Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εἰδοποιός

См. также в других словарях:

  • εἰδοποιός — constituting a species masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειδοποιός — ό (Α εἰδοποιός, όν) 1. αυτός που δημιουργεί νέο είδος ή μορφή 2. φρ. «ειδοποιός διαφορά» το γνώρισμα που χρησιμεύει ως βάση για τη μόρφωση τής έννοιας τού είδους και το οποίο δεν απαντά σε άλλο είδος τού ίδιου γένους αρχ. αυτός που χαρακτηρίζει… …   Dictionary of Greek

  • ειδοποιός, -ός, -ό — 1. που χαρακτηρίζει το είδος. 2. (λογ.) ειδοποιός διαφορά, το χαρακτηριστικό γνώρισμα με το οποίο μια έννοια (είδος) διακρίνεται από την έννοια του γένους όπου υπάγεται: Η ροδακινιά είναι δέντρο οπωροφόρο (το γνώρισμα «οπωροφόρο» είναι η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰδοποιόν — εἰδοποιός constituting a species masc/fem acc sg εἰδοποιός constituting a species neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδοποιοί — εἰδοποιός constituting a species masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδοποιούς — εἰδοποιός constituting a species masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδοποιά — εἰδοποιός constituting a species neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδοποιῷ — εἰδοποιός constituting a species masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • αναμορφωτής — ο (Α ἀναμορφωτής) (Ν θηλ. ώτρια) αυτός που επιφέρει αναμόρφωση*, που αναμορφώνει αρχ. κατά τον Ησύχιο «ειδοποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον γιατρό και φιλόλογο Περ. Βέγια] …   Dictionary of Greek

  • διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»