-
41 ὡραιότερον
ὡραῑότερον, ὡραῖοςproduced at the right season: adverbial compὡραῑότερον, ὡραῖοςproduced at the right season: masc acc comp sgὡραῑότερον, ὡραῖοςproduced at the right season: neut nom /voc /acc comp sg -
42 εὔκαιρος
εὔκαιρ-ος, ον,A well-timed, seasonable,λόγος Philem.113
;θάνατος Com.Adesp.116
; ὕδατα (rainfall) Thphr.HP8.7.6; nihil - ότερον epistula tua, Cic.Att. 4.7.1: c. inf., , cf. Epicur.Nat. 28.4; -ότερον ἔσται διελθεῖν J.AJ12.9.7
; τὸ εὔκαιρον, = εὐκαιρία, D.H. Din.7;τὸ μέτριον καὶ τὸ εὔ. ἐν ἡδοναῖς Aristo Stoic.1.86
; εὔκαιρον ἀείσας in season, Pl.Epigr.5.5.II of places, convenient, well situated,τόποι PPetr. 2p.28
(iii B.C., [comp] Sup.), cf.Plb.4.38.1 ([comp] Sup.), D.S.1.63, etc.III rich, wealthy, dub.l. in St. Byz.s.v. Χαττηνία.IV Adv. - ρως seasonably, opportunely, Hp.Medic.3, Nico 1, PCair.Zen. 38.28 (iii B.C.), al., etc.;εὐ. χρῆσθαί τινι Isoc.5.143
;εὐ. ἔχειν πρός τι Id.11.12
, Arist.HA 582a28; favourably, propitiously, PCair.Zen.46 (iii B.C.), POxy. 2086r.6 (ii A.D., εὐκερως Pap.): [comp] Comp. - ότερον Pl.Phd. 78a: [comp] Sup. - ότατα Plb.5.63.13.2 οὐκ-ρως ἔχειν to have no leisure, Id.5.26.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκαιρος
-
43 ούτερον
ἕτερον, ἕτεροςD Mort.masc acc sgἕτερον, ἕτεροςD Mort.neut nom /voc /acc sgὄτερον, ὄτεροςyatarás: masc acc sgὄτερον, ὄτεροςyatarás: neut nom /voc /acc sg -
44 οὕτερον
ἕτερον, ἕτεροςD Mort.masc acc sgἕτερον, ἕτεροςD Mort.neut nom /voc /acc sgὄτερον, ὄτεροςyatarás: masc acc sgὄτερον, ὄτεροςyatarás: neut nom /voc /acc sg -
45 τούτερον
ἕτερον, ἕτεροςD Mort.masc acc sgἕτερον, ἕτεροςD Mort.neut nom /voc /acc sgὄτερον, ὄτεροςyatarás: masc acc sgὄτερον, ὄτεροςyatarás: neut nom /voc /acc sg -
46 τοὔτερον
ἕτερον, ἕτεροςD Mort.masc acc sgἕτερον, ἕτεροςD Mort.neut nom /voc /acc sgὄτερον, ὄτεροςyatarás: masc acc sgὄτερον, ὄτεροςyatarás: neut nom /voc /acc sg -
47 εὔφημος
I abstaining from inauspicious words, i.e. religiously silent,εὔφημον.. κοίμησον στόμα A.Ag. 1247
;γλῶσσαν εὔ. φέρειν Id.Ch. 581
; so perh.εὔ. γόοι Id.Fr.40
; εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες moving the lips of reverent thought, i.e. keeping a holy silence, S.OC 132 (lyr.); so ὑπ' εὐφήμου βοῆς, i.e. in silence, Id.El. 630; εὔφημα φώνει, = εὐφήμει, Id.Aj. 362, 591, E.IT 687;εὔφημος ἴσθι S.Fr. 478
;εὔ. πᾶς ἔστω λαός Ar.Th.39
(anap.).2 mild, softening (cf.εὐφημία 11.1
, εὐφημισμός), ἐν-οτάτοις ὀνόμασι.. κατονομάζειν Pl.Alc.2.140c
; πρὸς τὸ -ότατον, Lat. in meliorem partem, Luc.Prom.Es3. Adv. [comp] Comp. - ότερον Eust. 1398.49.II in positive sense, fair-sounding, auspicious,μῦθοι Xenoph.1.14
; ; ;εὔφημοι κέλαδοι E.Tr. 1072
(lyr.); (lyr.);Μούσης ἀνοίγειν.. εὔφημον στόμα Ar.Av. 1719
; εὔ. πόνοι pious, holy, E. Ion 134 (lyr.); ; ᾠδῆς γένος, ἐρωτήματα, Pl.Lg. 800e, Hp.Ma. 293a, cf. Ep.Phil.4.8;πλοῦς Iamb.VP3.16
([comp] Sup.). Adv. - μως with or in words of good omen, h.Ap.171 (dub. l.), A.Eu. 287, IG12.108.55, Pl.Phdr. 265c: [comp] Comp. - ότερον Aristaenet.2.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔφημος
-
48 εὔφωνος
εὔφων-ος, ον,A sweet-voiced, musical,Πιερίδες Pi.I.1.64
; ; sweettoned, ; ; εὔ. θαλίαι accompanied with sweet songs, Pi.P.1.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔφωνος
-
49 ζωρός
ζωρός, όν,A pure, sheer, prop. of wine without water, like ἄκρᾱτος, ζ. μέθυ A.R.1.477;πόμα AP12.50
(Asclep.); πότος Hippoloch. ap. Ath.4.129d: abs., ζωρός (sc. οἶνος) AP6.105 (Apollonid.), etc.: [comp] Comp., ζωρότερον δὲ κέραιε mix the wine more pure, i.e. add less water, Il.9.203, cf. Arist.Po. 1461a14;κεράσας ζωρότερον 'Ομηρικῶς Ephipp.10
; so later- ότερον πίνειν Hdt.6.84
; and in the sense drink hard,ζ. πιεῖν Thphr.Char.4.6
, cf. Ael.VH13.4, Luc.Tim.54, etc.;πίνειν-οτέρῳ χρώμενον οἰνοχόῳ Antiph.149
; ζωρὸν δέπας a cup of sheer wine, AP11.28 (Marc. Arg.); ζωρὸν πέλαγος a sea of wine, ib.7.457.6 ([place name] Aristo); ζωρότερον κισσύβιον ib.5.288.4 (Agath.); of drugs, Luc. DMort.7.1, Nav.45;διδόναι τι ζωρότερον ἐσθίειν Hp.Nat.Mul.69
;- ότερον γάλα Ruf.Fr.118
: metaph.,ζωροτάτη μανίη AP7.30
(Antip. Sid.). (In Philum.Ven.2.3, 4.2 ζωρός is opp. ἄκρατος, and so perh. in Emp.35.15, but the reading is doubtful.) -
50 καινός
A new, fresh,ἔργα οὔτ' ὦν κ. οὔτε παλαιά Hdt.9.26
;κ. ὁμιλία A.Eu. 406
; κ. λόγους φέρειν to bring news, Id.Ch. 659; τίδ' ἐστὶ κ.; S.OC 722, cf.Ph.52;τὰ κ. τοῖς πάλαι τεκμαίρεται Id.OT 916
; ; ἢ βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι, "λέγεταί τι κ.;" D.4.10; γένοιτ' ἄν τι -ότερον ἤ.. ibid.; ἐκ καινῆς (sc. ἀρχῆς) anew, afresh, Th.3.92, Thphr.CP5.1.11, Jahresh.23 Beibl.91 (Pamphyl., i A. D.), etc. (also (iii A. D.)); esp. of new dramas,τραγῳδῶν γιγνομένων καινῶν Aeschin.3.34
; briefly τραγῳδοῖς κ. at the representation of the new tragedies, Docum. ap. D. 18.54; τραγῳδῶν τῇ κ. [ ἐπιδείξει] ib.55; καινῇ κωμῳδῶν, τραγῳδῶν, CIG 2759iii ([place name] Aphrodisias); but κ. κωμῳδία, τραγῳδία, of a new style of drama, IG7.1773 (Thebes, ii A.D.).2 newly-made, κύλικες, τριήρης, ὀθόνια, οἶνος, SIG1026.26 (Cos, iv/iii B. C.), IG22.1623.289, PLond.2.402v12 (ii B. C.), Ostr.1142.4 (iii A. D.).3 Adv. - νῶς newly, afresh, Alex.240.4.II newly-invented, novel,καινότεραι τέχναι Batr.116
;κ. προσφέρειν σοφά E.Med. 298
;ἔνθα τι κ. ἐλέχθη Philox.3.23
;οὐκ ἀείδω τὰ παλαιά, καινὰ γὰρ ἀμὰ κρείσσω Tim.Fr.21
; κ. θεοί strange gods, Pl.Euthphr.3b;κ. δαιμόνια Id.Ap. 24c
;κ. τινες σοφισταί Id.Euthd. 271b
;κ. καὶ ἄτοπα ὀνόματα Id.R. 405d
; καινὰ ἐπιμηχανᾶσθαι innovations, X.Cyr.8.8.16; οὐδὲν -ότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων he introduced as little of anything new as others, Id.Mem.1.1.3, cf. Pl.Phd. 115b;πεπόνθαμεν -ότατον D.35.26
; τὸ κ. τοῦ πολέμου prob. f.l. for κενόν (v. κενός), Th.3.30; οὐ καινόν nothing to be surprised at, Hp.Int.17; τὸ -ότατον what is strangest, parenthetically, Luc.Nigr.22, al.; . Adv., μὴ σὺ -νῶς μοι λάλει in new, strange style, Alex.144, cf. Pl.Phdr. 267b: [comp] Comp.-οτέρως, νοῆσαι περί τινος Arist.Cael. 308b31
; without precedent,- νῶς κατακριθῆναι OGI669.46
,49 (Egypt, i A. D.).III κ. ἄνθρωπος, = Lat. novus homo, Plu.Cat.Ma.1; πράγματακ., = res novae, Id.Cic.14, cf. 2.212c. -
51 μακρός
A long, whether of Space or Time,I of Space,1 in length, long,δόρυ Il.7.140
; νέες, νῆες μ. ships of war, Hdt.7.21, Th.1.41, etc. (collect. in sg., A.Pers. 380);πλοῖα μ. Hdt. 5.30
, Th.1.14; ἐπὶ τὰ -ότερα measured by the longer sides, i. e. length-wise, Hdt.1.50; τὰ μ. τείχη the long walls of Athens, Th.8.71, etc.;ἐν τῷ μακρῷ σκέλει τῷ πὸτ τῷ Ποτειδανίῳ SIG247 iii 11
(Delph., iv B. C.); ἡ μακρά (sc. γραμμή), line traced by δικασταί to indicate the heavier penalty, Ar.V. 106; ὁ μ. δρόμος the long-distance torch-race, SIG 1068.9 (Patmos, iii/ii B. C.), al., OGI339.83 (Sestos, ii B. C.).2 in height, tall, high, μ. Ὄλυμπος, οὔρεα, δένδρεα, κίων, Il.15.193, 13.18,9.541, Od.1.127, etc.; of a man, , cf. 18.195;μ. πύκτης PLond.3.1158.6
(iii A. D.).3 in distance, long, far, remote,κέλευθος Il.15.358
; ;ναυτιλίαι Hdt.1.1
; ; μ. ἐπιβοήθειαι long marches to aid, X.Cyr.5.4.47; remote, ; τὰ μακρότατα the remotest parts, Hdt.2.32: freq. in neut. sg. and pl. as Adv., μακρὰ βιβάς, βιβάσθων, with long strides, Il.7.213, 13.809; μακρὰ ῥίψαις, δισκήσαις, Pi.P.1.45, I.2.35; -ότερον σφενδονᾶν X.An.3.4.16
; μακρὸν ἀῧσαι, βοᾶν, to shout so as to be heard afar, i. e. loudly, Il.3.81, 2.224;μακρὰ μεμυκώς 18.580
;μακρὸν ἠχεῖν Pl.Prt. 329a
;κλάειν σε μακρὰ κελεύσας Ar.Eq. 433
(v. κλαίω and infr. v); later by analogy,μακρὰ χαίρειν φράσας τῷ ναυπηγῷ Luc.Nav.2
, cf. Apol.3, al., D.C.46.3; cf. μακράν.4 generally, large in size or degree, great,ἤπειρος A.Eu.75
;ὄλβος Pi.P.2.26
; ; , cf. 1297b4 ([comp] Sup.); οὐσία ib. 1290b16, 1321a11;μακροτέρα ἀρετά Pi.I.4(3).13
;ἐλπίσαντες μακρότερα μὲν τῆς δυνάμεως, ἐλάσσω δὲ τῆς βουλήσεως Th.3.39
; μ. τραπεζῖται, perh. big bankers, Cat.Cod. Astr.7.222.5 dat. μακρῷ, to strengthen [comp] Comp. and [comp] Sup., by far,μ. πρῶτος Hdt.1.34
;ἄριστος μ. Id.9.71
;ἀσθενεστέρα μ. A.Pr. 514
, cf. Pl.Phlb. 66e;μ. μάλιστα Hdt.1.171
, cf. A.Eu.30, etc.;κάκιστα δὴ μ. S.Ant. 895
: also with Verbs implying comparison,ἀριστεύει μ. A.Pr. 890
(lyr.), cf. D.H.1.2.II of Time, long (Hom. only in Od.), ἤματα, νύξ, 10.470, 11.373; αἰών v. l. in Pi.N.3.75;μ. χρόνος Hdt.1.32
, etc.; οὐ μ. χρόνου for no long time, S.Ant. 1078, etc.;διὰ μ. χρόνου A.Pers. 741
(troch.);ἐν χρόνῳ μ. S.OC88
, etc.;δι' αἰῶνος μ. A.Supp. 582
(lyr.);τὸν μ. βίον Id.Pr. 449
;τοῦ μ. βίου S.Aj. 473
; μηνὶ -ότερος by a month, Hdt.1.32; μακρῷ (cf. 1.5)πρότερον Gal.8.958
; μ. ἐέλδωρ a long-cherished wish, Od.23.54; μ. γόοι, ὀδύρματα, S.El. 375, E.Hec. 297.2 long, tedious, Pi.N.4.33, etc.; , Th. 3.60, etc.; μακρὰν ἔοικε λέξειν (sc. ῥῆσιν) Ar.Th. 382;οὐδὲ εἷς Ὅμηρον εἴρηκεν μακρόν Philem.97.7
; μακρόν [ἐστι] c. inf., Lat. longum est, Pi.I.6(5).56;μ. ἂν εἴη γράφειν X.Ages.7.1
. Adv. -ρῶς, λέγεσθαι Antiph. 268
: [comp] Comp. - ότερον, ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen. 48.4 (iii B. C.), cf. Philippid.21.3 Gramm., long in quantity, , D.H.Comp.15; μακρά (sc. συλλαβή), ἡ, A.D.Pron.92.12;ἡ φύσει μ. Id.Adv.179.16
: [comp] Comp.,φωνήεντι μακροτέρῳ Arist.Po. 1458a1
; also μακρά (sc. προσῳδία), ἡ, mark of long quantity, S.E.M.1.113, D.T.Supp.674.7; . 6.III neut. with Preps. in adverb. sense, διὰ μακροῦ (sc. χρόνου ) after a long time, long delayed, E.Hec. 320, Ph. 1069; οὐ διὰ μακροῦ not long after, Th.6.15,91, Pl.Alc.2.151b (also of place,οὐ διὰ μ. τῆς Ῥώμης D.H.9.56
);διὰ μακρῶν E.Fr.420.1
;διὰ μακρᾶς Phalar.Ep. 69.1
; but διὰ μακρῶν at great length, Pl.Grg. 449b, etc.;διὰ μακροτέρων Isoc.4.106
; μικρῷ διὰ μ. at somewhat greater length, Arist. Pol. 1279b11.2 ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται for no long time, Pi. P.3.105; ἐς τὰ μακρότατα to the utmost, Th.6.31; v. μακράν 11.3 ἐπὶ μακρόν far, a long way,πορεύεσθαι X.Cyr.5.4.47
; of Time, Call. Del. 255;ὅσον ἐπὶ μακρότατον οἷοί τε ἐγενόμεθα ἐξικέσθαι ἀκοῇ Hdt. 4.16
, cf. 2.34 ( ἐπὶ omitted 1.171 codd.);τοσόνδε ἐπὶ μ. ἐπυθόμην Id.2.29
; ἐπὶ μακρότερον yet more, Th.4.41.IV regul. [comp] Comp. and [comp] Sup., v. supr.: irreg. [comp] Comp. μάσσων, [comp] Sup. μήκιστος, v. sub vocc.V Adv. - ρῶς at great length, opp. συντόμως, Arist.Rh. 1416b4; slowly, Plb.3.51.2; μ. ἔχειν τοῖν σκέλοιν have long legs, Philostr.Gym.31; of pronunciation, D.H.Comp.15;μ. ἐκφέρειν συλλαβήν Str.13.1.68
: but the Adv. is usu. expressed by neut. μακρόν or μακρά, cf. supr. 1.3; μακρὰ κλάειν to howl loudly, Ar.Th. 211;οἰμώξει μ. Id.Av. 1207
, Pl. 111;ὀτοτύζεσθαι μ. Id.Lys. 520
; τί μακρὰ δεῖ λέγειν; Antiph.33.5; also by μακράν (v. sub voc.); or by neut. with a Prep., v. supr. 111: for [comp] Comp. and [comp] Sup. of the Adv., v. μακροτέρως, μακροτάτω: neut. pl. - ότερα as Adv., Pl.Phdr. 250c, al.— Fem. μακρά not to be confused with μάκρα (q. v.). (Cf. Avest. mas-'long', Lat. ma?μακρόςXcer.) -
52 μετέωρος
A raised from off the ground,τάφον ἑωυτῇ κατεσκευάσατο μ. Hdt.1.187
;σκέλεα δὲ.. κατακρέμαται μ. Id.4.72
;μ. ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας X.An.1.5.8
; πῆχυς μ. an arm hanging (without support from a bandage), Hp.Fract.7; μ. αἰωρηθῆναι, of a man, Id.Art.70: freq. of anatomical structures, unsupported, Gal.2.469, al.; τὰ μ. οἰκήματα, opp. τὰ ὑπόγαια, Hdt.2.148; -ότερος.. τῶν σαύρων raised higher than.., above.., of the chamaeleon, Arist.HA 503a21; of high ground,τῶν χωρίωντὰ-ότατα Th.4.32
; ἀπὸ τοῦ μ. ib. 128, cf. D.55.29 ([comp] Comp.); χωρία νέμεσθαι -ότερα, opp. ἑλώδη, Arist.HA 596b4;τὰ -ότατα μέρη Protagorid.4
; κατὰ τὸ μ. τοῦ ποταμοῦ as one looks up the river, Paus.8.30.2.2 on the surface,ἀπὸ τοῦ -οτάτου IG22.1668.8
: hence, prominent, of eyes, X.Cyn.4.1; of roots, running along the ground, opp. βαθύρριζος, Thphr.HP3.10.3, CP1.3.4, 5.9.8; ἀλγήματα μ. superficial pains, Hp.Aph.6.7;τομαί Id.Loc.Hom.13
; πνεῦμα μ. shallow, not deep, Id.Epid.3.1.ζ, Gal.7.946; - ότερον ἄσθμα more rapid breathing, Phld.Ir.p.27 W.; also μ. ὀχετοί open, surface drains, Arist.Ath.50.2, OGl483.62 (Pergam., ii B.C.).II = μετάρσιος, in mid-air, high in air,ἀνακινῆσαί τινα μ. Hdt.4.94
;ἆραί τινα μ. Ar.Eq. 1362
;μ. αἴρεσθαι Id. Pax80
; Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μ. poised on high, Id.Nu. 264;ἀφικνεῖ μ. ὑπ' αὔρας Cratin. 207
; τὰ μ. χωρία the regions of air, Ar.Av. 818, cf. 690; κρεμασθεὶς καὶ βλέπων μ. looking into mid-air, Pl.Tht. 175d; of birds,μ. ἀεὶ μένειν ἀδύνατον Arist.IA 714a21
; of fish,μ. πέτεσθαι Id.HA 535b28
; μ. νεῖν swim near the surface, ib. 602b22; τὰ μ. things in the heaven above, astronomical phenomena, Hp.VM1; οὐ γὰρ ἄν ποτε ἐξηῦρον ὀρθῶς τὰ μ. πράγματα, says Socrates, Ar.Nu. 228, cf. 1284; τὰ μ. φροντιστής, of Socrates, Pl.Ap. 18b;ἀλαζονεύεται περὶ τῶν μ. Eup.146b
;τὰ μ. καὶ τὰ ὑπὸ γῆς Pl.Ap. 23d
, cf. Epicur.Ep.1p.27U., etc.: [comp] Comp., οἶσθα -ότερόν τι τῶν θεῶν; X.Smp.6.7. Adv. -ως Philostr.VA4.21.2 on the high sea, of ships,καθορῶσι τὰς.. ναῦς μ. Th.1.48
;αἱ δὲ μ. ὥρμουν Id.4.26
;μίαν ναῦν ἀπολλύασι μ. Id.8.10
; of persons,ὅσοι μὴ μ. ἑάλωσαν Id.7.71
;μ. πλεῖν Str.2.3.4
.3 of a horse, high-stepping,πομπικῷ καὶ μ. καὶ λαμπρῷ ἵππῳ X.Eq.11.1
.4 generally, unsettled, fermenting, undigested,μ. καὶ ἄπεπτα καὶ ἄκρητα Hp.VM19
; inflated,ὑποχόνδρια Id.Aph.4.73
.III metaph., of the mind, buoyed up, in suspense,Ἑλλὰς ἅπασα μετέωρος ἦν Th.2.8
;μετεώρῳ <τῇ> πόλει κινδυνεύειν Id.6.10
;μ. ταῖς διανοίαις Plb.3.107.6
, etc.; μ. ταῖς ἐπιβολαῖς ἐπὶ πόλεμον eager for.., Id.5.101.2;πρὸς ἐλπίδας Id.5.62.1
; ἐπί τινος or τινι, Luc.Dem.Enc.28, Merc.Cond.15;μ. πορεύῃ εἰς Ἀθήνας Arr.Epict.3.24.75
, cf. Jul.Or.3.122d; haughty, puffed up, Plb.3.82.2, LXX 2 Ki.22.28;γαῦρος καὶ μ. Luc.Nigr.5
; μετέωρε 'proud one', AP5.20 (Rufin.); of style, inflated, opp. ὑψηλός (sublime), Longin.3.2: also in good sense, τὸ μ. καὶ πομπικόν (cf. 11.3) elevation of style, D.H.Is.19.2 of conditions, uncertain,τῶν πραγμάτων ὄντων μ. D.19.122
;ὁπηνίκα ἂν τὰ τῆς βασιλείας μ. ᾖ Hdn. 2.12.4
; unsettled,χρόνος μ. καὶ κινδυνώδης Heph.Astr.2.28
, cf. 33. Adv. - ρως, ἔχειν Plu.Cim.13
.3 of contracts, transactions, suits, etc., in suspense, pending,δικαστήριον τὸ διαλῦσον τὰ μ. συμβόλαια Supp.Epigr.1.363.9
(Samos, iii B.C.);μ. οἰκονομίαι POxy.238.1
(i A.D.), cf.PFay.116.12 (ii A.D.); ; μετέωρα, τά, unfinished business, PRyl.144.10 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετέωρος
-
53 περίεργος
περίεργος, ον,A taking needless trouble, Lys.12.35;γραμματικῶν π. γένη AP11.322
(Antiphan.). Adv.- γως Hp.Decent.7.2 officious, meddlesome, Isoc.5.98, X.Mem.1.3.1, Men.Sam.85; π. εἰμι I am a busy-body, Id.Epit.45; περίεργα βλέπειν look curiously at, c. acc., AP 12.175 (Strat.), cf. Hdn.5.3.8 ([comp] Comp.).3 of an inquiring mind, Arist.Resp. 480b27; inquisitive, curious, Hdn.4.12.3 ([comp] Sup.);π. παιδία Gal.6.635
; τὸ π. Luc.Alex.4. Adv.- γως, ἔχειν Astramps.Orac.p.1
H.: [comp] Comp. - ότερον, ἔχειν πρός τινα Jul.Or.4.130d
.II [voice] Pass., overwrought, elaborate, ὀδμή (perfume) Hp.Praec.10; ;ζωγράφημα Plu.2.64a
; τὸ τῆς κόμης π. Luc.Nigr.13; esp. of language or style, ὀνόματα, λόγοι, Aeschin.3.229, D.H.Lys.14;τὸ π. Θουκυδίδου Id.Vett.Cens.3.2
: [comp] Comp., -οτέρα λέξις Id.Is.3
. Adv.- γως Antyll.
ap. Orib.9.14.7 : [comp] Comp.-ότερον, ἠσκημένος τὴν κόμην Arr.Epict.3.1.1
;ἐξορχεῖσθαι Hdn.5.5.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίεργος
-
54 τρανής
τρᾱνής, ές,A clear, distinct,ἴσμεν γὰρ οὐδὲν τ., ἀλλ' ἀλώμεθα S.Aj. 23
, cf. Demetr.Lac.Herc.1013.5;χρόαι τρανεῖς Phld.Sign.10
: [comp] Comp. ;- εστέρα ἡ ὄψις τῆς ἀκοῆς Phlp.
in de An. 229.12: [comp] Sup.- έστατος Phld.D.3.14
:—later [full] τρᾱνός, ή, όν, Moschio Trag.8, D.H.Comp.22, Plot.6.6.17;διάνοια Metrod.Herc.831.4
: [comp] Comp.- ότερος Ph.1.16
, Plu.2.378a;- οτέρα ζωή Plot.1.4.2
, 6.7.5;- ότερα τὰ περὶ τῶν περισκίων Str.2.5.43
;- οτάτη κρίσις Ptol.Judic. 7
; brighter,Archig.
ap. Aët.6.55.2 of Hermes, Corn.ND16.II Adv., τρανῶς εἰδέναι, ἐρεῖν, μαθεῖν, ἀποδεῖξαι, A.Ag. 1371, Eu.45, E.El. 758, Rh.40 (lyr.), cf. Plu.Dem.15, etc.; also [full] τρανόν,μάλα τ. ἐπιδών με Hp.Ep.17
: [comp] Comp.-ότερον, εἰπεῖν Phld.Rh.1.336
S., cf. Ph.2.326, AP9.298 (Antiphil.): [comp] Sup.- ότατα S.E.M.7.404
, Theol.Ar.33 (dub.), Iamb.in Nic.p.118 P. -
55 φιλόστοργος
A loving tenderly, affectionate, freq. of family affection, X.Cyr.1.3.2, Theoc.18.13, etc.; of a nurse, Sor.1.88; of horses, Arist.HA 611a12;γένος ἀετῶν πρὸς τοὺς τρέφοντας φ. Ael.NA2.40
; title of two queens named Athenais, IG22.3426.3, 3428.5;φ. εἰς ἀλλήλους Ep.Rom.12.10
;περί τινα Plu. Cleom.1
(dub. constr.);φ. πρὸς τὰ τηλικαῦτα Id.2.608c
: [comp] Comp., nihil- ότερον Cic.Att.13.9.1
: [comp] Sup.,- οτάτη διαφερόντως πρός τινα OGI 331.46
(Pergam., ii B. C.):—τὸ φ., = φιλοστοργία, X.Ages.8.1, Plu.Sol. 7;τὸ ποτὶ τὰν πατρίδα φ. Abh.Berl.Akad.1925(5).28
(Cyrene, i B. C./i A. D.). Adv. ;εὐσεβῶς τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς διακείμενος καὶ φ. πρὸς τοὺς γονεῖς OGI229.6
(Smyrna, iii B. C.), cf. BMus.Inscr.925b12 (Branchidae, i B. C.), Plu.Fab.21; φ. ἔχειν πρός .. J.AJ4.6.8; literaeφ.
scriptae,Cic.
Att.15.17.2: [comp] Comp.- ότερον Gp.16.21.6
: [comp] Sup.- ότατα Iamb.VP7.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόστοργος
-
56 ἄγροικος
A dwelling in the fields, ζὧα, opp. ὄρεια, Arist.HA 488b2; esp. of men, countryman, rustic, Ar.Nu.47; in Attica, οἱ ἄ., = γεωμόροι (q. v.), Arist.Ath.13.2, D.H.2.8: mostly with the collat. sense of boorish, rude, Ar.Nu. 628, 646, etc., cf. Thphr. Char.4;μέλος -ότερον Ar.Ach. 674
;ἄ. σοφία Pl.Phdr. 229e
, cf. Isoc.5.82 ([comp] Comp.), Arist.EN 1128a9; of fortune, Apollod.Car.5.14; ἄ. Δημοσθένης, of Dinarchus, D.H.Din.8. Adv. : [comp] Comp. , X.Mem.3.13.1; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγροικος
-
57 ὀκνηρός
A shrinking, timid,ἐλπίδες -ότεραι Pi.N.11.22
;ἀσθενέας καὶ ὀ. Hp.Acut.28
;- ότερος ἐς τὴν πρᾶξιν Antipho 2.3.5
;ἐς τὰ πολεμικὰ -ότεροι Th.4.55
, cf. 1.142 ; esp. from fear, opp. τολμηρός, D.25.24 ;τὸ θῆλυ -ότερον Arist.HA 608b13
. Adv.- ρῶς
reluctantly,X.
An.7.1.7 ;ὀ. διακεῖσθαι D.10.28
: [comp] Comp.- ότερον X.Cyr.1.4.6
.2 idle, sluggish, Hierocl.Facet.211, al.II of things, causing fear, vexatious, troublesome,ἡμῖν μὲν.. ταῦτ' ὀκνηρά S.OT 834
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκνηρός
-
58 ἀλλά
ἀλλά A not combined with another particle.1 following a neg. sentence, clause; clarifying a previous denialοὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ ἄδακρυν νέμονται βίοτον O. 2.65
κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ O. 2.96
οὐδἔλαθ' Αἴπυτον. ἀλλ ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν O. 6.37
ἐκέλευσεν μὴ παρφάμεν, ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67
οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλἅμα O. 8.45
εὔχομαι μὴ θέμεν, ἀλλ O. 8.87
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας· ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9
σὐ δύναται νήπιοι κόσμῳ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83
μή τινα λειμόμενονμένεινἀλλ P. 4.186
ὃς οὐ ἀφίκετοἀλλ P. 5.30
κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν· ἀλλὰ κρέμαται P. 5.34
οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
οὔθἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων τέρψιας ἀλλ P. 9.20
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος P. 12.30
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32
οὐ λαθὼνἭραν ἐγκατέβα, ἀλλὰ θεῶν βασίλεα N. 1.39
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ·ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ N. 5.2
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζοᾶς ἐφαπτοίμαν N. 8.35
οὐδὲ Κρονίων στείχειν ἐπώτρυν, ἀλλὰ φείσασθαι κελεύθου N. 9.
20.δένδρεά τοὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ' ἐναμείβοντι N. 11.42
σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ· ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν N. 11.44
οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλἐφἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.26
οὐδέ ποτε ὑπέστειλἱστίον. ἀλλἐπέρα I. 2.41
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι I. 4.50
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χέρσιν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης· ἀλλ Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον (νῦν ἄρχεται τῶν ἐπὶ μέρους, ἀκριβῶς τὸ ὅλον προεκθείς. Σ.) I. 6.35τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον, ἀλλά οἱ I. 8.57
οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν ἀλλ' ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς Pae. 6.128
ἔριν οὐ παλίγλωσσον ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν Παρθ. 2.. οὐ κό]ρῳ ἀλλ ἀρετᾷ (e Σ supp. Lobel.) fr. 169. 15.2 without preceding negative; modifying a previous statementaἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος O. 2.95
ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61
οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυᾴταν ὑπερᾴφανον ὦρσεν P. 2.28
ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89
ἀλλ' ἐπεὶ P. 3.38
ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφίᾳ δέδεται P. 3.54
“οὐδ' ἀπιθησέ νιν, ἀλλ” P. 4.36οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί ἀλλ ἅπαν νῶτον καταίθυσσον P. 8.83
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον. ἀλλἐν ἕκτᾳ P. 4.132
“ἔσομαι τοῖος· ἀλλ' ἤδη P. 4.157
ἀλλἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96
ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36
[ ἄτᾳ codd.: ἀλλ coni. Boeckh. P. 11.55]ἀλλἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18
εὗρεν θεός· ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὀνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22
ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοιφύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν N. 7.44
ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν N. 10.68
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.29
ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14
ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν·ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει I. 4.23
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν· ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37
ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν I. 8.11
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30
(Delos floated on the waves,) ἀλλἁ Κοιογένης ὁπότ' ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν κίονες fr. 33d. 3.ὄλβον ἐγκατέθηκαν. ἀλλὰ[ ]ἐπέπεσε μοῖρα Pae. 2.63
ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν οὔτε Pae. 6.105
ἀλλά μιν Κρόνου παῖδες ἔκρυψαν Pae. 8.72
σῶμα δ ἐστὶ θνατόν. ἀλλ ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος, ζώει Παρθ. 1. 16. (a description of those that do not love Theoxenos,) ἀλλἐγὼ τάκομαι fr. 123. 10.b where the qualification provides a climax, cf. 3. b. infra.ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει, Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34
c simply introducing a new attitudeἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς O. 10.86
ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἄροτρον σκίμψατο P. 4.224
ἀλλεὔχεται P. 4.293
3 introducing imperative, simm.a imperative proper.ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17
ἀλλὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.12
ἀλλὰ Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (v. l. ἀλλὦ.) O. 4.6ὦ Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22
ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, τίμα μὲν ὕμνου τε-θμὸν O. 7.87
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.9
ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.5
ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός, ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν O. 10.3
ἀλλ' ὅμως, κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85
“ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” P. 4.152ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8
ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21
“ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ” I. 8.35b where the imperative denotes a climax. cf. 2b supra ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Σκυρίαι δὲ. ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ματεύειν ( ἀλλά om. codd. Athenaei.) fr. 106. 6.c where the following sentence has imperative force “ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι σαφέως.” P. 4.116 cf. I. 8.35d introducing a wish, prayer ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περάσαι σὺν codd.) N. 11.9ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω, ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Pae. 9.7
4 in various minor uses.a introducing statement of intent by poetἀλλἐμὲ χρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα φράσαι O. 8.74
, cf. P. 4.141 ἀλλὰ πάνδοξον Αἰολάδα σταθυὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω Παρθ. 2. 6.b introducing oracular utterance “ ἀλλὰ μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (elocutionem oraculi propriam agnovit Blass.) Pae. 2.73c following a rhetorical question “ τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν —; ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται” O. 1.84τί κομπέω παρὰ καιρόν; ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4
B compounded with other particles.1 ἀλλὰ γάρ, ἀλλὰ γάρ.a where both particles preserve their original force: yet since ἀλλὰ παρθένοι γὰρ τοῦτον ἔσχετε τεθμόν, κλῦτε νῦν Πα. 6. 53, cf. O. 4.1ff., Wil. on Eur., Her. 138.b emphasising a main point in contrast to preceding: yetεἰ δὲ δή τινἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος· ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.55
οὔτ' ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον. ἀλλ ἐν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ O. 6.53
“ ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι” P. 4.32χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον. ἀλλἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.16
(an enumeration of the glories of Thebes,) ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (v. Schadew. 268̆{5}) I. 7.16c emphasising a maxim, breaking off narrative.ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30
ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
d frag. ἀ]λλὰ γὰρ τ[ fr. 60a. 11.2 ἀλλά τοι, ἀλλὰ τοι: emphatic, yetἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων P. 3.19
“ ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ” N. 10.82ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰἀνθρώπων I. 4.37
3 ἀλλὰ μέν: opposing what precedes.ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρὶ P. 3.77
4 ἀλλ' ἦ. ἀλλ ἦ μακ[ρ]ότερον fr. 6a. e.5ἀλλὰ γε. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28
Ca frag. ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε fr. 93 ἀλλὰ θαυμάζω fr. 122. 13. -
59 μακρός
a of time, long, enduringμακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί O. 13.41
μακρὸν δ' οὐκ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.26
μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (Tric.: μακροτέρῳ σὺν ὄλβῳ codd.) P. 11.52 [ ὁ μακρὸς αἰὼν ( θνατὸς v. l.) N. 3.75] μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος pr. N. 10.4ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν. μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς N. 10.46
καὶ μηκέτι μᾰκροτέραν σπεύδειν ἀρετάν too enduring I. 4.13οὔτοι τετύφλωται μᾰκρὸς μόχθος ἀνδρῶν I. 5.56
ἐμοὶ δὲ μᾰκρὸν (sc. ἐστι)πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
ἀλλ' ἦ μακ[ρ]ότερον fr. 6a. e. n. pl. pro subs.,βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P. 9.77
add. art.,τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι N. 4.33
cf. P. 4.247 sc.χρόνον, ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
b of distance, long, far (n. pl.)μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247
μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.19
pro adv.,μᾰκρὰ δὲ ῥίψαις P. 1.45
μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι I. 2.35
met., τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν wh t is distant, unattainable I. 7.43 -
60 αὐστηρός
A harsh, rough, bitter, , cf. Ti. 65d; οἶνος αὐ., opp. γλυκύς, Hp.Acut.52, Fract.29, Arist.Pr. 872b35, 934a34; ; of country, rugged, (i B.C.): metaph., harsh, crabbed, ([comp] Comp.); severe, unadorned,ἡ πραγματεία ἔχει αὐ. τι Plb.9.1.2
, cf. D.H.Dem. 47;γυμνάδος αὐστηρὸν.. πόνον
severe,Epigr.Gr.
201. Adv.-ρῶς, κατεσκευάσθαι D.H.Dem.43
.b in moral sense, rigorous, austere, Arist.EE 1240a2;τοῖς βίοις Plb.4.20.7
([comp] Sup.), cf. Phld.Hom.p.23 O. ([comp] Comp.);αὐ. καὶ αὐθάδης D.H.6.27
, cf. Stoic.3.162, Vett. Val.75.11; strict, exacting, Ev.Luc.19.21, PTeb.315.19 (ii A. D.); αὐστηρότερον, τό, excessive rigour, BGU140.18 (ii A. D.). Adv.- ρῶς Satyr.
Vit.Eur. Fr. 39 iv 19: [comp] Comp. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐστηρός
См. также в других словарях:
γενναιότερον — γενναῑότερον , γενναῖος true to one s birth adverbial comp γενναῑότερον , γενναῖος true to one s birth masc acc comp sg γενναῑότερον , γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc comp sg γενναῑότερον , γενναῖος true to one s birth adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειότερον — οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in adverbial comp οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in masc acc comp sg οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc comp sg οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in adverbial comp οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in masc acc comp sg οἰκεῑότερον , οἰκεῖος in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαιότερον — ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of adverbial comp ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of masc acc comp sg ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc comp sg ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of adverbial comp ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of masc acc comp sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότερον — ἀραῑότερον , ἀραῖος prayed to adverbial comp ἀραῑότερον , ἀραῖος prayed to masc acc comp sg ἀραῑότερον , ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc comp sg ἀραῑότερον , ἀραῖος prayed to adverbial comp ἀραῑότερον , ἀραῖος prayed to masc acc comp sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδραιότερον — ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting adverbial comp ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting masc acc comp sg ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc comp sg ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting adverbial comp ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting masc acc comp sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδοιότερον — αἰδοῑότερον , αἰδοῖος having a claim to regard adverbial comp αἰδοῑότερον , αἰδοῖος having a claim to regard masc acc comp sg αἰδοῑότερον , αἰδοῖος having a claim to regard neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιότερον — εἰκαῑότερον , εἰκαῖος without aim adverbial comp εἰκαῑότερον , εἰκαῖος without aim masc acc comp sg εἰκαῑότερον , εἰκαῖος without aim neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκταιότερον — εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of adverbial comp εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of masc acc comp sg εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειότερον — θεῑότερον , θεῖος 1 of adverbial comp θεῑότερον , θεῖος 1 of masc acc comp sg θεῑότερον , θεῖος 1 of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθραιότερον — λαθραῑότερον , λαθραῖος adverbial comp λαθραῑότερον , λαθραῖος masc acc comp sg λαθραῑότερον , λαθραῖος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειότερον — λεῑότερον , λεῖος smooth adverbial comp λεῑότερον , λεῖος smooth masc acc comp sg λεῑότερον , λεῖος smooth neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)