-
1 βουρδωναρίων
βουρδωνάριονmule: neut gen plβουρδωνάριοςmule: masc gen pl -
2 βουρδών
A = βορδών, mule, IG5(1).1115 Bi37, Edict.Diocl. 14.10, PLips.87.1 (iv A. D.):—hence [full] βουρδωνάριος, ὁ, muleteer, Edict. Diocl.7.17, Sch.Ar.Th. 498: [full] βουρδωνάριον, τό, Dim. of βουρδών, PRyl.238.11 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουρδών
См. также в других словарях:
βουρδωναρίων — βουρδωνάριον mule neut gen pl βουρδωνάριος mule masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορδωνάρι — το δοκός με την οποία περιστρέφεται ο κάθετος στύλος του ελαιοτριβείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν. αμάρτ. ουσ.) βορβωνάριον, του οποίου η ύπαρξη πιστοποιείται από το αρχ. βουρδωνάριον, υποκορ. του βουρδών*] … Dictionary of Greek