Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

на+руку

  • 81 перележать

    -жу, -жишь
    ρ.σ.
    1. παρακάθομαι,• -на солнце παρακάθομαι στον ήλιο. || φθείρομαι, χαλνώ από την πολυκαιρία•

    огурцы -ли τα αγγουράκια χάλασαν από την πολυκαιρία•

    2. ξαπλώνω περισσότερο από άλλον.
    3. κάθομαι (ώσπου)• παραμένω•

    перележать в укрытии до конца бомбёжки κάθομαι στο καταφύγιο ώσπου να σταματήσει ο βομβαρδισμός.

    4. μ. (απλ.) μουδιάζω•

    перележать руку μουδιάζω το χέρι από την ακινησία.

    Большой русско-греческий словарь > перележать

  • 82 перешибить

    ρ.δ.
    βλ. перешибить.
    σπάζω, θραύομαι.
    -бу, -бшь, παρλθ. χρ. перешиб
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перешибленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω χτυπώντας•

    перешибить руку σπάζω το χέρι.

    2. μτφ. ξεπερνώ, υπερβάλλω, υπερτερώ.

    Большой русско-греческий словарь > перешибить

  • 83 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 84 подвязать

    ρ.σ.μ.
    δένω από κάτω. || επιδένω•

    подвязать руку επιόένω το χέρι, περιδένω.

    || δένω, φορώ•

    подвязать фартук δένω την ποδιά.

    ντύνω, φορώ, δένω•

    подвязать платком δένω το μαντήλι•

    подвязать кушаком φορώ το ζωνάρι.

    Большой русско-греческий словарь > подвязать

  • 85 пожать

    -жму, -жмшь ρ,σ.μ.
    1. σφίγγω•

    руку σφίγγω το χέρι (χαιρετίζοντας).

    2. θλίβω, πιέζω, πατώ, ζουπίζω•

    пожать виноград πατώ τα σταφύλια.

    3. θλίβω, πιέζω, πατώ (για ένα χρον. διάστημα).
    εκφρ.
    пожать плечами – σηκώνω ή μαζεύω τους ώμους (σε ένδειξη άγνοιας, αμφιβολίας κ.τ.τ.).
    (συμ) μαζεύομαι, συστέλλομαι.
    -жну, -жншь
    ρ.σ.μ.
    1. θερίζω•

    пожать рожь θερίζω τη βρίζα.

    2. μτφ.. δρέπω, απολαβαίνω, αποκομίζω•

    пожать плоды своих трудов δρέπω τους καρπούς των κόπων μου•

    пожать лавры δρέπω δάφνες•

    пожать славу δρέπω δόξα•

    что пос-ешь, то и -жншь. παρμ. ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, όπως στρώσεις, έτσι και θα κοιμηθείς.

    Большой русско-греческий словарь > пожать

  • 86 положить

    -ложу, -ложишь, προστκ. положи, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. положенный, βρ: -жен, -а, -о.
    1. βλ. класть.
    2. παλ. αποφασίζω• καθιερώνω.
    3. (απρόσ.) -жено πρέπει, έπρεπε, επιβάλλεται, επιβάλλονταν.
    4. положим (παρνθ. λ.) ας υποθέσομε, ας πούμε, ας παραδεχτούμε•

    положим, что это так ας πούμε πως αυτό είναι έτσι•

    положим, что вы правы ας παραδεχτούμε ότι εσείς έχετε δίκαιο.

    εκφρ.
    положа руку на сердце (сказать)• – βάζοντας το χέρι στην καρδιά (λέγω ειλικρινά).
    βασίζομαι, στηρίζομαι• εμπιστεύομαι•

    положить на него нельзя δεν πρέπει να βασιστείς σαυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > положить

  • 87 предложить

    -ложу, -ложишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. προσφέρω, παρέχω, δίνω•

    предложить другу-свои книги δίνω στο φίλο τα βιβλία μου.

    2. προτείνω•

    новый план προτείνω νέο σχέδιο (πλάνο)•

    предложить кандидата в депутаты προτείνω υποψήφιο για βουλευτή.

    3. επιφορτίζω δίνω (παραγγελίες για εκτέλεση). || βάζω, θέτω•

    предложить -задачу βάζω πρόβλημα (για λύση).

    εκφρ.
    предложить рукуπαλ. ζητώ το χέρι της (•ζητώ σε γάμο, κάνω πρόταση γάμου)•
    предложить тост – εγείρω πρόποση, προσφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > предложить

  • 88 приложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, βάζω•

    приложить пластырь βάζω έμπλαστρο•

    приложить руку к сердцу βάζω το χέρι στην καρδιά•

    печать βάζω σφραγίδα.

    2. επισυνάπτω•

    приложить к заявлению справку с места жительства επισυνάπτω στην αίτηση βεβαίωση του τόπου διαμονής.

    || επιπροσθέτω, επαυξάνω.
    3. καταβάλλω•

    приложить все силы καταβάλλω όλες τις δυνάμεις, βάζω όλα τα δυνατά.

    || εφαρμόζω•

    приложить теорию на практике εφαρμόζω τη θεωρία στην πράξη.

    1. ακουμπώ, φέρω σιμά, πλησιάζω πολύ•

    он -ился ухом к двери и прислушался αυτός σίμωσε πολύ στην πόρτα και κρυφάκουγε.

    2. φιλώ, ασπάζομαι•

    она -илась к иконе αυτή φίλησε την εικόνα•

    приложить к руке φιλώ το χέρι.

    3. κολλώ το μάγουλο στο κοντάκι του όπλου (κατά τη σκοποβολή).
    4. (απλ.) πίνω λίγο, βάζω λίγο στο στόμα.
    εκφρ.
    остальное (ή всё прочее) приложить – τα παραπέρα, τα υπόλοιπα (όλα τα άλλα) θα γίνουν, θα λυθούν.

    Большой русско-греческий словарь > приложить

  • 89 проткнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проткнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    διατρυπώ•

    проткнуть руку ножом τρυπώ το χέρι πέρα-πέρα με το μαχαίρι.

    Большой русско-греческий словарь > проткнуть

  • 90 пьяный

    επ.
    1. μεθυσμένος, πιομένος, σουρωμένος, τραβηγμένος.
    ουσ. μέθυσος, μεθύατάκας.
    2. μεθυστικός, του μεθυσμένου•

    -ые крики οι φωνές (κραυγές) του μεθυσμένου.

    || που επιφέρει μέθη•

    -ое вино μεθυστικό κρασί.

    3. μτφ. κατεχόμενος από πάθος•

    он был пьян любовью ήταν μεθυσμένος από αγάπη•

    она пьяна от радости αυτή είναι μεθυσμένη από χαρά.

    εκφρ.
    с -ых глаз; под -ую руку, по -ой лавочке; по -ому делу – στη μέθη, όντας μεθυσμένος.

    Большой русско-греческий словарь > пьяный

  • 91 расшибить

    -бу, -бшь, παρλθ. χρ. расшиб
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшибленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μωλωπίζω, χτυπώ•

    -голову об дверь χτυπώ το κεφάλι στην πόρτα•

    расшибить руку χτυπώ το χέρι.

    2. (απλ.) σπάζω, θραύω• σχίζω•

    расшибить тарелку σπάζω το πιάτο•

    расшибить полено σχίζω το κούτσουρο.

    1. μωλωπίζομαι, χτυπώ.
    2. (απλ.) σπάζω, θραύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расшибить

  • 92 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 93 сердитый

    επ., βρ: -дит, -а, -о.
    1. ευέξαπτος, αψιθυμος, ευόργητος, οργιλος, θυμώδης.
    2. θυμωμένος, οργισμένος.
    3. δυνατός, γερός, δραστικός•

    -ая горчица καυστικό σινάπι•

    табак βαρύς καπνός•

    сердитый мороз δυνατό (τσουχτερό) κρύο (παγωνιά)•

    -ое вино δυνατό (αψύ) κρασί•

    4. (απλ.) ζηλωτής, πρόθυμος•

    под -ую руку πάνω στο θυμό ή στην οργή.

    Большой русско-греческий словарь > сердитый

  • 94 сильный

    επ., βρ: силен
    κ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,
    1. δυνατός, ισχυρός, γερός•

    сильный человек δυνατός άνθρωπος•

    -ая лошадь γερό άλογο•

    -ая рука δυνατό χέρι•

    -ая крепость ισχυρό φρούριο•

    -ое государство ισχυρό κράτος•

    сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.

    2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•

    сильный ветер σφοδρός άνεμος•

    -ое желание μεγάλη επιθυμία•

    -ое лекарство δραστικό φάρμακο•

    сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.

    || υγιής, γερός•

    -ые лгкие γερά πνευμόνια.

    3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•

    сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•

    у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.

    4. καλός•

    сильный ученик δυνατός μαθητής•

    -пловец καλός κολυμβητής.

    εκφρ.
    -ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•
    сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•
    иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα.

    Большой русско-греческий словарь > сильный

  • 95 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

  • 96 тащить

    тащу, тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. σύρω, σέρνω, τραβώ•

    тащить на берег невод τραβώ στην ακτή το δίχτυ•

    тащить лодку в воду σύρω τη βάρκα στο νερό•

    тащить чемодан из-под кровати τραβώ τη βαλίτσα από κάτω από το κρεβάτι.

    || βγάζω τραβώντας•

    тащить сапог с ноги τραβώ (να βγάλω) τη μπότα από το πόδι.

    2. κουβαλώ• μεταφέρω•

    тащить на себе рюкзак κουβαλώ το γυλιό.

    || φέρω•тащитьи суп φέρε σούπα.
    3. οδηγώ•

    тащить за руку οδηγώ από το χέρι•

    тащить друга в театр -παίρνω το φίλο στο θέατρο.

    4. βγάζω, εξάγω•

    гвоздь из стены βγάζω το καρφί από τον τοίχο•

    тащить зуб βγάζω το δόντι•

    тащить занозу βγάζω την αγκίδα•

    тащить письмо из кармана βγάζω το γράμμα από την τσέπη.

    5. κλέβω.
    1. σύρομαι, σέρνομαι•

    подол -лся по полу ο ποδόγυρος σέρνονταν στο πάτωμα.

    2. βαδίζω αργά, με δυσκολία•

    он не шл, а -лся αυτός δε βάδιζε, αλλά σέρνονταν.

    3. πηγαίνω, ταξιδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > тащить

  • 97 убить

    ρ.σ.μ.
    1. σκοτώνω, φονεύω• θανατώνω• χτυπώ•

    его -ли на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο•

    охотник -ил два зайца ο κυνηγός χτύπησε δυο λαγούς•

    убить из ружья σκοτώνω με το όπλο.

    2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω• εξουθενώνω• διαλύω•

    убить творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη•

    убить надежды σκοτώνω (διαλύω) τις ελπίδες.

    || μαραζώνω•

    убить торговлю μαραζώνω το εμπόριο•

    она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε από την άχαρη ζωή.

    || καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ•

    печалыгье известие -ло е η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα.

    3. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ• χαλώ•

    убить много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    время σκοτώνω τον καιρό.

    4. νικώ (για παιγνιόχαρτα).
    5. (απλ.) χτυπώ•

    он в больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο•

    убить руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι.

    εκφρ.
    - убить двух зайцев – με μια τουφεκιά (μ ένα σπάρο) δυο τρυγόνια• (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)• (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται).
    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω.
    2. ταρατσώνω, πιτακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές.

    Большой русско-греческий словарь > убить

  • 98 увечить

    ρ.δ.μ. σακατεύω, μισερεύω, αναπη-ρώ, κάνω ανάπηρο• ακρωτηριάζω•

    увечить руку κου-λαίνατ•

    увечить ногу κουτσαίνω, χωλαίνω•

    увечить себе палец κόβω το δάχτυλο μου.

    σακατεύομαι, γίνομαι ανάπηρος.

    Большой русско-греческий словарь > увечить

  • 99 упереть

    упру, упршь, παρλθ. χρ. упр
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. упрший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упртый, βρ: упрт
    -а, -о
    επιρ. μτχ. уперев κ. уперши ρ.σ.
    1. μ. στηρίζω, ακουμπώ•

    упереть ноги в землю στηρίζω τα πόδια στη γη•

    упереть руку в колено στηρίζω το χέρι στο γόνα.

    2. μ. μτφ. προσηλώνω, καρφώνω•

    упереть глаза в кого-л. καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.

    3. μτφ. (απλ.) τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω.
    4. βλ. παθ. φ. (5 ση•μ,.).
    5. μ. αποκομίζω, μεταφέρω μεγάλο βάρος.
    1. στηρίζομαι, ακουμπώ•

    упереть ногами в землю στηρίζομαι με τα πόδια στη γη.

    2. μτφ. (για μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) καρφώνω, προσηλώνω•

    упереть глазами в кого-Η, καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.

    3. εκτείνομαι, φτάνω ως • τελειώνω.
    4. επιμένω•

    старик -рея на своём ο γέρος επέμενε στο δικό του (στη δική του γνώμη).

    5. (χυδ.) ξεκουμπίζομαι, αδειάζω τη γωνιά.
    εκφρ.
    упереть как бык или баран – επιμένω σαν το μουλάρι (πεισματικά).

    Большой русско-греческий словарь > упереть

  • 100 хватать

    ρ.δ.μ.
    1. αρπάζω, πιάνω, τσακώνω•
    кого за руку, за волосы, за ворот πιάνωκάποιον από το χέρι, από τα μαλλιά, από το γιακά•

    хватать на лету πιάνω στον αέρα.

    || παίρνω•

    он -ает с земли камень и кидает на него αυτός παίρνει από χάμω πέτρα και τη ρίχνει σαυτόν•

    хватать что попало παίρνω (αρπάζω) ό,τιτύχει.

    || (για ψάρι) τσιμπώ (αρπάζω το δόλωμα).
    2. συλλαμβάνω, κάνω συλλήψεις.
    3. βλ. хватить (2 κ. 10 σημ.).
    εκφρ.
    хватать воздух – αναπνέω αέρα (με ανοιχτό το στόμα)•
    этого ещё не -ло! – ακόμα αυτό δεν έφτανε!
    1. αρπάζομαι• πιάνομαι.
    2. καταπιάνομαι, καταγίνομαι, επιδίδομαι με ζήλο.
    3. συλλαμβάνομαι (από αστυνομία κ.τ.τ.).
    4. επιλαμβάνομαι.
    εκφρ.
    хватать за ум – λογικεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > хватать

См. также в других словарях:

  • Руку держать — чью либо (иноск.) быть на его сторонѣ, за одно съ нимъ. Ср. Бушевалъ пьяный поваръ. Пирожковъ долженъ былъ призвать дворника, но дворникъ держалъ руку повара... П. Боборыкинъ. Китай городъ. 4, 6. Ср. Родной дядя моей женушки мою руку держитъ и ко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку на отсеченье даю! — Руку на отсѣченье даю! (увѣреніе въ истинѣ словъ) Ср. Вы, пожалуй, разболтаете «Анаѳема, хочу быть, коли скажу руку даю на отсѣченіе». Островскій. Свои люди сочтемся. 2, 7. Ср. Руку на отсѣченье даю, что Прокопка мерзавецъ укралъ (этотъ милліонъ) …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку иметь — Руку имѣть (иноск.) поддержку, протекцію. Ср. Ѳедотъ... гдѣ то имѣлъ «руку» и, слѣдовательно, считаетъ себя вправѣ колобродить, не стѣсняясь ничѣмъ, кромѣ усердія не по разуму. Салтыковъ. Пестрыя письма. 3. Ср. У перваго Ѳедота имѣетъ руку второй …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку — поясной поклон, который является обязательным (См. Фард) при совершении намаза. Руку также является необходимой составной частью намаза (См. Рукн и Шарт) совершаемой после кыяма (См. Кыям). Об этом упоминается в аяте Корана» «...и кланяйтесь с… …   Ислам. Энциклопедический словарь.

  • Руку запускать — въ сундукъ, карманъ (чужой), иноск. красть. Ср. Вѣдь онъ два раза запускалъ руку въ сундукъ!... Боборыкинъ. Василій Теркинъ. 3, 13 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку набить — (иноск.) понаторѣть, навыкнуть (намекъ на частую усиленную работу, которою руки набиваютъ до мозолей). Ср. Штабный изъ нѣмцевъ... немного набившій себѣ руку въ вицегубернаторствѣ трехъ губерній. П. Боборыкинъ. Изъ новыхъ. 2, 1. См. Зубы съесть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку подымать — (на что̀, на кого) иноск. о насиліи. Ср. На беззащитныя сѣдины Не подымается рука. А. С. Пушкинъ. Братья разбойники. Ср. Смѣясь онъ дерзко презиралъ Земли чужой языкъ и нравы: Не могъ щадить онъ нашей славы, Не могъ понять въ сей мигъ кровавый.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • руку — нескл. roucou m., rocou m. Орлеан (краска и дерево). Мак. 1908. Во Французском регламенте, о крашении шолковых материй .. предписано,чтоб в бледноизабелловый и золотистый <цвет> составлять краску из малой доли року <так>… …   Исторический словарь галлицизмов русского языка

  • Руку и сердце предложить — (иноск.) предложить себя и любовь свою (сдѣлать предложеніе, жениться). Ср. Свѣтская поэзія (ухаживанія) не переходила для нея въ желанное прозаическое предложеніе «руки и сердца». Маркевичъ. Княжна Тата. См. Поэзия!. См. Проза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку на себя наложить — (иноск.) лишить себя жизни самоубійствомъ. Ср. Одинъ я въ избѣ то, ни привѣта, ни отвѣта, просто хоть руки на себя наложить!... Гл. Успенскій. Черезъ пень колоду. Перестала. 2. Ср. Вдругъ вѣдь это поднялось тогда, ревизіи разныя... Гляжу, онъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Руку (и сердце) предложить — РУКА, и, вин. руку, мн. руки, рук, рукам, ж. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»