Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γάστρις

См. также в других словарях:

  • γάστρις — ( ιδος και εως), ο, η (Α) [γαστήρ] 1. ο γαστρίμαργος*. 2. πιθάρι εξογκωμένο στη μέση 3. είδος γλυκίσματος 4. το σκουλήκι έλμινς* …   Dictionary of Greek

  • γάστρις — pot bellied fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάστρι — γάστρις pot bellied fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάστριδας — γάστρις pot bellied fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάστριδες — γάστρις pot bellied fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάστριδι — γάστρις pot bellied fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάστριδος — γάστρις pot bellied fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάστριν — γάστρις pot bellied fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Baklava — For the Macedonian music group, see Baklava (band). Not to be confused with Balaclava. Baklava Baklava is prepared on large trays and cut into a variety of shapes Origin …   Wikipedia

  • ζωνόγαστρις — και ζωνογάστωρ, ὁ, ἡ, θηλ. και ζωνογάστρια (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὴν γαστέρα ζωννύμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + γαστρις, σπάνιο παράγωγο του γαστήρ (πρβλ. ονό γαστρις)] …   Dictionary of Greek

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»