Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κυριευτικός

См. также в других словарях:

  • κυριευτικός — κυριευτικός, ή, όν (Α) [κυριεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυριότητα, στα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Επιρρ. κυριευτικῶς (Α) με πλήρη δικαιώματα ιδιοκτησίας …   Dictionary of Greek

  • κυριευτικόν — κυριευτικός concerning rights of property masc acc sg κυριευτικός concerning rights of property neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριευτικῆς — κυριευτικός concerning rights of property fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριευτικήν — κυριευτικός concerning rights of property fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»