-
21 βλάτταν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλάτταν
-
22 δίμνωος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίμνωος
-
23 θηκοποιέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηκοποιέω
-
24 κοπή
κοπή, ἡ,3 κ. τριχός, tax levied on γερδιοραβδισταί, PAmh.2.119.4 ( 200 A. D.), cf. PFay.58.7 (ii A. D.).II = κόπος 11,φλοίσβου μετὰ κοπήν S.Fr. 479
codd. Eust. (sed leg. κόπον). -
25 κωμητικός
A of a κώμη, τὰ κ. funds of the κ., PRyl.221.29 (iii A.D.), PTeb. 340i10 (iii A.D.);κ. κατάστασις Just.Nov.38.6
; delivered by aκ., χόρτος Sammelb.4496.18
(vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωμητικός
-
26 λεοντόχορτος
λεοντό-χορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεοντόχορτος
-
27 λινόχορτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινόχορτος
-
28 λόε
A v. λούω. [full] λοετρόν, [full] λοετροχόος, v. λουτρ-. [full] λοέω, v. λούω. [full] λοιάδες· αἱ κόραιτῶν ὀφθαλμῶν, Theognost.Can.22; cf. λογάς (B). [full] λοίαξ· ὁ ξηρὸς χόρτος, Hsch. -
29 λώτινος
II made of lotus-wood,ὑποθυμίδες Anacr.39
;κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45
; λ. αὐλοί (cf. λωτός III. 1 a, b) Ath.4.182d: hence λ. ἀηδόνες, of flutes, E.Fr. 931.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λώτινος
-
30 μοσχανοσῖτος
μοσχανοσῖτος· ὁ ἀπεχόμενος· καὶ χόρτος ὁ ἤδη καρπὸν ἔχων, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοσχανοσῖτος
-
31 ξηρός
A dry, opp. ὑγρός, of a dried-up river, Hdt.5.45 ;χειμάρρους ξηροὺς ὕδατος Arr.An.4.3.2
;ἠὴρ ξ. Hdt.2.26
;ξ. ἄνεμος Ar. Nu. 404
;ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν A.Th. 696
;ὀμμάτων ξ. κόραι E.Or. 389
; μέτρα ξ. τε καὶ ὑγρά dry and liquid measures, Pl.Lg. 746d ; ὕλη αὔη καὶ ξ. ib. 761d ; ξ. γάλα, i.e. ripe cheese, Eust.1001.51 (cf. περίξηρος) ; so τυρὸς ξ., opp. τυρὸς χλωρός, Antiph.133.7, cf. Philox.3.8; ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφειν on solid food, i.e. cereals, E.Ba. 277 ; καρπὸς ξ., i.e. cereal, opp. κ. ξύλινος, produce of trees, i. e. fruit, wine, or oil, Pl. Criti. 115b ;ξ. χόρτος
hay,PPetr.
3p.181 (iii B.C.) ; φοῖνιξ ξ. dried dates, PSI1.33.14 (ii A.D.); ξ. καρποί, opp. οἶνος, ἔλαιον, Arr.Epict.2.23.5 ; ξ. πυρίαι applications of dry heat, Hp.Acut.21, Archig. ap. Gal. 12.621 ; cf. ξηροπυρία. Adv. by the use of dry powder,Hp.
Epid. 6.3.13 (s.v.l.).2 of bodily condition, withered, lean, ;ξηρὸς ὑπαὶ δείους Theoc.24.61
;ξ. κοιλίη
costive,Hp.
Aph.2.20.3 of the voice, cf. ξηρόφωνος.II fasting: hence, generally, austere, (lyr.); of persons, Antiph.16 ; harsh, opp. ἡδύς, E.Andr. 784 (lyr.).2 metaph., of style,πραγματεία ἀτερπὴς καὶ ξ. Epicur.Fr. 505
(p.358 U.);τὸ ξ.
aridity,Demetr.
Eloc. 238 ; of critics,ξηροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες AP11.322
(Antiphan.).III as Subst. ἡ ξηρά (sc. γῆ), dry land, opp. ὑγρά, X.Oec.19.7 (also [comp] Comp. ξηροτέρα γῆ ib.6), cf. Ev.Matt.23.15, etc. ;τὸ ξηρόν Hdt.2.68
; ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ποιεῖν to leave the ships aground, Th.1.109 ;ναῦς ἐς τὸ ξ. ἐξωθεῖν Id.8.105
; τὸ ξ. τοῦ ποταμοῦ the part of its bed left dry, X.Cyr. 7.5.18: for Theoc.1.51 v. ἀκράτιστος.2 ξηρά, ἡ, in a bath-house, room for dry heat, POxy.2145.12 (ii A.D.). -
32 πάγχορτος
πάγ-χορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγχορτος
-
33 πολύχορτος
πολύ-χορτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύχορτος
-
34 προβατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβατικός
-
35 πύρνος
-
36 σιτίον
σῑτ-ίον, τό, mostly in pl. σιτία (sg. in Hp.Acut. (Sp.) 44, de Arte 10, VM6, Pl.R. 338d, Phdr. 241c, and later Prose, as Archig. ap. Orib.8.1.15, Pythagorei ap.Plu.2.12f, Porph. Abst.1.27); only used in Prose and Comedy:II food made from grain, bread, τούτοισι δὲ (sc. ὀσπρίοισι)μὴ χρῆσθαι εἰ μὴ μετὰ σιτίων Hp.Acut.
(Sp.) 47; ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία make bread from spelt, Hdt.2.36; σ. σφί ἐστι ἱρὰ πεσσόμενα ib.37.2 generally, victuals, provisions for men, opp. χόρτος (fodder for cattle), Id.1.94, 188, etc.; σιτί' ἡμερῶν τριῶν three days' provision, of soldiers, Ar.Ach. 197, Pax 312, cf. Th.1.48, 3.1; σ. καὶ ποτά food and drink, Pl.Grg. 490b: so in sg., X.An.1.10.18, etc.;ἐν τοῖς σ. τε καὶ ὄψοις Pl.Prt. 334c
; opp. ῥύφημα, Hp.Acut.13.3 τἀν Πρυτανείῳ ς. public maintenance in the Prytaneum, Ar.Eq. 709.4 rarely, food for dogs, X.Cyn.7.11. -
37 συρφετός
συρφετ-ός, ὁ,A anything dragged or swept together, sweepings, refuse, litter, χόρτος καὶ ς. Hes.Op. 606, cf. Call.Ap. 109, Plu.2.97f; συρφετὸν ἡγεῖσθαί τι ib.811e;σ. ῥημάτων Jul.Or.7.218c
; cf.σύρμα 1.2
.2 metaph., mixed crowd, mob, rabble,σ. δούλων Pl.Grg. 489c
; τῷ πολλῷ ς. to the many-headed mob, Id.Tht. 152c; ἐλθεῖν εἰς τοιοῦτον ς. Euphro 10.6, cf. Jul.Or.5.173a.b of a single person, one of the mob, οὐ κομψός, ἀλλὰ ς. Pl.Hp.Ma. 288d:—hence as Adj., of or like the mob, vulgar, Simp. in Epict. p.86 D., Sch.Hermog. in Rh.4.40 W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συρφετός
-
38 φειδώλιον
φειδώλ-ιον· δίφρος, σφέλας, χόρτος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φειδώλιον
-
39 χορταῖος
A of or for a farmyard (v.χόρτος 1
):—χιτὼν χ. a shaggy coat of skins worn by the actor who played Silenus, expld. by μαλλωτός, D.H.7.72, cf. Ael.VH3.40: generally, rough coarse coat, Ar.Fr. 707a, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορταῖος
-
40 χορτίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορτίον
См. также в других словарях:
χόρτος — enclosed place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… … Dictionary of Greek
χόρτοι — χόρτος enclosed place masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόρτοιο — χόρτος enclosed place masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόρτοις — χόρτος enclosed place masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόρτοισι — χόρτος enclosed place masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόρτον — χόρτος enclosed place masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόρτου — χόρτος enclosed place masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόρτους — χόρτος enclosed place masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόρτων — χόρτος enclosed place masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόρτῳ — χόρτος enclosed place masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)