Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

да,+дома

  • 61 удержать

    удержать
    сов, удерживать несов
    1. κρατώ, συγκρατώ:
    \удержать в руках κρατώ στά χέρια· \удержать дома кого-л. κρατώ κάποιον ἀτό σπίτι· \удержать лошадей σταματώ τά ἀλογα· \удержать в памяти συγκρατώ στη μνήμη μαυ· 2, (сдерживать, подавлять) συγκρατώ, πνίγω:
    \удержать рьцйния συγκρατώ τούς λυγμούς·
    3. (останавливать) συγκρατώ, ἀνα· χαιτίζω, κρατώ, σταματώ/ ἐμποδίζω (мешать):
    \удержать от иеобду́манного поступка συγκρατώ κάποιον νά μήν κάνει ἀπερίσκεπτη πράξη· не знаю, что меия удерживает δέν ξεύρω τί μέ κρατάει·
    4. (вычитать) ἀφαιρώ, κρατώ, ἀποκόπτω:
    \удержать какую-л. сумму из зарплаты κρατώ ἕνα ποσό ἀπ' τό μισθό.

    Русско-новогреческий словарь > удержать

  • 62 ходьба

    ходьб||а
    ж τό βάδισμα, ἡ πορεία, τό περ(ι)πάτημα:
    в часе \ходьбаы от дома μιά ήρα δρόμος ἀπό τό σπίτι.

    Русско-новогреческий словарь > ходьба

  • 63 хозяин

    хозя||ин
    м ὁ νοικοκύρης/ ὁ ίδιοχτήτης (владелец)/ ὁ ἀφέντης, τό ἀφεντικό (по отношению к работнику):
    \хозяин дома а) ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ, ὁ οἰκοδεσπότηζ, б) ὁ σπιτονοικοκύρης (владелец)· \хозяин гостиницы ὁ ξενοδόχος· \хозяин магазина ὁ καταστηματάρχης· он хороший \хозяин εἶναι καλός νοικοκύρης· ◊ быть \хозяинииом в собственном доме εἶμαι ἀφέντης στό σπίτι μου· я сам себе \хозяин δέν ἔχω κανέναν πάνίο ἀπό τό κεφάλι μου· быть \хозяинином положения εἶμαι κύριος τής καταστάσεως· \хозяинева поля спорт. ἡ γηπεδούχος ὁμάδα.

    Русско-новогреческий словарь > хозяин

  • 64 хозяйка

    хозя||йка
    ж
    1. ἡ κυρία/ ἡ σπιτονοικοκυρά, ἡ οἰκοδέσποινα (дома):
    домашняя \хозяйкайка ἡ οἰκοκυρά, ἡ νοικοκυρά· молодая \хозяйкайка ἡ νεαρή νοικοκυρἄ хорошая \хозяйкайка ἡ καλή νοικοκυρά.·

    Русско-новогреческий словарь > хозяйка

  • 65 шаг

    шаг
    м в разн. знач. τό βήμα, τό βάδισμα:
    дипломатический \шаг τό διπλωματικό διάβημα· ложный \шаг τό στραβοπάτημα· первые \шагй τά πρώτα βήματα· тихим \шагом μέ σιγανό βήμα· прибавить \шагу, ускорить \шаг ἐπιταχύνω τό βήμα· замедлить \шаг ἐπιβραδύνω τό βήμα· направить свой \шагй κατευθύνομαι· предпринимать \шагй ἐπιχειρώ διαβήματα· сделать первый (решительный) \шаг κάνω τό πρώτο (τό ἀποφασιστικό) βήμα· измерять \шагами μετρώ πόσα βήματα εἶναι· гигантскими \шага́ми μέ γιγαντιαία βήματα· черепашьим \шаго́м μέ ρυθμούς χελώνας· в нескольких \шага́х μερικά βήματα πιό πέρα· в двух \шага́х δυό βήματα παρακάτω· на каждом \шагу σέ κάθε βήμα· что ни \шаг σέ, κάθε βήμα του· \шаг за \шагом а) βήμα-βήμα (медленно)· б) βήμα προς βήμα (постепенно)· ни на \шаг, ни \шагу ὁὔτε βήμα· он из дома ни на \шаг (ни \шагу) δέν κάνει οὔτε βήμα ἀπ' τό σπίτι· нн на \шаг не отступать (не отходить) от кого́-чего́-л. δέν ἀπομακρύνομαι (или φεύγω) ὁὔτε βήμα ἀπό κάποιον ἀπό κάτι· ни -у назад! ὁὔτε βήμα πίσω!· \шагу ступить нельзя без того, чтобы... δέν μπορείς νά κάνεις βήμα χωρίς νά...· \шаг винта тех. ἡ βόλτα τής βίδας· гигантские \шагй спорт. ὁ ἀέροπεταστής.

    Русско-новогреческий словарь > шаг

  • 66 безвыходный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. χωρίς έξοδο (από το σπίτι)•

    -ое сидение дома οικουρία.

    2. του αδιεξόδου•

    -ое положение κατάσταση αδιεξόδου, το αδιέξοδο.

    Большой русско-греческий словарь > безвыходный

  • 67 большой

    επ., συγκρ. β. больший, больше, более
    1. μεγάλος, μέγας, τρανός•

    большой город μεγάλη πόλη•

    -ые события μεγάλα γεγονότα•

    -ое дело μεγάλη υπόθεση.

    2. σημαντικός, αξιόλογος•

    большой ученый μεγάλος επιστήμονας•

    большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•

    большой плут μεγάλος απατεώνας.

    3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•

    ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.

    4. πολυάριθμος•

    -ое количество μεγάλη ποσότητα•

    -ое знакомство πολλές γνωριμίες.

    5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•

    большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•

    -ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.

    6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•

    -ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.

    εκφρ.
    большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•
    большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
    большой свет – η ανώτερη κοινωνία•
    сам большойπαλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης.

    Большой русско-греческий словарь > большой

  • 68 бывать

    ρ.δ.
    1. είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι•

    всегда так будет, как -ло πάντοτε έτσι θα είναι, όπως ήταν.

    2. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•

    таких вещей не -ют τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν.

    3. βρίσκομαι, είμαι•

    вечером я всегда -ю дома τα βράδια πάντοτε βρίσκομαι στο σπίτι.

    4. (συνδετικό ρήμα στο περιφραστικό κατηγόρημα)•

    -ет жаль, что...είναι κρίμα ότι...

    5. επισκέπτομαι• συχνάζω•

    он у нас часто -ет αυτός συχνά μας επισκέπτεται.

    (απρόσ.) συμβαίνει.
    εκφρ.
    как не -ло – σα να μην ήταν ή υπήρχε (εξαφανίστηκε τελείως, έγινε άφαντος)•
    как йи в чем не -ло – σα να μη συνέβαινε τίποτε•
    ничего не -лоπαλ. βλ. στη λ. ничуть.

    Большой русско-греческий словарь > бывать

  • 69 валка

    θ.
    1. κατάρρευση, γκρέμισμα, πέσιμο•

    валка старого дома κατάρρευση του παλιού σπιτιού.

    2. κύλιση. || γνάψη. || πίληση.

    Большой русско-греческий словарь > валка

  • 70 вертеть

    верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.
    1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•

    вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.

    || στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.
    τρυπανίζω.
    2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•

    она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.

    εκφρ.
    вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•
    как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω.
    2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•

    он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.

    || μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•

    разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...

    3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•

    не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.

    εκφρ.
    -ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•
    вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•
    как ни -ись – ό,τι και να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > вертеть

  • 71 видать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. виданный, βρ: -дан, -а, -о
    1. βλέπω,συναντώ, ανταμώνω, απαντώ•

    я не -ал его со вчерашнего дня δεν τον είδα από χτες.

    || γνωρίζω, περνώ, υποφέρω, δοκιμάζω•

    мы -ли и холод и голод υποφέραμε και κρύα και πείνα.

    2. βλ. видеть (1 σημ.)
    εκφρ.
    где это видано – που το είδες αυτό (επί απορίας, αγανάκτησης, αντικανονικότητας).
    βλέπομαι, συναντιέμαι.
    ρ.δ.
    (απλ.).
    1. απρόσ. φαίνομαι, είμαι ορατός•

    от сюда всё видно απ’ εδώ όλα φαίνον-νονται•

    ничего не видать τίποτε δε φαίνεται.

    2. προφανώς, πιθανόν, он дома πιθανόν αυτός να είναι σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > видать

  • 72 возможно

    επίρ.
    1. όσο το δυνατό(ν)•

    сделать возможно лучше κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα•

    принесите лекарство возможно скорее φέρτε φάρμακο όσο μπορείτε γρηγορότερα ή το ταχύτερο.

    2. απρόσ. είναι, υπάρχει η δυνατότητα.
    3. ίσως, είναι ενδεχόμενο, δυνατό, ενδέχεται, μπορεί, πιθανόν•

    возможно меня не будет дома завтра μπορεί αύριο να μην είμαι στο σπίτι, ίσως αύριο να λείπω από το σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > возможно

  • 73 впопыхах

    επίρ.
    γρήγορα, (στα) βιαστικά, εσπευσμένα. || στη βιασύνη, στη βιάση, σπεύδοντας•

    впопыхах я забыл деньги дома στη βιασύνη ξέχασα τα χρήματα στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > впопыхах

  • 74 вы

    (вас, вам, вас, вами, о вас) πλθ. της προσ. αντων. β’ προσώπου «ты» έσεις•

    это вы? εσείς είστε;•

    вчера вас не было дома χτες δεν ήσαστε σπίτι•

    благодарю вас σας ευχαριστώ•

    что с вами? τι έχετε; τι πάθατε; τι σας συνέβη;•

    какое вам дело τι σας ενδιαφέρει, τι σας νοιάζει, τι σας μέλει•

    я вами недоволен δεν είμαι ικανοποιημένος από σας•

    о вас много говорят γιά σας πολλά λένε•

    быть с кем на вы δεν έχω πολλές σχέσεις (θάρρος, οικειότητα) με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > вы

  • 75 выжить

    -живу, -живешь, ρ.σ.
    1. επιζώ, επιβιώνω, μένω ζωντανός, διαφεύγω τον θάνατο. || θεραπεύομαι.
    2. διαμένω, ζω, κατοικώ•

    он -ил дома около года αυτός έζησε στο σπύι ένα περίπου χρόνο.

    3. διώχνω, υποχρεώνω να φύγει•

    дурной запах -ил всех из комнаты η βρώμα τους έδιωξε όλους από το δωμάτιο•

    выжить со службы διώχνω (απολύω) από την υπηρεσία.

    4. υποφέρω, περνώ βάσανα, δοκιμασίες.
    5. διώχνω από το σπίτι.
    εκφρ.
    выжить из ума ή из памяти – γεροξεκουτιάζω, τα χάνω από τα γεράματα.

    Большой русско-греческий словарь > выжить

  • 76 высидеть

    -ижу, -идешь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. высиженный, βρ: -жен, -а, -о.
    1. κάθομαι, μένω, παραμένω πολύ, αρκετό Χρόνο.
    2. εκκολάπτω, νιλωασώ, επωάζω, βγάζω πουλάκια.
    3. αμ. μτφ. (απλ.) πετυχαίνω, κατορθώνω με την πάροδο του χρόνου.
    παραμένω πολύ χρόνο, επ’ αρκετόν•

    высидеть дома после болезни οικουρώ μετά την ασθένεια.

    Большой русско-греческий словарь > высидеть

  • 77 высиживание

    ουδ.
    1. παραμονή•

    высиживание дома η παραμονή στο σπίτι (οικουρία).

    2. κλώσσημα, επώαση.

    Большой русско-греческий словарь > высиживание

  • 78 высота

    θ.
    1. το ύψος, το ψήλος•

    высота дома το ύψος του σπιτιού•

    высота над уровнем моря το υψόμετρο• υψοδείχτης•

    высота полета το ύψος πτήσης•

    набирать -у πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι, υψώνομαι•

    в -е στα οψη•

    на -е 10 м. σε υψος 10 μ.

    2. ύψωμα, λόφος, βουναλάκι• κο•

    высота мантные -ы (στρατ;) τα δεσπόζοντα υψώματα.

    3. βαθμός• μέγεθος•

    высота давления ύψος πίεσης•

    температуры το ύψος της θερμοκρασίας•

    высота знаний το μέγεθος των γνώσεων•

    высота техники το ύψος της τεχνικής.

    εκφρ.
    быть ή оказаться на -е положения – στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων.

    Большой русско-греческий словарь > высота

  • 79 гость

    -я, γεν. πλθ. -ей.
    1. φιλοξενούμενος, επισκέπτης, μουσαφίρης•

    идти в -и πηγαίνω μουσαφίρης•

    быть в -ях φιλοξενούμαι•

    незванный гость ακάλεστος μουσαφίρης•

    желанный гость ευπρόσδεκτος μουσαφίρης•

    почетный гость τιμητός ξένος (φιλοξενούμενος)•

    вы у нас редкий гость σπάνια μας επισκέπτεστε, σαν τα χιόνια.

    || ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, προσκαλεσμένος.
    2. προσκαλεσμένος (σε συνέλευση, συνεδρίαση κ.τ.τ.)• места для -ей θέσεις για τους προσκαλεσμένους.
    3. έμπορος (συνήθως αλλοδαπός).
    εκφρ.
    из -ей прийти (вернутьсяκ.τ.τ.) έρχομαι από φιλοξενία•
    в -ях хорошо, а дома лучше – σπίτι μου σπιτάκι μου, φτωχοκαλυβάκι μου ή ιδία εστία πάντων άριστος παρμ.

    Большой русско-греческий словарь > гость

  • 80 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

См. также в других словарях:

  • ДОМА — ДОМА, нареч. На своей квартире, у себя в доме. Я по вечерам дома не бываю. Чувствуйте себя, как дома. «В гостях хорошо, а дома лучше.» погов. || На родине, в родных местах (разг.). У нас дома уже покос начался. Я был на побывке дома. ❖ Не все… …   Толковый словарь Ушакова

  • Дома по улице Фрунзе — Дома по улице Фрунзе, 53 57 Разрушенный немецкий дом по адресу ул. Фрунзе 53 57 Дома № 53 57 по улице Фрунзе (в разговорной речи известны как «Кройц аптека», по сохранившейся на одном из домов немецкой надписи нем. Kreuz Apotek)  …   Википедия

  • Дома вампиров в Блэйд: Сериал — В телесериале «Блэйд: Сериал», присутствует двенадцать кланоподобных групп названных «домами вампиров». Пять из них были названы: Дом Хтона (англ. Chthon) Дом Лайкена (англ. Leichen) Дом Армайи (англ. Armaya) Дом Саккары (англ. Saqqara) Дом… …   Википедия

  • Дома есть дома — Dahoam is Dahoam Жанр …   Википедия

  • Дома — У этого термина существуют и другие значения, см. Дома (значения). Коммуна Дома Dohma Страна Германия …   Википедия

  • Дома 1109 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1113 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1116 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1120 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1124 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома (значения) — Дома: Дома (нем. Dohma)  община в Германии. Дома  населённый пункт в Зимбабве. «Дома»  второй сольный альбом российского рэп исполнителя Гуфа. Дома народ в Зимбабве …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»