Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

да,+дома

  • 101 нет

    απρόσ. ως κατηγ.
    1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•

    никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•

    нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•

    у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).

    2. όχι, δεν•

    все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•

    он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•

    отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;

    4. μόριο
    επιτακ. όχι, για, πω-πώ.
    5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;
    6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.
    7. έλλειψη, ανέχεια•

    на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.

    εκφρ.
    и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέου
    даи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•
    а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•
    ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•
    на нет – στο ελάχιστο•
    свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•
    сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > нет

  • 102 номер

    κ. παλ. нумер
    α.
    1. αριθμός, νούμερο•

    номер дома αριθμός σπιτιού•

    номер телефона αριθμός τηλεφώνου•

    номер автомобиля αριθμός αυτοκινήτου.

    2. φύλλο τεύχος•

    номер газеты φύλλο της εφημερίδας•

    номер журнала τεύχος περιοδικού.

    || παλ. ξενοδοχείο.
    3. (για παράσταση θεάματος) το νούμερο.
    4. μτφ. πράξη παράξενη, απρόοπτο πράγμα κόλπο.
    5. υπηρέτης πυροβόλου, πολυβόλου κ.τ.τ., ρυθμιστής.

    Большой русско-греческий словарь > номер

  • 103 обвести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. обвл, -ели, -ело, μτχ. παρλθ. χρ. обведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обведенный, βρ: -ден, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обведший κ. обведя
    ρ.σ.μ.
    1. περιφέρω•

    обвести гостей вокруг дома περιφέρω τους φιλοξενούμενους γύρω από το σπίτι (τους δείχνω το σπίτι μου).

    || παρακάμπτω αποφεύγω (τον αντίπαλο).
    2. κινούμαι κυκλικά. || (για βλέμμα) περιφέρω.
    3. (για σχέδιο) περιγράφω, διαγράφω, κάνω κυκλοτερές διάγραμμα.
    4. περιβάλλω, περικλείω, περιφράζω.
    5. περιχρίω, περιδιαγράφω (με μελάνη κ.τ.τ.).
    6. (απλ.) απατώ, ξεγελώ.

    Большой русско-греческий словарь > обвести

  • 104 оказать

    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) βλέπω. || παλ. δείχνω•

    оказать мужество δείχνω αντρεία.

    2. (με μερικά ουσ. σχηματίζει συνδυασμούς με τη σημ. του ουσ..ως ρήμα)•

    оказать влияние επιδρώ•

    оказать помощь βοηθώ•

    оказать доверие εμπιστεύομαι•

    оказать предпочтение προτιμώ•

    оказать сопротивление αντιστέκομαι•

    оказать услугу εξυπηρετώ•

    оказать неуважение δείχνω ασέβεια•

    оказать уважение σέβομαι, δείχνω σεβασμό•

    оказать внимание προσέχω•

    оказать радушный прим υποδέχομαι εγκάρδια•

    оказать давление πιέζω, ασκώ πίεση•

    оказать поддержку υποστηρίζω•

    оказать гостеприимство φιλοζενώ•

    оказать содействие συμβάλλω.

    1. παλ. εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι.
    2. βρίσκομαι, υπάρχω•

    никого не -лось дома κανένας δεν υπήρχε στο σπίτι.

    || περιπίπτω, πέφτω•

    он -лся в незнакомом месте αυτός περιέπεσε σε άγνωστο μέρος•

    он -лся в затруднении αυτός περιήλθε σε δυσχερή θέση•

    оказать в опасности βρίσκομαι σε κίνδυνο•

    оказать без работы μένω χωρίς δουλειά.

    3. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. || δείχνομαι, φαίνομαι. || απρόσ. γίνεται γνωστό, σαφές, φανερό, φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > оказать

  • 105 основание

    ουδ.
    1. θεμελίωση, Ιδρυση•

    основание города η ίδρυση της πόλης•

    год -я института έτος Ιδρυσης του ινστιτούτου.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο• υποδομή•

    основание дома το θεμέλιο του σπιτιού•

    экономическое основание οικονομική βάση•

    правосудие есть основание всякой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξ ουσ. ίας.

    3. λόγος, αιτία• στήριγμα•

    говорю это не без -я λέγω αυτό όχι αβάσιμα•

    на этом -и σαυτή τη βάση•

    на каком -и? σε ποια βάση;•

    иметь основание предполагать έχω λόγο να υποθέτω•

    он ревнует без -я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα.

    4. (μαθ., χημ.) βάση•

    основание треугольника η βάση του τριγώνου.

    εκφρ.
    до -я – μέχρι θεμέλια•
    разрушить до -я – καταστρέφω εκ θεμελίων•
    на -и – με βάση•
    на -и закона – με βάση το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > основание

  • 106 оставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι.

    || βάζω, θέτω•

    оставить в недоумении αφήνω σε αμηχανία.

    || αφήνω•

    оставить ученика на второй год αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν προβιβάζω τον μαθητή•

    оставить следы αφήνω ίχνη•

    он -ил это без внимания αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ αυτό•

    оставить на свободе αφήνω ελεύθερο (απελευθερώνω)•

    оставить в стороне αφήνω κατά μέρος.

    2. διατηρώ, φυλάγω, κρατώ•

    оставить обед для опоздавших αφήνω φαγητό για τους βραδυπορούντες•

    оставить работу до другого раза αφήνω τη δουλειά γι άλλη φορά•

    оставить бороду αφήνω γένεια•

    оставить усы αφήνω μουστάκια.

    3. παραχωρώ. || κληροδοτώ.
    4. εγκαταλείπω, παρατώ•

    комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύριστο•

    он -ил город αυτός άφησε την πόλη•

    оставить школу по болезни αφήνω το σχολείο λόγω. ασθένειας•

    он -ил своих детей αυτός παράτησε τα παιδιά του•

    оставить людей без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους.

    5. δε διώχνω, δεν απολύω κρατώ•

    оставить на работе αφήνω στη δουλειά•

    оставить на службе αφήνω στην υπηρεσία.

    6. σταματώ, διακόπτω•

    оставить разговор αφήνω την κουβέντα.

    || αποβάλλω, διώχνω•

    -ьте эти чрные мысли δώξ-τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις•

    оставить дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες.

    7. (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ•

    оставить в дураках νικώ κάποιον στο παιγνίδι «βλάκες».

    εκφρ.
    в покое – αφήνω ήσυχο•
    оставить за собой ή позади себя – α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ξεπερνώ•
    не своими милостями ή своим покровительствомπαλ. δεν αφήνω στο έλεος.

    Большой русско-греческий словарь > оставить

  • 107 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 108 отвыкнуть

    ρ.σ., παρλθ. χρ. отвык
    -ла, -ло (με γεν.).
    1. ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω, κόβω•

    трудно отвыкнуть от табаку δύσκολο είναι να κόψω το τσιγάρο•

    отвыкнуть от дурной привычки κόβω την κακή συνήθεια•

    отвыкнуть от курения, вина κόβω το κάπνισμα, το κρασί.

    2. ξεκόβω αποξενώνομαι• ξεχνώ•

    отвыкнуть от родителей ξεκόβω από τους γονείς•

    отвыкнуть от дома ξεκόβω από το σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > отвыкнуть

  • 109 отсчитать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсчитанный, βρ: -тан, -а, -о
    μετρώ•

    отсчитать сорок рублей μετρώ σαράντα ρούβλια•

    отсчитать двадцать шагов от дома μετρώ είκοσι βήματα από το σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > отсчитать

  • 110 перёд

    переда, πλθ. переда α.
    1. το μπροστινό μέρος•

    перёд дома το μπροστινό μέρος του σπιτιού.

    2. το μπροστινό μέρος των μποτών.

    Большой русско-греческий словарь > перёд

  • 111 перестраховать

    -хую, -хуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестрахованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ασφαλίζω εκ νέου•

    перестраховать своё имущество ξαναβάζω στην ασφάλεια την περιουσία μου.

    2. ασφαλίζω (όλα, πολλά)•

    перестраховать все дома ασφαλίζω όλα τα σπίτια.

    1. ασφαλίζομαι εκ νέου.
    2. επιφυλάσσομαι, προσέχω, πέρνω μέτρα ασφάλειας.

    Большой русско-греческий словарь > перестраховать

  • 112 проект

    α.
    1. σχέδιο•

    проект жилого дома το σχέδιο κατοικίας•

    проект дворца σχέδιο μεγάρου•

    проект закона νομοσχέδιο•

    проект резолюции σχέδιο απόφασης.

    2. σκοπός• πλάνο•

    проект поездки πλάνοταξιδιού.

    Большой русско-греческий словарь > проект

  • 113 против

    σύνδ.
    1. απέναντι, έναντι, αντίκρυ•

    -дома стоит высокое дерево απέναντι από το σπίτι υπάρχει ψηλό δέντρο.

    2. κατά, προς•

    смотреть против солнца κοιτάζω κατά τον ήλιο.

    || παρά, χωρίς•

    против воли отца παρά τη θέληση του πατέρα•

    против моего желания παρά την επιθυμία μου.

    || ενάντια, αντίθετα, κόντρα•

    ты не дспротив лжен идти против родителей δεν πρέπει να πηγαίνεις ενάντια προς τους γονείς.

    3. αντίθετα•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα•

    против ветра αντίθετα προς τον άνεμο.

    4. κατά, για•

    лекарство против кашля φάρμακο για το βήχα.

    || κατά, παρά•

    ошибка против языка, против грамматики λάθος γλωσσικό, γραμματικό.

    5. κατά, εναντίον•

    десять шансов против одного δέκα πιθανότητες κατά μιας.

    εκφρ.
    я не против – δεν είμαι ενάντιος, δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > против

  • 114 редко

    επίρ.
    σπάνια•

    его редко бывает дома αυτός σπάνια βρίσκεται στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > редко

  • 115 с...

    с..., со..., съ...
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.
    2. κίνηση με επιστροφή•

    сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•

    сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).

    3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.
    4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.
    5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.
    6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.
    7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).
    8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.
    II.
    Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча.

    Большой русско-греческий словарь > с...

  • 116 саманный

    επ.
    πλινθινος, του πλίνθου. || απο πλιθάρι, με πλιθάρι•

    -ые дома πλινθόκτιστα σπίτια•

    -ые стены πλινθόκτιστοι τοίχοι.

    Большой русско-греческий словарь > саманный

  • 117 сверху

    επίρ.
    1. επάνω, από πάνω, από το επάνω μέρος (επιφανειακά). || επάνωθεν•

    масло испортилось только сверху το λίπος χάλασε μόνο πάνω-πάνω.

    2. από πάνω, εκ των άνω•

    вода падает сверху το νερό τρέχει από πάνω•

    вид сверху άποψη από πάνω•

    смотреть сверху вниз κοιτάζω από πάνω προς τα κάτω.

    3. πρόθ. (απλ.) ψηλότερος-сверху дерева ψηλότερος του δέντρου•

    сверху дома ψηλότερος από το σπίτι.

    εκφρ.
    сверху вниз смотреть – βλέπω αφυψηλού (υπεροπτικά)•
    сверху донизу – από πάνω ως κάτω•
    провести линию донизу – τραβώ (σύρω) γραμμή από πάνω ως κάτω•
    установить централизм сверху донизу – καθιερώνω το συγκεντρωτισμό από πάνω ως κάτω (από το καθοδηγητικό κέντρο ως τη βάση).

    Большой русско-греческий словарь > сверху

  • 118 секция

    θ.
    1. τμήμα• τομέας•

    секция готового платья в универмаге τμήμα ετοίμων ενδυμάτων στο κατάστημα•

    работа совещания по -ям εργασία της σύσκεψης κατά τμήματα.

    2. διαμέρισμα•

    секция жилого дома διαμέρισμα σπιτιού.

    θ.
    τομή χειρουργική, σχίσιμο-άνοιγμα•

    секция трупа σχίσιμο του πτώματος•

    вены σχίσιμο της φλέβας.

    Большой русско-греческий словарь > секция

  • 119 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

  • 120 счёт

    -а (-у), προθ. о счте, на счету а.
    1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•

    счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•

    обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.

    || λογαριασμός•

    личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•

    открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•

    текущий счёт τρέχων λογαριασμός•

    сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.

    2. έγγραφος λογαριασμός•

    счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.

    3. υπολογισμός.
    4. πλθ.μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,
    5. αποτέλεσμα, σκορ•

    выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.

    εκφρ.
    -ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•
    дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•
    без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•
    в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•
    в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•
    за счёт чего – σε βάρος του•
    на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•
    на чей ή какой счётκ. за чей ή какой счёт σε βάρος•
    на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•
    по -у первый, второйκλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•
    знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•
    покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•
    не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•
    иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•
    принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•
    сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > счёт

См. также в других словарях:

  • ДОМА — ДОМА, нареч. На своей квартире, у себя в доме. Я по вечерам дома не бываю. Чувствуйте себя, как дома. «В гостях хорошо, а дома лучше.» погов. || На родине, в родных местах (разг.). У нас дома уже покос начался. Я был на побывке дома. ❖ Не все… …   Толковый словарь Ушакова

  • Дома по улице Фрунзе — Дома по улице Фрунзе, 53 57 Разрушенный немецкий дом по адресу ул. Фрунзе 53 57 Дома № 53 57 по улице Фрунзе (в разговорной речи известны как «Кройц аптека», по сохранившейся на одном из домов немецкой надписи нем. Kreuz Apotek)  …   Википедия

  • Дома вампиров в Блэйд: Сериал — В телесериале «Блэйд: Сериал», присутствует двенадцать кланоподобных групп названных «домами вампиров». Пять из них были названы: Дом Хтона (англ. Chthon) Дом Лайкена (англ. Leichen) Дом Армайи (англ. Armaya) Дом Саккары (англ. Saqqara) Дом… …   Википедия

  • Дома есть дома — Dahoam is Dahoam Жанр …   Википедия

  • Дома — У этого термина существуют и другие значения, см. Дома (значения). Коммуна Дома Dohma Страна Германия …   Википедия

  • Дома 1109 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1113 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1116 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1120 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1124 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома (значения) — Дома: Дома (нем. Dohma)  община в Германии. Дома  населённый пункт в Зимбабве. «Дома»  второй сольный альбом российского рэп исполнителя Гуфа. Дома народ в Зимбабве …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»