-
21 κώδων
-ωνος ὁ N 3 5-1-0-0-1=7 Ex 28,33.34; 36,32.33(39,25.26) -
22 κώθων
-ωνος ὁ N 3 0-0-0-1-1=2 Est 8,17; 3 Mc 6,31feast, carousal, party→LSJ Suppl; LSJ RSuppl(Est 8,17) -
23 λυμεών
-ῶνος ὁ N 3 0-0-0-0-2=2 4 Mc 18,8(bis)destroyer, corrupter -
24 λυτρών
-ῶνος ὁ N 3 0-1-0-0-0=1 2 Kgs 10,27water closet, latrine, outhouse; neol. -
25 μελισσών
-ῶνος ὁ N 3 0-2-0-0-0=2 1 Sm 14,25.26bee house, beehive; neol. -
26 μυλών
-ῶνος + ὁ N 2 0-0-1-0-0=1 Jer 52,11mill; οἰκία μυλῶνος mill, grinding house -
27 νυμφών
-ῶνος + ὁ N 3 0-0-0-0-4=4 Tob 6,14.17bride’s chamber; neol. -
28 πορφυρίων
-ωνος ὁ N 3 2-0-0-0-0=2 Lv 11,18; Dt 14,18purple coat, flamingCf. HARLÉ 1988, 130 -
29 προμαχών
-ῶνος ὁ N 3 0-0-3-0-2=5 Jer 5,10; 40(33),4; Ez 4,2; Tob 13,17outer fortification, bulwark, rampart -
30 πυλών
-ῶνος + ὁ N 3 1-14-7-0-8=30 Gn 43,19; JgsA 18,16.17; 19,26; 1 Kgs 6,8porch Gn 43,19; porch, gate JgsA 18,16Cf. HARL 1986a, 284; HUSSON 1983a, 244; LEE, J. 1983, 108; →TWNT -
31 πώγων
-ωνος ὁ N 3 5-5-4-3-2=19 Lv 13,29.30; 14,9; 19,27; 21,5 -
32 ῥοών
-ῶνος ὁ N 3 0-0-1-0-0=1 Zech 12,11pomegranate orchard; neol. -
33 σιτοβολών
-ῶνος ὁ N 3 1-0-0-0-0=1 Gn 41,56place for storing agricultural produce, granary; neol.?Cf. HARL 1986a, 277; HUSSON 1983a 23-254; 1991 123; LEE, J. 1983, 107 -
34 συκών
-ῶνος ὁ N 3 0-0-2-0-0=2 Jer 5,17; Am 4,9fig yard; neol. -
35 τελαμών
-
36 χαυών
-
37 χειμών
-ῶνος + ὁ N 3 0-0-0-4-3=7 Jb 37,6(bis); Ct 2,11; Ezr 10,9; 1 Ezr 9,6heavy rain, storm Ezr 10,9; id. (metaph.) 4 Mc 15,32Cf. SPICQ 1978a, 305-306 -
38 χιτών
-ῶνος + ὁ N 3 21-4-3-2-5=35 Gn 3,21; 37,3.23.31(bis)Semit. loanword (Hebr. כתנת); tunic, shirt (garment worn next to the skin by women) Gn 3,21; id. (id. by men) Jdt 14,19; id. (id. by priests) Lv 6,3Cf. DODD 1954 182.191-193; HARL 1986a, 69.111; HARLÉ 1988, 113; LE BOULLUEC 1989, 295; LEVIN1969, 66-75; TOV 1979, 221; WALTERS 1973 163.172; →CHANTRAINE; FRISK -
39 χλιδών
-ῶνος ὁ N 3 1-2-1-0-2=6 Nm 31,50; 2 Sm 1,10; 8,7; Is 3,20; Jdt 10,4bracelet, anklet -
40 ώνω
ὀνίνημιD Mort.aor ind mid 2nd sgὤ̱νω, ὦνοςprice paid: masc nom /voc /acc dualὤ̱νω, ὦνοςprice paid: masc gen sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ὦνος — price paid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῶνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώνος — (I) ὁ, Α [ὠνοῡμαι / ὠνῶ] 1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον αγοραστή στον πωλητή ενός πράγματος ως αντίτιμο τής αξίας του, τιμή 2. αγορά, ὠνή* 3. αντικείμενο αγοραπωλησίας, ώνιο, εμπόρευμα. (II) Α κράση αντί ὁ οἶνος … Dictionary of Greek
χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] … Dictionary of Greek
πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] … Dictionary of Greek
παραδεισών — ῶνος, ὁ, Α δενδρόκηπος, περιβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek
πιτυών — ῶνος, ὁ, Α δάσος πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών, πευκ ών)] … Dictionary of Greek
πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] … Dictionary of Greek
πολυχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ. β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. μονο χίτων] … Dictionary of Greek
προθυρών — ῶνος, ὁ, Α ο πρόναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θυρών, ῶνος (< θύρα)] … Dictionary of Greek
προπυλών — ῶνος, ὁ, Α ο χώρος πριν από το πρόπυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπυλο + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. προμαχ ών)] … Dictionary of Greek