Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ωσία

См. также в других словарях:

  • ωσία — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. ουσία …   Dictionary of Greek

  • ὠσία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠσίᾳ — ἀσίᾱͅ , ἄσιος Asian fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγωσιά — η, Ν στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη κατά τα θηλ. σε ωσιά (πρβλ. σκαλ ωσιά)] …   Dictionary of Greek

  • ουσία — Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά… …   Dictionary of Greek

  • es- —     es     English meaning: to be     Deutsche Übersetzung: ‘sein”     Note: Root es : “to be” derived from Root eĝ , eĝ(h)om, eĝō : “I” [O.Ind. ásmi “I am” = ahám (*eĝ(h)om) “I”]     Grammatical information: copula and verb substantive;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»