Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βουρδωνάριον

См. также в других словарях:

  • βουρδωναρίων — βουρδωνάριον mule neut gen pl βουρδωνάριος mule masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορδωνάρι — το δοκός με την οποία περιστρέφεται ο κάθετος στύλος του ελαιοτριβείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν. αμάρτ. ουσ.) βορβωνάριον, του οποίου η ύπαρξη πιστοποιείται από το αρχ. βουρδωνάριον, υποκορ. του βουρδών*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»