-
1 επικουρία
ἐπικουρίᾱ, ἐπικουρίαaid: fem nom /voc /acc dualἐπικουρίᾱ, ἐπικουρίαaid: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐπικουρίαι, ἐπικουρίαaid: fem nom /voc plἐπικουρίᾱͅ, ἐπικουρίαaid: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 επικουρια
ион. ἐπικουρίη ἥ тж. pl.1) помощь, защитаἐπικουρίας δεῖσθαι Thuc., Arst. — нуждаться в помощи или просить о помощи;
ἐπικουρίαν ποιεῖσθαί τινι Thuc. — оказывать кому-л. помощь;2) воен. вспомогательные силы(ἐ. εὔπρεπτος Aesch.)
3) наемные войска Her., Thuc., Plut. -
3 ἐπικουρία
ἐπικουρία, ας, ἡ (ἐπικουρέω ‘serve as ally, aid’; Trag., Hdt. et al.; Diod S 1, 90, 2; Appian, Syr. 37 §192 θεῶν ἐ.; SIG 1015, 24 [III B.C.]; PFlor 382, 40; Wsd 13:18; Philo, Spec. Leg. 1, 298 τοῦ θεοῦ; Jos., Ant. 1, 281 ἡ ἐμὴ [=θεοῦ] ἐ.; 20, 56.) help ἐπικουρίας τυχὼν τῆς ἀπὸ θεοῦ I have had help fr. God Ac 26:22 (Jos., Ant. 2, 94 ἐπικουρίας τυγχάνειν); in Il 5, 514 the verb ἐπικουρέω refers to service as an ally (cp. Isocr. 4, 168), and it is prob. that our passage refers to God as coming to the rescue with auxiliary aid (for other reff. s. L-S-J-M s.v. ἐπικουρέω and cognates).—B. 1354, the verb. New Docs 3, 67f. DELG s.v. ἐπίκουρος. M-M. -
4 επικουρία
η1) помощь, поддержка;έρχομαι εις επικουρία — приходить на помощь, поддерживать;
2) воен, подкрепление -
5 ἐπικουρία
Βλ. λ. επικουρία -
6 ἐπικουρίᾳ
Βλ. λ. επικουρία -
7 ἐπικουρία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπικουρία
-
8 επικουρία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επικουρία
-
9 ἐπικουρία
помощь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπικουρία
-
10 ἐπικουρία
-
11 ἐπικουρία
A aid, succour, Hdt.6.100, 108, A.Pers. 731 (troch.), etc.;ἐπικουρίας δεῖσθαι Th.1.32
, X.Oec.17.13;τῆς ἐνδείας ἐ. τὸ κέρδος Arist.EN 1163b4
; ἐ.ποιεῖσθαί τινι Th.1.33
; ἐ. λαβεῖν, ἔχειν, E.Or. 266, Pl.Grg. 492c; ἀπολογίας towards one's defence, D.49.50; σκυτίνη 'πικ., = ὄλισβος, Ar. Lys. 110.II. auxiliary force, A.Supp. 721, Th.7.59 (pl.), Hdt.5.63.2. position of the ἐπίκουροι (in Plato's Republic), Pl.R. 415c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικουρία
-
12 ἐπικουρία
ἐπι-κουρία, ἡ, Hilfe, Beistand; bes. im Kriege: Hilfstruppen, Söldner -
13 επικουρία
yardım, askeri destek -
14 επικουρία
1) aid2) helpΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επικουρία
-
15 'πικουρία
ἐπικουρίᾱ, ἐπικουρίαaid: fem nom /voc /acc dualἐπικουρίᾱ, ἐπικουρίαaid: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
16 επικουρίας
ἐπικουρίᾱς, ἐπικουρίαaid: fem acc plἐπικουρίᾱς, ἐπικουρίαaid: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 ἐπικουρίας
ἐπικουρίᾱς, ἐπικουρίαaid: fem acc plἐπικουρίᾱς, ἐπικουρίαaid: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 καπικουρίας
ἐπικουρίᾱς, ἐπικουρίαaid: fem acc plἐπικουρίᾱς, ἐπικουρίαaid: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 κἀπικουρίας
ἐπικουρίᾱς, ἐπικουρίαaid: fem acc plἐπικουρίᾱς, ἐπικουρίαaid: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 'πικουρίαι
ἐπικουρίαι, ἐπικουρίαaid: fem nom /voc plἐπικουρίᾱͅ, ἐπικουρίαaid: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐπικουρία — ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc/acc dual ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίᾳ — ἐπικουρίαι , ἐπικουρία aid fem nom/voc pl ἐπικουρίᾱͅ , ἐπικουρία aid fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικουρία — η (AM ἐπικουρία) [επίκουρος] 1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῑσθαι», Θουκ.) 2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία 2.… … Dictionary of Greek
επικουρία — η 1. ενίσχυση, αρωγή, βοήθεια. 2. εφεδρική δύναμη που στέλνεται για ενίσχυση τμημάτων που πολεμούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'πικουρία — ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc/acc dual ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπικουρίας — ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem acc pl ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίας — ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem acc pl ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίαι — ἐπικουρία aid fem nom/voc pl ἐπικουρίᾱͅ , ἐπικουρία aid fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίαν — ἐπικουρίᾱν , ἐπικουρία aid fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουριῶν — ἐπικουρία aid fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρίαις — ἐπικουρία aid fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)