: мыт
    -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. πλύνω, πλένωνίβω, νίπτω•

    мыть руки πλΰνω τα χέρια•

    мыть лицо νίβω το πρόσωπο•

    мыть бель πλύνω τα ρούχα•

    пол πλύνω (σφουγγαρίζω) το πάτωμα.

    2. ξεπλύνω, ξεβγάζω.
    3. (κατά) βρέχω.
    εκφρ.
    рука руку моетπαρμ. τό να χέρι πλύνει τ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο).
    πλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ουδ.
    πλύσιμο, πλύση.

    Большой русско-греческий словарь > мыть

См. также в других словарях:

  • Руку держать — чью либо (иноск.) быть на его сторонѣ, за одно съ нимъ. Ср. Бушевалъ пьяный поваръ. Пирожковъ долженъ былъ призвать дворника, но дворникъ держалъ руку повара... П. Боборыкинъ. Китай городъ. 4, 6. Ср. Родной дядя моей женушки мою руку держитъ и ко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку на отсеченье даю! — Руку на отсѣченье даю! (увѣреніе въ истинѣ словъ) Ср. Вы, пожалуй, разболтаете «Анаѳема, хочу быть, коли скажу руку даю на отсѣченіе». Островскій. Свои люди сочтемся. 2, 7. Ср. Руку на отсѣченье даю, что Прокопка мерзавецъ укралъ (этотъ милліонъ) …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку иметь — Руку имѣть (иноск.) поддержку, протекцію. Ср. Ѳедотъ... гдѣ то имѣлъ «руку» и, слѣдовательно, считаетъ себя вправѣ колобродить, не стѣсняясь ничѣмъ, кромѣ усердія не по разуму. Салтыковъ. Пестрыя письма. 3. Ср. У перваго Ѳедота имѣетъ руку второй …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку — поясной поклон, который является обязательным (См. Фард) при совершении намаза. Руку также является необходимой составной частью намаза (См. Рукн и Шарт) совершаемой после кыяма (См. Кыям). Об этом упоминается в аяте Корана» «...и кланяйтесь с… …   Ислам. Энциклопедический словарь.

  • Руку запускать — въ сундукъ, карманъ (чужой), иноск. красть. Ср. Вѣдь онъ два раза запускалъ руку въ сундукъ!... Боборыкинъ. Василій Теркинъ. 3, 13 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку набить — (иноск.) понаторѣть, навыкнуть (намекъ на частую усиленную работу, которою руки набиваютъ до мозолей). Ср. Штабный изъ нѣмцевъ... немного набившій себѣ руку въ вицегубернаторствѣ трехъ губерній. П. Боборыкинъ. Изъ новыхъ. 2, 1. См. Зубы съесть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку подымать — (на что̀, на кого) иноск. о насиліи. Ср. На беззащитныя сѣдины Не подымается рука. А. С. Пушкинъ. Братья разбойники. Ср. Смѣясь онъ дерзко презиралъ Земли чужой языкъ и нравы: Не могъ щадить онъ нашей славы, Не могъ понять въ сей мигъ кровавый.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • руку — нескл. roucou m., rocou m. Орлеан (краска и дерево). Мак. 1908. Во Французском регламенте, о крашении шолковых материй .. предписано,чтоб в бледноизабелловый и золотистый <цвет> составлять краску из малой доли року <так>… …   Исторический словарь галлицизмов русского языка

  • Руку и сердце предложить — (иноск.) предложить себя и любовь свою (сдѣлать предложеніе, жениться). Ср. Свѣтская поэзія (ухаживанія) не переходила для нея въ желанное прозаическое предложеніе «руки и сердца». Маркевичъ. Княжна Тата. См. Поэзия!. См. Проза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку на себя наложить — (иноск.) лишить себя жизни самоубійствомъ. Ср. Одинъ я въ избѣ то, ни привѣта, ни отвѣта, просто хоть руки на себя наложить!... Гл. Успенскій. Черезъ пень колоду. Перестала. 2. Ср. Вдругъ вѣдь это поднялось тогда, ревизіи разныя... Гляжу, онъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку (и сердце) предложить — РУКА, и, вин. руку, мн. руки, рук, рукам, ж. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»