-
101 βουρδών
A = βορδών, mule, IG5(1).1115 Bi37, Edict.Diocl. 14.10, PLips.87.1 (iv A. D.):—hence [full] βουρδωνάριος, ὁ, muleteer, Edict. Diocl.7.17, Sch.Ar.Th. 498: [full] βουρδωνάριον, τό, Dim. of βουρδών, PRyl.238.11 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουρδών
-
102 βουφονιών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουφονιών
-
103 βοών
-
104 γαεών
-
105 γαιών
-
106 γαλαξιών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλαξιών
-
107 γαλιάγκων
A weasel-armed, i. e. short-armed, Hp.Art.12, al.:—more correctly written γαλεάγκων in Arist.Phgn. 808a31, 813a12, Plu.2.520c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλιάγκων
-
108 γαμηλιών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαμηλιών
-
109 γαργαρεών
2 a morbid condition thereof, = σταφυλή, Hp.Aff.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαργαρεών
-
110 γάστρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γάστρων
-
111 Γενεσιών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γενεσιών
-
112 γερδιών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερδιών
-
113 γηφοριών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηφοριών
-
114 γλύκων
-
115 γνάθων
A full-mouth, pr. n. of a parasite, Plu.2.707e, Longus4.16:—also [full] Γναθωνάριον, ibid.: [full] Γναθωνίδης Luc.Tim.45. -
116 Γνίφων
-
117 γνύπετος
A falling on the knee:—hence [full] γνυπτέω (leg. γνυπετέω), to be weak, Hsch. [full] γνύποντι (leg. - οῦντι) · ἀσθενοῦντι, Id., and [full] γνύπων, ωνος, depressed or weak, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνύπετος
-
118 γραμματοκύφων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματοκύφων
-
119 γράσων
II = γράσος, M.Ant.8.37 (s. v.l.). -
120 γρίσων
См. также в других словарях:
ὦνος — price paid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῶνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώνος — (I) ὁ, Α [ὠνοῡμαι / ὠνῶ] 1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον αγοραστή στον πωλητή ενός πράγματος ως αντίτιμο τής αξίας του, τιμή 2. αγορά, ὠνή* 3. αντικείμενο αγοραπωλησίας, ώνιο, εμπόρευμα. (II) Α κράση αντί ὁ οἶνος … Dictionary of Greek
χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] … Dictionary of Greek
πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] … Dictionary of Greek
παραδεισών — ῶνος, ὁ, Α δενδρόκηπος, περιβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek
πιτυών — ῶνος, ὁ, Α δάσος πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών, πευκ ών)] … Dictionary of Greek
πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] … Dictionary of Greek
πολυχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ. β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. μονο χίτων] … Dictionary of Greek
προθυρών — ῶνος, ὁ, Α ο πρόναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θυρών, ῶνος (< θύρα)] … Dictionary of Greek
προπυλών — ῶνος, ὁ, Α ο χώρος πριν από το πρόπυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπυλο + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. προμαχ ών)] … Dictionary of Greek