-
1 ψυχρός
A cold, χάλαζα, νιφάδες, χιών, Il.15.171, 19.358, 22.152; ψ. χαλκός (as we say ' cold steel') 5.75: freq. of water,ψ. ὕδωρ Od.9.392
, Th.2.49; ψυχρόν (without ὕδωρ) Thgn.263;λοῦνται ψυχρῷ Hdt.2.37
;ἀναγαργαρίζεσθαι ψυχρῷ IG42(1).126.30
(Epid., ii A. D. ) (but τὸ ψυχρὸν also = ψῦχος, cold, Hdt.1.142);ψ. ὥστε λούσασθαι X.Mem.3.13.3
: of the air,αὔρη ψ. Od.5.469
;αἰθήρ Pi.O.13.88
(s. v. l.);νύκτες Th.7.87
;κυνὸς ψυχρὰ δύσις S.Fr.432.11
; ψ. βίος life in the cold, Ar.Pl. 263: esp. of dead things, νέκυς (opp. θερμὸν αἷμα) S.OC 622; of cold meats, Alex.173.4, etc.; of a snake, Theoc.15.58: [comp] Comp.- ότερος Hdt.2.22
, Pl.Phlb. 24b: [comp] Sup.- ότατος D.S.1.41
.II metaph.,1 ineffectual, vain,ἐπικουρίη ψ. Hdt.6.108
;ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49
;ψ. παραγκάλισμα S.Ant. 650
; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις a hot spirit in a cold business, ib.88.3 of persons, cold-hearted, heartless, indifferent, X.Cyr.8.4.22, 23;ψ. καὶ μελαγχολικοί Arist.MM 1203b1
;ἐκ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί Pi.Fr. 123.5
;οὔτε ψ. εἶ οὔτε ζεστός Apoc.3.15
.4 of flat, lifeless, insipid productions, τὸν Παλαμήδην (the play so named)ψυχρὸν ὄντ' αἰσχύνεται Ar.Th. 848
;σκῶμμα.. σφόδρα ψ. Eup.244
; ψ. καὶ ἀηδὴς [Μοῦσα] Pl.Lg. 802d;ἕωλα καὶ ψ. D.21.112
;πρᾶγμα.. φρέατος.. ψυχρότερον Ἀραρότος Alex.179
, cf. Arist.Rh. 1405b34, Demetr.Eloc. 114, etc.: hence jokes in Ar.Ach. 138- 140, Machoap.Ath.13.580a; also of authors themselves,γίνεται ψυχρός D.H.Isoc.3
. Adv., ; σκώψαντι ψ. ἐπιγελάσαι to laugh at a feeble joke, Thphr.Char.2.4;τοὺς γοῦν ψυχροὺς ψ. λέγουσι διαλέγεσθαι Pl.Euthd. 284e
. -
2 ψυχρός
ψυχρός, kalt, frostig, kühl, frisch, erfrischend; Hom. ὕδωρ, Od. 9, 392. 17, 209; χάλαζα, Il. 15, 171; νιφάδες, χιών, 19, 358. 22, 152; auch χαλκός, 5, 75; Βορέας Pind. Ol. 3, 34; αἰϑήρ, αὖραι, 13, 85. 9, 104; von allen Todten, Soph. O. C. 628, vgl. Valck. Phoen. 1448; δέμας, νέκυς, Lycophr. 396. 1113. – Ggstz von ϑερμός, Plat. Phaed. 96 b u. öfter; ψυχρῷ λοῦνται Her. 2, 37. – Uebertr., kalt, frostig, abgeschmackt, von Worten, Witzen u. Späßen, und von Menschen, kaltsinnig, ohne Theilnahme, gleichgültig, ohne Geist und Leben; Ar. Plut. 263. 658 Th. 848; vgl. Plat. Euthyd. 284 e Legg. VII, 802 d; im Ggstz von σεμνός Isocr. 2, 34; vgl. Xen. Cyr. 8, 4,22; ὄνομα Dem. 19, 187; Sp. – Vom Leben od. Geschicke der Menschen, Schauder erregend, schauderhaft, ϑερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις Soph. Ant. 88; ärmlich, elend, βίος B. A. 116, durch δυςκίνητος erkl. – Von Haudlungen, erfolglos, vergeblich, ἐπικουρία Her. 6, 108, νίκη, nichtiger, eitler Sieg, 9, 49, ἐλπίς Eur. I. A. 1014.
-
3 ψυχρος
31) холодный(ὕδωρ, χιών, χαλκός Hom.; αἰθήρ Pind.; νέκυς Soph.; νύκτες Thuc.; ὄφις Theocr.; τέφρα Plut.)
2) призрачный, мнимый или напрасный(ἐπικουρίη, νίκη Her.; ἐλπίς Eur.)
3) перен. холодный, равнодушный, бесчувственный, бесстрастный(λέξις Arst.)
ψ. ὢν γέλωτα παρέχειν Xen. — оставаясь безучастным, вызывать (все же) смех4) бросающий в холод, леденящийθερμέν ἐπὴ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχειν Soph. — горячо относиться к тому, от чего (других) бросает в холод
5) безрадостный(τέρψις Eur.; βίος Arph.). - см. тж. ψυχρόν
-
4 ψυχρός
ψυχρός, ά, όν холодный; перен. равнодушный, бездарный -
5 ψυχρός
1 freezing, chillπνοιαῖς Βορέα ψυχροῦ O. 3.32
ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν O. 9.97
αἰθέρος ψυχρῶν ἀπὸ κόλπων ἐρήμου (Schr.: ψυχρᾶς codd.) O. 13.88 met., ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 6. dub., γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων ( ψυχάν coni. Schneider: alii alia) fr. 123. 9. -
6 ψῦχρός
ψῦχρός: cold.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ψῦχρός
-
7 ψυχρός
ψυχρός, kalt, frostig, kühl, frisch, erfrischend; von allen Toten. Übertr., kalt, frostig, abgeschmackt, von Worten, Witzen u. Späßen, und von Menschen: kaltsinnig, ohne Teilnahme, gleichgültig, ohne Geist und Leben. Vom Leben od. Geschicke der Menschen, Schauder erregend, schauderhaft; ärmlich, elend. Von Haudlungen: erfolglos, vergeblich; νίκη, nichtiger, eitler Sieg -
8 ψυχρός
ψυχρός, ά, όν (cp. ψῦχος and ψύχω; Hom.+; ins, pap, LXX; En 14:13; TestSol 18:18 H [adv.]; Philo, Joseph.; Tat. 35, 1) ‘cold’.① pert. to being physically cold, cold, lit.ⓐ adj. ὕδωρ (Hom. et al.; Sb 6941, 4; Pr 25:25; Philo; Jos., Ant. 7, 130) Mt 10:42 D; D 7:2. Of courageous confessors’ estimate of the intensity of fire set for them τὸ πῦρ ἦν αὐτοῖς ψυχρόν the fire felt cold to them MPol 2:3 (cp. 4 Macc 11:26).ⓑ subst. τὸ ψυχρόν (i.e. ὕδωρ) cold water (Hdt. 2, 37 al.; SIG 1170, 30; SEG XLII 1506 [reff.]; s. New Docs 3, 144f; ψυχρὸν πίνειν Epict. 3, 12, 17; 3, 15, 3, Ench. 29, 2) Mt 10:42.② fig. (Trag., Hdt. et al.; Jos., Bell. 1, 357; 6, 16, C. Ap. 2, 255) pert. to being without enthusiasm, cool, cold (Neugebauer-Hoesen no. 95, 112 p. 32=PLond I, 98, 71 p. 130 [I/II A.D.]; Epict. 3, 15, 7; Lucian, Tim. 2 ψ. τὴν ὀργήν) Rv 3:15ab, 16 (w. ζεστός and χλιαρός).—B. 1078f. DELG. M-M. TW. -
9 ψυχρός
η, ό [ά, όν ]1) холодный; прохладный, свежий;ψυχρή ζώνη геогр. — холодный пояс;
2) перен. холодный, равнодушный;ψυχρή υποδοχή — холодный приём;
ψυχρό βλέμμα — холодный взгляд;
ψυχρές σχέσεις — холодные отношения;
§ ψυχρός πόλεμος — холодная война;
την κακή, ψυχρή σου μέρα — или την κακή σου και την ψυχρή σου — чтоб ты сдох!, пропади ты пропадом! (проклятие)
-
10 ψυχρός
ψῡχρός, ψυχρόςcold: masc nom sg -
11 ψυχρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψυχρός
-
12 ψυχρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψυχρός
-
13 ψυχρὸς
холоденψυχρόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψυχρὸς
-
14 ψυχρός
холоденψυχρὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψυχρός
-
15 ψυχρός
холодный; перен. равнодушный, бесчувственный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψυχρός
-
16 ψυχρός
3 холодный -
17 ψυχρός
[психрос] εκ. (κυριολ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψυχρός
-
18 ψυχρός
-
19 ψυχρός
[психрос] επ (κυριολ/μεταφ) холодный. -
20 ψυχρός
1) cool2) frigid3) frosty4) remoteΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ψυχρός
См. также в других словарях:
ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
ψυχρός — ή, ό επίρρ. ά 1. κρύος, αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία: Τα χέρια του είναι ψυχρά. 2. αυτός που δεν έχει ενθουσιασμό, αδιάφορος, απρόθυμος, αναίσθητος: Του έγινε πολύ ψυχρή υποδοχή. 3. φρ., «κακός, ψυχρός κι ανάποδος», τρισάθλιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχρός — ψῡχρός , ψυχρός cold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
ψυχρά — ψῡχρά , ψυχρός cold neut nom/voc/acc pl ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc/acc dual ψῡχρά̱ , ψυχρός cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρότερον — ψῡχρότερον , ψυχρός cold adverbial comp ψῡχρότερον , ψυχρός cold masc acc comp sg ψῡχρότερον , ψυχρός cold neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποψύχω — (AM ἀποψύχω) 1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό νεοελλ. 1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω 2. πεθαίνω μσν. νεοελλ. ( ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι αρχ. 1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ 2. απρόσ. ἀποψύχει αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός 3. (… … Dictionary of Greek
ευπερίψυκτος — εὐπερίψυκτος, ον (Α) αυτός που ψύχεται, που γίνεται ψυχρός εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί ψυκτος «ο πολύ ψυχρός» (< περι ψύχω)] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κατάψυχρος — η, ο (AM κατάψυχρος, ον) πολύ ψυχρός, παγωμένος 2. μτφ. (για χαρακτήρα) ψυχρός με τους άλλους ανθρώπους, κλειστός, ερμητικός … Dictionary of Greek