-
61 τυπωτής
A one who forms or moulds,κόσμοιο τ. Orph.Fr.247.8
:—fem. [suff] τῠπ-ῶτις, ιδος, σφρηγὶς τ. seal-ring, Id.H.34.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυπωτής
-
62 φανερωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φανερωτής
-
63 φιλιωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλιωτής
-
64 χρυσωτής
A gilder, IG22.1635.37, Plu.2.348e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσωτής
-
65 ψιλωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλωτής
-
66 ἀγρώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρώτης
-
67 ἀναλωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλωτής
-
68 ἀναμορφωτής
A s.v. εἰδοποιός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναμορφωτής
-
69 ἀνανεωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνανεωτής
-
70 ἀπηλιώτης
A east wind, Hdt.4.22, 7.188, E.Cyc.19, Th.3.23; opp. ζέφυρος, Arist.Mete. 363b13, cf.Mu. 394b23, Vent. 973a13, al.—The [dialect] Ion. form ἀπηλιώτης is retained in [dialect] Att., and appears on the Tower of Andronicus Cyrrhestes, CIG 518; ἀφηλιώτης on a later table of the winds, IG14.1308, and in Latin authors, Catull.26.3, SenecaQN5.16.4, Gell.2.22.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπηλιώτης
-
71 ἀποπληρωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπληρωτής
-
72 ἐκπληρωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπληρωτής
-
73 ἐκριζωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκριζωτής
-
74 ἐλευθερωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλευθερωτής
-
75 ἐξισωτής
A officer (of the empire) who apportioned and equalized the taxes among the payers, Lat. peraequator,ἐπόπτης ἢ ἐ. Cod.Just.10.16.13
Intr. (v A. D.), cf. Ps.-Luc.Philopatr.19; ἐξισωτής· ἐπόπτης, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξισωτής
-
76 ἐξουδενωτής
A one who sets at naught, Phld.Vit.p.42J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξουδενωτής
-
77 ἐπανορθωτής
A corrector, restorer,τοῦ κάμνοντος D.H.8.67
; of writings, Gal.7.894; τῶν τρόπων, = Lat. corrector morum, D.C.54.30; also, = Lat. corrector civitatis, IG4.1417 (Epid.), 5(1).541 ([place name] Sparta), 7.91 ([place name] Megara).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανορθωτής
-
78 ἐρημωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρημωτής
-
79 ἑδνωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑδνωτής
-
80 ἡλικιώτης
A equal in age, comrade, Hdt.5.71, Ar.Nu. 1006, And.1.48;ἡ. τινί Lys.20.36
; ἐμὸς ἡ. Pl.Ap. 33d;ἡ. καὶ ἑταῖροι Id.Smp. 183c
, al.: c. gen.,ἡ. τῶν λόγων Him.Or.12.4
:—fem. [suff] ἡλῐκι-ῶτις, ιδος, Plu.2.554a, Luc.DMar.15.2; ἡ. ἱστορία contemporary history, Plu.Per.13; πράξεις ἡ. D.S.1.58: c. dat., contemporaneous with, ib.9: c. gen., Max.Tyr.3.2, Them.Or.4.58b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλικιώτης
См. также в других словарях:
ὤτης — ἄ̱της , ἄτη bewilderment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπολιτσ(ι)ώτης — ο θηλ. ισσα αυτός που κατάγεται από την Τριπολιτσά (Τρίπολη) ή κατοικεί σ αυτήν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
ηλιώτης — ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.) 2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται οι κάτοικοι τού ήλιου 3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις ιωνική ονομασία τής αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωτης… … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
κελλιώτης — και κελιώτης ο (Μ κελλιώτης, και κελιώτης) (νεοελλ. μσν.) μοναχός που ζει σε κελλί μονής μσν. 1. ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής 2. ο μοναχός που άφησε το κοινόβιο και κατέφυγε σε λαύρα, για να ζήσει απολύτως μοναχική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελ(λ)ί… … Dictionary of Greek
μανδυώτης — μανδυώτης, ὁ (Μ) (για μοναχό) αυτός που φορά μανδύα, μανδυοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδύας + κατάλ. ώτης (πρβλ. θιασ ώτης, στρατι ώτης)] … Dictionary of Greek
Ηρακλειώτης — ο, θηλ. Ηρακλειώτις και ισσα (AM Ἡρακλειώτης, Α και Ἡρακλεώτης, θηλ. Ήρακλεῶτις) ο κάτοικος τής Ηράκλειας νεοελλ. ο κάτοικος τού Ηρακλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια ή Ηράκλειο + κατάλ. ωττ (πρβλ. Χανι ώτης, Χι ώτης)] … Dictionary of Greek
Πελασγιώτης — ὁ, θηλ. Πελασγιῶτις, ώτιδος, Α 1. το θηλ. ἡ Πελασγιῶτις μια από τις τέσσερεις περιοχές ή τετραρχίες στις οποίες χωριζόταν η Θεσσαλία κατά τους ιστορικούς χρόνους και η οποία περιλάμβανε την πεδιάδα τής Λάρισας μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο 2. ο… … Dictionary of Greek
Πηλουσιώτης — ὁ, ΜΑ αυτός που κατοικούσε στο Πηλούσιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλούσιον + κατάλ. ώτης (πρβλ. Ηπειρ ώτης)] … Dictionary of Greek