-
21 κακωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακωτής
-
22 κατορθωτής
2 τριῶν ἀνδρῶν δημοσίων πραγμάτων κ., trans. of Lat. triumvir reipublicae constituendae, Mon.Anc.Gr.4.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατορθωτής
-
23 κεφαλαιωτής
A capitularius, secretary and treasurer of a group of landowners or artisans, acting as recruiting officer, taxcollector, etc., PThead.22.4 (iv A.D.), PLips. 40 iii 17 (iv/v A.D.), 48.9 (pl., iv A.D.), al., Cod.Theod.11.24.6.7 (pl.);τοῦ ἡγεμονικοῦ πολυκώπου PGrenf.2.80
(pl., v A.D.);ταρσικαρίων PLips.89
(iv A.D.);πιττακίων Sammelb.4422.2
; πλινθουργῶν ib.5175.21 (vi A.D.), al.II in pl., = Lat. optimates, Olymp.Hist.p.452 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαιωτής
-
24 κληρωτής
A one who presided over elections by lot or distributions of jurors, Poll.9.44; [dialect] Dor. κλᾱρωτὰς δικαστᾶν Maiuri Nuova Silloge18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κληρωτής
-
25 κομμωτής
A dresser, esp. hairdresser, in pl., Arr.Epict.2.23.14, Them.Or.20.238a; beautifier, embellisher, τινος Luc.Merc.Cond.32: metaph., : abs., Gal.Thras.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμωτής
-
26 κυρωτής
A one who ratifios or confirms, IG22.1678 a A27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρωτής
-
27 λεσχηνώτης
A scholar, pupil, Thalesap.D.L.1.43, Anaximen.ib.2.4. (On the accent v. Hdn.Gr.1.74.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεσχηνώτης
-
28 λευκωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκωτής
-
29 λυτρωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυτρωτής
-
30 μακρώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρώτης
-
31 μειώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειώτης
-
32 μισθωτής
A one who pays rent, tenant, Is.6.36, D.36.35, SIG966.32 (Athens, iv B.C.), PTeb.86.19 (ii B.C.), etc.2 contractor, farmer, IG12.374.99;χειρωναξίας BGU617.2
; tax-farmer,οἱ μ. τοῦ ἀποστολίου OGI674
(i A.D.), etc.3 hirer, dub. in Plu.2.632d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισθωτής
-
33 μονώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονώτης
-
34 Νειλώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Νειλώτης
-
35 νοταπηλιώτης
A south-east wind, Ptol.Tetr.60, Vett.Val.145.15, PMag.Par.1.1647.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοταπηλιώτης
-
36 οὐδενωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐδενωτής
-
37 πακτωτής
A = πακτωνίτης, Wilcken Chr.31.7 (ii A. D.), cf. PBerol. in Arch.Pap.3.244.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πακτωτής
-
38 πατριώτης
A : ([etym.] πάτριος):— fellow-countryman: prop. of barbarians who had only a common πατρίς, πολῖται being used of Greeks who had a common πόλις, Poll. 3.54, Hsch., Phot.: henceμήτε πατριώτας ἀλλήλων εἶναι τοὺς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν Pl.Lg. 777c
; τοῖσι Λυκούργου π., Lycurgus being satirized as an Egyptian, Pherecr. 11, cf. Alex. 326 ; also ἵπποι π., = ἐγχώριοι, X.Cyr.2.2.26 : metaph., of Mt. Cithaeron,π. Οἰδίπου S.OT 1091
(lyr.); π. θεός, of Dionysus, Plu.2.671c ; π. ἐστί μοι.—Ans.ἐλάνθανες ἄρα βάρβαρος ὤν Luc.Sol.5
; cf. πατριῶτις.II later, = πολίτης, Iamb. VP5.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατριώτης
-
39 πισσωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσωτής
-
40 πιστωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιστωτής
См. также в других словарях:
ὤτης — ἄ̱της , ἄτη bewilderment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπολιτσ(ι)ώτης — ο θηλ. ισσα αυτός που κατάγεται από την Τριπολιτσά (Τρίπολη) ή κατοικεί σ αυτήν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
ηλιώτης — ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.) 2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται οι κάτοικοι τού ήλιου 3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις ιωνική ονομασία τής αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωτης… … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
κελλιώτης — και κελιώτης ο (Μ κελλιώτης, και κελιώτης) (νεοελλ. μσν.) μοναχός που ζει σε κελλί μονής μσν. 1. ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής 2. ο μοναχός που άφησε το κοινόβιο και κατέφυγε σε λαύρα, για να ζήσει απολύτως μοναχική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελ(λ)ί… … Dictionary of Greek
μανδυώτης — μανδυώτης, ὁ (Μ) (για μοναχό) αυτός που φορά μανδύα, μανδυοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδύας + κατάλ. ώτης (πρβλ. θιασ ώτης, στρατι ώτης)] … Dictionary of Greek
Ηρακλειώτης — ο, θηλ. Ηρακλειώτις και ισσα (AM Ἡρακλειώτης, Α και Ἡρακλεώτης, θηλ. Ήρακλεῶτις) ο κάτοικος τής Ηράκλειας νεοελλ. ο κάτοικος τού Ηρακλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια ή Ηράκλειο + κατάλ. ωττ (πρβλ. Χανι ώτης, Χι ώτης)] … Dictionary of Greek
Πελασγιώτης — ὁ, θηλ. Πελασγιῶτις, ώτιδος, Α 1. το θηλ. ἡ Πελασγιῶτις μια από τις τέσσερεις περιοχές ή τετραρχίες στις οποίες χωριζόταν η Θεσσαλία κατά τους ιστορικούς χρόνους και η οποία περιλάμβανε την πεδιάδα τής Λάρισας μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο 2. ο… … Dictionary of Greek
Πηλουσιώτης — ὁ, ΜΑ αυτός που κατοικούσε στο Πηλούσιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλούσιον + κατάλ. ώτης (πρβλ. Ηπειρ ώτης)] … Dictionary of Greek