-
1 κυριακός
κυριακός, ή, όν (s. κύριος) pert. to belonging to the Lord, the Lord’s (oft. in ins [since 68 A.D.: OGI 669, 13; 18] and pap.=‘imperial’ in certain exprs.: imperial treasury, service, etc. See Dssm., NB 44ff [BS 217ff], LO 304ff [LAE2 362ff]; Hatch 138f; and πρῶτος 1aα end; Iren. 1, 8, 1 [Harv. I 67, 1; 6f]) κ. δεῖπνον the Lord’s Supper 1 Cor 11:20. κ. ἡμέρα the Lord’s day (Kephal. I 192, 1; 193, 31; ὁ μὲν τέλειος … ἀεὶ ἄγει κ. ἡμέρας Orig, C. Cels. 8, 22, 6) i.e. certainly Sunday (so in Mod. Gk., and cp. POxy 3407 [IV A.D.]) Rv 1:10 (WStott, NTS 12, ’65, 70–75). For this κυριακὴ κυρίου D 14:1. Without κυρίου (Kephal. I 194, 9; 195, 6; Did., Gen. 190, 2) GPt 9:35; 12:50. τῷ σαββάτῳ ἐπερχομένης τῆς κ. AcPl Ha 3, 9. κατὰ κυριακὴν ζῆν observe the Lord’s day (opp. σαββατίζειν) IMg 9:1 (on the omission of ἡμέρα cp. Jer 52:12 δεκάτῃ τοῦ μηνός and s. ἀγοραῖος 2). σύνταξιν τῶν κυριακῶν ποιούμενος λογίων making an orderly presentation of the dominical words Papias (2:15) (s. also ἐξήγησις end); κ. λογίων (11:1; 12:2); κ. λόγων (3:1); κ. ἐξηγήσεων (8:9).—SMcCasland, The Origin of the Lord’s Day: JBL 49, 1930, 65–82; JBoehmer, D. christl. Sonntag nach Urspr. u. Gesch. ’31; PCotton, From Sabbath to Sunday ’33; WRordorf, Der Sonntag … im ältesten Christentum ’62 (Eng. tr. AGraham ’68); HRiesenfeld, Sabbat et Jour du Seigneur: TWManson memorial vol. ’59, 210–17.—B. 1008. DELG s.v. κύριος. M-M. TW. Spicq. Sv. -
2 κυριακός
κῡριακός, κυριακόςof: masc nom sg -
3 κυριακός
A of or for an owner or master, Stud.Pal.22.177.18 (ii A.D.); but usu. of the Roman Emperor, ὁ κ. φίσκος the fiscus, CIG2827 (Aphrod.), Supp.Epigr.2.567 (Caria (?)); κ. ψῆφοι, λόγος, OGI669.13, 18 (Egypt, i A.D.);κ. χρῆμα POxy.474.41
(ii A.D.).II esp. belonging to the Lord (Christ): K. δεῖπνον the Lord's Supper, 1 Ep.Cor.11.20; ἡ K. the Lord's day,Apoc.
1.10; τὸ Κυριακόν (sc. δῶμα) the Lord's house, Edict.Maximiniap.Eus.PE9.10.III Subst. κυριακός, ὁ, spirit invoked in magic, PMag.Par.1.916.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριακός
-
4 κυριακά
κῡριακά, κυριακόςof: neut nom /voc /acc plκῡριακά̱, κυριακόςof: fem nom /voc /acc dualκῡριακά̱, κυριακόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 κυριακών
-
6 κυριακῶν
-
7 κυριακόν
κῡριακόν, κυριακόςof: masc acc sgκῡριακόν, κυριακόςof: neut nom /voc /acc sg -
8 κυριακή
-
9 κυριακῇ
-
10 κυριακήι
-
11 κυριακῆι
-
12 κυριακής
-
13 κυριακῆς
-
14 κυριακαίς
-
15 κυριακαῖς
-
16 κυριακαί
κῡριακαί, κυριακόςof: fem nom /voc pl -
17 κυριακοίς
-
18 κυριακοῖς
-
19 κυριακού
-
20 κυριακοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… … Dictionary of Greek
κυριακός — κῡριακός , κυριακός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυριακός, Πέτρος — (Αθήνα 1893 – 1984). Ηθοποιός και ποιητής. Ορφανός και αυτοδίδακτος, ξεκίνησε τη ζωή του ως υποδηματοποιός. Παράλληλα εργαζόταν ως ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίκτης στο Μεταξουργείο. Εκεί τον γνώρισε ο καραγκιοζοπαίκτης Αντώνης Μόλλας και τον… … Dictionary of Greek
Κυριακός ο Αγκωνίτης — (Ανκόνα 1391 – Κρεμόνα 1452). Ιταλός περιηγητής και αρχαιολόγος. Νεότατος άρχισε να ταξιδεύει ως έμπορος σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Περιηγήθηκε πολλές φορές την Ιταλία και τις ελληνικές περιοχές (από το 1412 έως το 1449), φτάνοντας έως την… … Dictionary of Greek
Κυριακός, Ιωάννης — (Σύρος 1818 – Κωνσταντινούπολη 1869). Ηθοποιός και θιασάρχης του πρώτου ελληνικού θιάσου που εμφανίστηκε στην Αθήνα. Ήταν αδελφός του μετέπειτα δημάρχου Αθηναίων Παναγή Κυριακού. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή με τον θίασο που συγκροτήθηκε… … Dictionary of Greek
Κυριακός, Χρήστος — (Αθήνα 1944 –). Σεναριογράφος και λογοτέχνης. Από τους πιο ικανούς σεναριογράφους του εγχώριου κινηματογράφου, κυρίως των δεκαετιών 1960 και 1970, διακρίθηκε επίσης στη δημοσιογραφία και στη μυθιστοριογραφία. Έργα του είναι: Το σπίτι με τον… … Dictionary of Greek
Διομήδης-Κυριακός — Επώνυμο γνωστής οικογένειας από τις Σπέτσες, μέλη της οποίας διακρίθηκαν κατά τον 19ο και τον 20ό αι. 1. Αλέξανδρος (Αθήνα 1875 – 1950). Οικονομολόγος και πολιτικός. Ήταν γιος του Νικολάου Δ. K. (βλ. 6.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… … Dictionary of Greek
Βαρβαρέσος, Κυριάκος — (Αθήνα 1884 – 1957). Οικονομολόγος. Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1911 ως υπάλληλος του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, το 1918 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1923 έγινε… … Dictionary of Greek
Μαυρέας, Κυριάκος — (Αθήνα 1902 – 1958). Ηθοποιός του θεάτρου. Εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία στο θέατρο, αρχικά ως τενόρος (στην επιθεώρηση Παναθήναια με τον θίασο Παπαϊωάννου, το 1920) και κατόπιν άρχισε να ερμηνεύει με εξαιρετική απόδοση διάφορους κωμικούς ρόλους. Η … Dictionary of Greek
Πιτσικόλι, Κυριακός — (Pizzicolli). Ιταλός περιηγητής και αρχαιολόγος, γνωστότερος ως Κυριακός ο Αγκωνίτης … Dictionary of Greek
Αγριομάτης, Κυριάκος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Κρανίδι της Αργολίδας. Πήρε μέρος στις πολιορκίες της Τρίπολης, του Ναυπλίου και της Κορίνθου και πολέμησε στα Δερβενάκια και στο Νεόκαστρο. Πέθανε το 1865 … Dictionary of Greek