-
1 φήμη
φήμη, ἡ, dor. φάμα, 1) omen, eine göttliche Stimme, ein Laut, worin sich ohne die Absicht des Urhebers der Wille der Götter kund zu thun, oder eine Andeutung von zukünftigen Dingen enthalten zu sein scheint, also eine ahnungsvolle, vorbedeutende Stimme; so Od. 2, 35, wo der alte Aegyptios gesagt hat, in Beziehung auf den ihm unbekannten Veranlasser der Versammlung, εἴϑε οἱ αὐτῷ Ζεὺς ἀγαϑὸν τελέσειεν, ὅ, τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ, heißt es vom Telemach, der es auf sich bezieht, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός; Od. 20, 100 sagt Odysseus φήμην τίς μοι φάσϑω ἐγειρομένων ἀνϑρώπων ἔνδοϑεν, welche Stimme v. 105 ff. ihm zu Theil wird; Soph. εἴτε του ϑεῶν φήμην ἀκούσας, εἴτ' ἀπ' ἀνδρὸς οἶσϑά που, O. R. 43, vgl. 86. 475; φῆμαι μαντικαί 723; also auch Verkündigung durch Orakel, Vogel- u. Opferzeichen, Träume u. vgl.; βληϑεὶς ἐξέπλησε τοῠ ὀνείρου τὴν φήμην Her. 1, 43, vgl. 3, 153. 5, 72; μάντεων φήμας ἐλέγξας Eur. Hipp. 1056; τοὺς ϑεῶν ἀγγέλλοντας φήμας ϑνατοῖς Ion 180; Plat. κατά τινα μαντείας φήμην Legg. VII, 792 d, φήμας τε καὶ μαντείας καὶ αἰσϑήσεις τῶν ϑεῶν γίγνεσϑαι αὐτοῖς Phaed. 111 b, und oft; Vorbedeutung, Legg. IX, 878 a. – 2) Rede, Gerede, Gerücht, Ruf, Meinung, in der man steht; Hes. O. 765; φᾶμαι ἀγαϑαί Pind. Ol. 7, 10; P. 2, 16 u. öfter; ἀλλ' ἔστι φήμη τοὺς λύκους κρείσσους κυνῶν εἶναι, es ist eine weit verbreitete Rede, Aesch. Suppl. 741; φήμη γε μέντοι δημόϑρο υς μέγα σϑένει Ag. 912; auch Gesang, Suppl. 678; Botschaft, Nachricht, φήμας λάϑρᾳ προὔπεμπες Soph. El. 1144; lr. 203; φήμη τις φύλαξιν ἐμπέπτωκεν Eur. Rhes. 656; φήμ η ἀγαϑή Ar. Equ. 1317 Vesp. 864; φήμης ὑπ οδεέστερα, von dem das Gerücht übertrieben ist, Thuc. 1, 11; τοῠτο ἕξει ὅπ ῃ ἂν αὐτὸ ἡ φήμη ἀγάγῃ Plat. Rep. III, 415 ü; οὐ γὰρ δήπ ου σοῠ γε τοσα ύτη φήμη τε καὶ λόγος γέγονεν Apol. 20 c, u. oft; τὴν φήμ ην, ήν προςεποιήσω Aesch. 2, 166.
-
2 φήμη
I utterance prompted by the gods, significant or prophetic saying, , ubi v. Sch.; in the prayer of Odysseus to Zeus,φήμην τίς μοι φάσθω Od.20.100
; folld. by φήμην δ' ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρίς ib. 105; φ. and κλεηδών are interchanged, Hdt. 5.72, cf. S.El. 1109 sq.; φ. about a τέρας, Hdt.3.153; , cf. 86, 475(lyr.); τοῦ ὀνείρου ἡ φ. the message of the dream, Hdt.1.43;φ. μαντικαί S.OT 723
;φ. θεσφάτων Id.Tr. 1150
;μάντεων φῆμαι E.Hipp. 1056
. cf. Ion 180 (lyr.);φήμη τις οἴκων ἐν μυχοῖς ἱδρυμένη Id.Hel. 820
;φήμας τε καὶ μαντείας Pl.Phd. 111b
, cf. Isoc.9.21;φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνούς X. Smp.4.48
, cf. Cyr.8.7.3, etc.; ominis causa,Pl.
Lg. 878a, cf. 908a; τῇ πόλει (sc. Aquileia)ἀετὸς οἴκιζομένῃ τὴν αὑτοῦ φ. χαρίζεται Jul.Or.2.72a
; hence, comically,φήμη γ' ὑμῖν ὄρνις ἐστί Ar.Av. 720
; φ. ἀγαθὴν λέξομεν = εὐφημίαν παρέξομεν, Id.V. 865 (anap.).2 report, rumour, usu. of uncertain and mysterious origin,φήμη οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι· θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή Hes.Op. 763
, cf. Aeschin.1.128 (citing φήμη δ' ἐς στρατὸν ἦλθε as from Il.); Φήμης βωμός Sch. ad loc., Paus.1.17.1; common report, opp. συκοφαντία, Aeschin.2.145;φάμα δ' ἦλθε κατὰ πτόλιν Sapph.
l. c.;ἄμβροτε Φ. S.OT 158
(lyr.);φ. ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Hdt.9.100
;φ. δημόθρους A.Ag. 938
;τίν' ἔχων φ. ἀγαθὴν ἥκεις; Ar.Eq. 1320
(anap.);φ. ὑπορρεῖ Pl.Lg. 672b
;φήμην κατασκεδάσαι Id.Ap. 18c
.3 report of a man's character, repute,δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην· φ. γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι—ῥεῖα μάλ', ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ' ἀποθέσθαι Hes.Op. 760
;ὑποδεέστερα τῆς φ. Th.1.11
;περὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον.. καὶ πράξεις ἀψευδής τις πλανᾶται φ. Aeschin.1.127
;τοιαύτην φ. σαυτῇ περιφυομένην Isoc.5.78
: pl., ;ἐπώνυμος ἐν φήμαις βροτῶν Antiph.105
:—esp. of good report, fame,περιχαρὴς τῇ φ. Hdt. 1.31
;κατὰ τὴν εὐλογίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φ. Isoc.5.134
, cf. 4.186;ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10
: but alsoφ. πονηραί A.Ch. 1045
; αἰσχρὰ φ., opp. καλὴ δόξα, Isoc. 1.43;ψευδῆ φ. ὑμνεῖν κατὰ θεῶν Pl.Lg. 822c
, cf. R. 463d.II any voice or words, speech, saying, λόγων φ. poet. periphr. for λόγοι, S.Ph. 846 (lyr.); esp. common report, tradition, legend, ἀλλ' ἔστι φήμη .. A.Supp. 760;πολιαὶ φῆμαι E.El. 701
(lyr.), cf. Pl.Phlb. 16c, Lg. 713c;αἱ ἀρχαῖαι φ. Plb.12.3.2
; μνήμην παρὰ τῆςφήμης λαβών Lys.2.3
.b common report or parlance, Chrysipp.Stoic.2.242; ὅσους ἡ κοινὴ φ. παραδέδωκεν [θεούς] Phld.Piet.17. -
3 φήμη
φήμηa.fem nom /voc sg (attic epic ionic)φή̱μη, φῆμιςspeech: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————φήμηa.fem dat sg (attic epic ionic)φή̱μηι, φῆμιςspeech: fem dat sg (epic) -
4 φημη
дор. φάμᾱ (φᾱ) ἥ1) речь, словаὣς φάτο χαῖρε δὲ φήμῃ — так он сказал, и (этим) словам обрадовался (Телемах)
2) вещее слово, прорицание(φῆμαι μαντικαί Soph.)
τοῦ ὀνείρου ἥ φ. Her. — предсказание сновидения, т.е. вещий сон3) знамение, предзнаменованиеφήμης ἕνεκα Plat. — для (доброго) предзнаменования, «на счастье»;
ἐπωνυμίαν φήμην τινὸς ἔχειν Plat. — быть названным в знак (для знаменования) чего-л.4) молва, слух, весть Her., Thuc., Plat., Aeschin.τίν΄ ἔχων φήμην ἀγαθέν ἥκεις ; Arph. — с какой доброй вестью ты пожаловал?;
τέν φήμην κατασκεδάσαι Plat. — распространить слух5) репутация, славаφ. κακή Hes. — дурная слава;
ἥ φ. περιφυομένη τινί Isocr. — создавшаяся у кого-л. репутация;μετ΄ αἰσχρᾶς φήμης Isocr. — бесславно, с позором6) хвала, слава, доброе имя(φ. φιλοφόρμιγξ Aesch.)
τὸ ἔργον καὴ ἥ φ. Her. — подвиг и (в результате его) слава7) сказание, предание Lys.8) поговорка, пословицаἀλλ΄ ἔστι φ. κρείσσονας λύκους κυνῶν εἶναι Aesch. — но есть поговорка, что волки сильнее собак, т.е. на всякого найдется управа
9) послание, весть(φήμας προπέμπειν τινί Aesch.)
-
5 φήμη
φήμη, ἡ, (1) omen, eine göttliche Stimme, ein Laut, worin sich ohne die Absicht des Urhebers der Wille der Götter kund zu tun, oder eine Andeutung von zukünftigen Dingen enthalten zu sein scheint, also eine ahnungsvolle, vorbedeutende Stimme; auch Verkündigung durch Orakel, Vogel- u. Opferzeichen, Träume; Vorbedeutung; (2) Rede, Gerede, Gerücht, Ruf, Meinung, in der man steht; ἀλλ' ἔστι φήμη τοὺς λύκους κρείσσους κυνῶν εἶναι, es ist eine weit verbreitete Rede; auch Gesang; Botschaft, Nachricht; φήμης ὑπ οδεέστερα, von dem das Gerücht übertrieben ist -
6 φήμη
φήμη, ης, ἡ (Hom. et al.; LXX; TestSol 8:1 D; JosAs 1:9; Just.; Ath.) report, news ἐξῆλθεν ἡ φήμη αὕτη the news of this was spread (Jos., Bell. 2, 416; cp. Philo, Leg. ad Gai. 231) Mt 9:26. φ. περί τινος (Herodian 2, 1, 3; 2, 7, 5) Lk 4:14.—DELG s.v. φημί. M-M. -
7 φήμη
φήμη: ominous or prophetic utterance, voice, omen, Od. 20.100, Od. 2.35.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φήμη
-
8 φήμη
η1) слух, молва;κοινή φήμη — людская молва;
κυκλοφορεί ( — или διαδίδεται) η φήμη ότι... — ходят слухи (идёт слух), что...;
κατά τίνα φήμην — ло чьйм-л. словам;
τον γνωρίζω μόνο εκ φήμης — я знаю о нём лишь по слухам;
2) репутация, слава; известность;έχω πολύ κακή φήμη — иметь очень плохою репутацию;
έχω μεγάλη φήμη — ила χαίρω μεγάλης φήμης — пользоваться широкой известностью
-
9 φήμῃ
Βλ. λ. φήμη -
10 φήμη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φήμη
-
11 φήμη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φήμη
-
12 φήμη
слух, молва, весть.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φήμη
-
13 φήμη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φήμη
-
14 φήμη
-
15 φήμη
[фими] ουσ. Θ. молва, слух, слава, репутация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φήμη
-
16 φήμη
-ης + ἡ N 1 0-0-0-1-3=4 Prv 15,30; 2 Mc 4,39; 3 Mc 3,2; 4 Mc 4,22report, news -
17 φήμη
[фими] ουσ θ молва, слух, слава, репутация. -
18 φήμη
şöhret, ün, nam -
19 φήμη
1) bruit2) célébrité3) renom4) rumeur -
20 φήμη
1) plotka (f) rzecz.2) pogłoska (f) rzecz.3) renoma (f) rzecz.4) rozgłos (m) rzecz.5) sława (f) rzecz.6) wieść (f) rzecz.
См. также в других словарях:
φήμη η — φήμη, η 1. διάδοση, ό,τι διαδίδεται ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, ανεξακρίβωτη είδηση: Υπάρχει η φήμη ότι θα γίνουν σύντομα εκλογές. 2. (νομ.), η κυκλοφορία διάδοσης στο κοινό για τη διάπραξη κάποιου αδικήματος. 3. η καλή ή κακή γνώμη για κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φήμη — a. fem nom/voc sg (attic epic ionic) φή̱μη , φῆμις speech fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμῃ — φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… … Dictionary of Greek
Φήμη δ’οὔις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥντινα πολλοὶ… — См. Глас народа, глас Божий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα σθένει. — См. Глас народа, глас Божий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φήμηι — φήμῃ , φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φημῶν — φήμη a. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φᾶμαι — φήμη a. fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φῆμαι — φήμη a. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμαις — φήμη a. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)