Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

да,+дома

  • 81 добраться

    -берусь, -бершься, παρλθ. χρ. -брался, -лась, -лось к. -лось ρ.σ.
    1. φτάνω, κατορθώνω να φτάσω, φτάνω με δυσκολία•

    -до дома κατορθώνω νά φτάσω ως το σπίτι•

    мы не могли добраться до вершины горы δεν μπορέσαμε ν' ανεβούμε ως την κορυφή του βουνού•

    наконец -лись до истины (μτφ.) επιτέλους φτάσαμε ως την αλήθεια•

    2. (απλ.) λογαριάζομαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς•

    погоди, я доберусь до тебя περίμενε, θα λογαριαστούμε.

    Большой русско-греческий словарь > добраться

  • 82 дойти

    дойду, дойдшь, παρλθ. χρ. дошл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. дошедший ρ.σ.
    1. φτάνω, πηγαίνω ως•

    дойти до дома пешком φτάνω ως το σπίτι πεζός•

    танк -шёл до моста το άρμα μάχης έφτασε ως τή γέφυρα•

    письмо ещё не -шло το γράμμα ακόμα δεν έφτασε.

    2. διαδίδομαι (για ήχο, μυρουδιά κλπ.)• выстрели -шли до нас οι πυροβολισμοί ακούστηκαν ως εμάς•

    весть -шла до них η είδηση έφτασε ως αυτούς•

    -шёл слух έφτασε η φήμη.

    || γίνομαι κατανοητός, αισθητός•

    лекция не -шла до меня τη διάλεξη δεν την κατάλαβα.

    3. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, ανεβαίνω, φτάνω ως•

    мороз -шёл до 22 градусов το ψύχος έφτασε στους 22 βαθμούς•

    дойти до совершенства φτάνω ως το τέλειο•

    любовь его -шла до безумия η αγάπη του έφτασε ως την τρέλλα•

    дойти до крайности φτάνω ως τα άκρα•

    вот до чего мы -шли! να που καταντήσαμε!дело -шло до того, что... η υπόθεση έφτασε σε σημείο που...

    4. έρχομαι•

    -дёт и до тебя очередь θα έρθει και σένα η σειρά.

    5. ψήνομαι, τηγανίζομαι• βράζω• γίνομαι•

    пирог -шёл η πίτα ψήθηκε.

    || ωριμάζω•

    помидоры -шли οι ντομάτες ωρίμασαν.

    6. κατορθώνω•

    он дошл своим умом до разрешения задачи αυτός μπόρεσε κι έλυσε το πρόβλημα μόνος του.

    εκφρ.
    дойти до сведения – πληροφορούμαι, φτάνει• στ' αυτιά μου•
    руки не -шли ή не доходят – δεν έχω καιρό (να πάνω κάτι,)..

    Большой русско-греческий словарь > дойти

  • 83 дом

    -а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.
    1. σπίτι, οικία•

    каменный дом πέτρινο σπίτι•

    деревянный дом ζυλόσπιτο•

    жилой дом κατοικία•

    в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•

    многоквартирный дом πολυκατοικία•

    загородной -εξοχικό σπίτι.

    2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•

    выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.

    3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•

    весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•

    в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•

    богатый дом πλούσιο σπίτι•

    хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.

    4. δυναστεία, οίκος•

    дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.

    5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•

    дом культуры σπίτι πολιτισμού•

    дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•

    детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•

    дом пионеров σπίτι των πιονέρων•

    родильный μαιευτήριο•

    βλ. ανωτ. детский дом.
    6. κατάστημα•

    банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•

    торговый дом εμπορικός οίκος•

    исправительный дом σωφρονιστήριο•

    игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•

    питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.

    εκφρ.
    на дом – στο σπίτι•
    брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•
    на –у – στο σπίτι, οίκοι•
    работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•
    отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > дом

  • 84 дорасти

    -расту, -стшь, παρλθ. χρ. дорос, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. доросший ρ.δ.
    1. μεγαλώνω, αναπτύσσομαι ως•

    дерево -лс до крыши дома το δέντρο έφτασε ως τη στέγη του σπιτιού.

    2. φτάνω στην ηλικία•

    он ещё не -рос, чтобы ходить в кино αυτός είναι ακόμα μικρός για να πηγαίνει στον κινηματογράφο•

    они не -сли до философии (μτφ.) αυτοί είναι μικροί ακόμα για φιλοσοφία.

    εκφρ.
    нос не -рос – (αστ.) είναι (είσαι κλπ.) μικρός ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > дорасти

  • 85 досуг

    α.
    1. σχόλη, απραξία• ευκαιρία, ανάπαυση•

    у него мало -а αυτός λίγο αναπαύεται•

    он свой досуг проводит дома αυτός τις ώρες της σχόλης τις περνά στο σπίτι του•

    я свой досуг посвящаю чтению τις ώρες της ανάπαυσης τις περνώ με το διάβασμα.

    2. ελεύθερος, διαθέσιμος χρόνος•

    сделайте это на -е φτιάξτε το όταν ευκαιρέσετε.

    3. ανακούφιση, αναψυχή.
    εκφρ.
    на -е – στη σχόλη, τις ώρες ανάπαυσης.

    Большой русско-греческий словарь > досуг

  • 86 друг

    1. -а, πλθ. друзья, -ей κ. παλ. други α. φίλος•

    старый друг παλαιός φίλος•

    любезный друг αγαπητέ φίλε•

    друг дома οικογενειακός φίλος•

    будь -ом ή будь друг (προσαγόρευση παρακλητική) φίλε μου.

    2. επ. βρ: από το•

    другой άλλος, ένας•

    друга ο ένας τον άλλον, αλληλο...• ненавидеть друг друга αλληλομισούμαστε•

    друг на друга ο ένας στον άλλον•

    друг за -ом ο ένας "κοντά στον άλλον•

    перед -ом ποιος περισσότερο•

    они стараются друг перед другом αυτοί προσπαθούν ποιος περισσότερο•

    друг с другом ο ένας με τον άλλον•

    друг около -а ο ένας δίπλα στον άλλον, παραπλεύρως•

    друг на -е ο ένας πάνω στον άλλον•

    против -а ο ένας κατά του άλλου•

    друг о –е ο ένας για τον άλλον•

    дама сам друг (χαρτπ.) η ντάμα τον αγαπά (τον ευνοεί η τύχη, είναι παιδί της τύχης).

    Большой русско-греческий словарь > друг

  • 87 заждаться

    -ждусь, -ждешься, παρλθ. χρ. заждался, -лась, -лось и. -лось
    ρ.σ..περιμένω πολύ χρόνο, κουράζομαι να περιμένω•

    пора пойти, дома наверно -лись меня πρέπει να πάω, στο σπίτι σίγουρα βαρέθηκαν να με περιμένουν.

    Большой русско-греческий словарь > заждаться

  • 88 закрыть

    -крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κλείνω•

    закрыть дверь κλείνω την πόρτα•

    закрыть зонтик κλείνω το ομπρελάκι•

    закрыть детей в комнате κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο.

    || φράζω, εμποδίζω τη διάβαση•

    закрыть путь κλείνω το δρόμο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    закрыть голову платком καλύπτω το κεφάλι με το μαντήλι•

    закрыть лицо руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια•

    туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι.

    3. σταματώ•

    закрыть воду κλείνω το νερό•

    закрыть свет σβήνω το φως•

    газ κλείνω το γκάζι•

    закрыть фабрику κλείνω τη φάμπρικα.

    || τελειώνω•

    закрыть собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση.

    εκφρ.
    закрыть глаза, – κλείνω τα μάτια (κάνω πως δε λέπω)•
    закрыть двери дома (перед кем ή для кого) – κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δεν τον δέχομαι στο σπίτι μου)•
    закрыть кавычки, скобки – κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση•
    закрыть счет – α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημάτων.
    1. κλείνομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.
    3. επουλώνομαι•

    рана -лась η πληγή έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > закрыть

  • 89 застать

    -тану, -танешь, προστκ. застань
    ρ.σ.μ. προκάνω, προφταίνω. || βρίσκω, πετυχαίνω•

    воина -ла его в афинах ο πόλεμος τον βρήκε στην Αθήνα•

    я ее -ал дома την πέτυχα στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > застать

  • 90 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 91 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 92 кругом

    επίρ.
    1. γύρω, ολόγυρα, τριγύρω, ολοτρόγυρα.
    2. ολοκληρωτικά, όλως• παντού•

    вы кругом виноваты για όλα φταίτε εσείς•

    кругом в долгих παντού (σ όλους) χρεώστης•

    я кругом прав έχω σ όλα δίκαιο•

    кругом обманут όλοι με απατούν.

    3. πρόθ. περί, πέριξ, γύρω, ολόγυρα.- дома γύρω από το σπίτι.
    εκφρ.
    -! – μεταβολή! (παράγγελμα)•
    повернуться кругом – κάνω μεταβολή•
    налево -! – κλίνατ επ αριστερά! (παράγγελμα).

    Большой русско-греческий словарь > кругом

  • 93 лад

    -а (ладу), προθτ. о -е, в -у, πλθ.α.
    1. αρμονία, σύμπνοια, ομόνοια, μόνιασμα•

    жить в -у ζω αρμονικά•

    быть не в -ах с... δεν τα πάω καλά με...• нет -у дома δεν υπάρχει ομόνοια στο σπίτι.

    2. τρόπος, υπόδειγμα, στυλ•

    на все -ы κατ όλους τους τρόπους•

    на другой лад сделать что-н. κατ άλλον τρόπον θα κάνω κάτι.

    3. (μουσ.) τόνος, σύνθεση μέλους, ωδής.
    4. τα διαστήματα (διαιρέσεις στη λαβή μουσικού οργάνου).
    5. πλθ. τα πλήκτρα (φυσαρμόνικας ή πνευστών οργάνων).
    6. σκαρί ζώων.
    εκφρ.
    не в -у ή не в -ах (жить, бытьκ.τ.τ.) σε διχόνοια•
    идти (пойти) на лад – στρώνω, ρεγουλάρω•
    ни складу ни -у – ασυναρτησίες.

    Большой русско-греческий словарь > лад

  • 94 лицевой

    επ.
    προσωπικός, του προσώπου•

    лицевой нерв το νεύρο του προσώπου•

    -ые мышцы μυώνες προσώπου.

    || μπροστινός, εμπρόσθιος, εξωτερικός, της πρόσοψης•

    -ая сторона материи η όρθα του υφάσματος, καλή μεριά•

    -ая сторона дома η πρόσοψη του σπιτιού•

    -ая сторона рукописи η μπροστινή σελίδα χειρογράφου.

    || μτφ. φαινομενικός, εξωτερικός.
    εκφρ.
    лицевой счёт – προσωπικός λογαριασμός.

    Большой русско-греческий словарь > лицевой

  • 95 мелкота

    θ.
    1. μικρότητα, λεπτότητα•

    мелкота букв το μικρό σχήμα των γραμμάτων.

    2. μτφ. μηδαμινότητα, ευτέλεια. || αθρσ. τα μικρά, οι μικροί•

    все взрослые на работе, дома осталось только мелкота όλοι οι μεγάλοι στη δουλειά, στο σπίτι έμειναν μόνο τα μικρά.

    Большой русско-греческий словарь > мелкота

  • 96 мимо

    1. επίρ. δίπλα, πλάι, κοντά• μπροστά•

    мимо прошёл знакомый κοντά μου πέρασε ένας γνωστός•

    он прошёл мимо моего дома αυτός πέρασε. προστά από το σπίτι μου•

    я прошёл мимо вас εγώ πέρασα κοντά σας•

    стрелять мимо цели αστοχώ στη βολή, ξεφεύγω λίγο από το στόχο.

    2. παρακάμπτοντας, αποφεύγοντας.
    3. πρόθ. παρά, κατ αντίθεση, χωρίς, άνευ•

    мимо воли παρά τη θέληση.

    εκφρ.
    пройти мимо – α) περνώ απαρατήρητα, β) περνώ χωρίς να θίξω, αντιπαρέρχομαι, αποσιωπώ•
    пропустить мимо ушей – κάνω πως δεν ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > мимо

  • 97 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

  • 98 наружность

    θ.
    εμφάνιση, θεωρία, θωριά• παρουσιαστικό όψη• φαινομενικότητα•

    у него прекрасная наружность αυτός έχει πολύ ωραία εμφάνιση•

    судя по -и κρίνοντας από την. εμφάνιση;•

    наружность обманчива το παρουσιαστικό είναι απατηλό•

    под прекрасной -ью он скрывает низкую душу αυτός κρύβει την ευτελή ψυχή του κάτω από την ωραία εμφάνιση.

    || το εξωτερικό (αντικειμένου)•

    наружность дома το εξωτερικό του σπιτιού.

    Большой русско-греческий словарь > наружность

  • 99 наружный

    επ.
    1. εξωτερικός•

    наружный вид дома η εξωτερική.όψη του σπιτιού•

    -ая поверхность η εξωτερική επιφάνεια•

    -ое лекарство φάρμακο εξωτερικής χρήσης.

    2. μτφ. φαινομενικός, εικονικός, πλαστός προσποιητός•

    -ое спокойствие φαινομενική ηρεμία.

    ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εξωτερικής χρήσης.

    Большой русско-греческий словарь > наружный

  • 100 нездорово

    επίρ.
    κακώς στην υγεία. || ως κατηγ. είναι ανθυγιεινό•

    нездорово пить много кофе είναι ανθυγιεινό το να πίνεις πολΰ καφέ.

    || ως κατηγ. όχι καλά• δυσάρεστα πράγματα•

    дома нездорово στο σπίτι συμβαίνουν δυσάρεστα.

    Большой русско-греческий словарь > нездорово

См. также в других словарях:

  • ДОМА — ДОМА, нареч. На своей квартире, у себя в доме. Я по вечерам дома не бываю. Чувствуйте себя, как дома. «В гостях хорошо, а дома лучше.» погов. || На родине, в родных местах (разг.). У нас дома уже покос начался. Я был на побывке дома. ❖ Не все… …   Толковый словарь Ушакова

  • Дома по улице Фрунзе — Дома по улице Фрунзе, 53 57 Разрушенный немецкий дом по адресу ул. Фрунзе 53 57 Дома № 53 57 по улице Фрунзе (в разговорной речи известны как «Кройц аптека», по сохранившейся на одном из домов немецкой надписи нем. Kreuz Apotek)  …   Википедия

  • Дома вампиров в Блэйд: Сериал — В телесериале «Блэйд: Сериал», присутствует двенадцать кланоподобных групп названных «домами вампиров». Пять из них были названы: Дом Хтона (англ. Chthon) Дом Лайкена (англ. Leichen) Дом Армайи (англ. Armaya) Дом Саккары (англ. Saqqara) Дом… …   Википедия

  • Дома есть дома — Dahoam is Dahoam Жанр …   Википедия

  • Дома — У этого термина существуют и другие значения, см. Дома (значения). Коммуна Дома Dohma Страна Германия …   Википедия

  • Дома 1109 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1113 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1116 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1120 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома 1124 км — Страна РоссияРоссия …   Википедия

  • Дома (значения) — Дома: Дома (нем. Dohma)  община в Германии. Дома  населённый пункт в Зимбабве. «Дома»  второй сольный альбом российского рэп исполнителя Гуфа. Дома народ в Зимбабве …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»