Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

χάριτα

См. также в других словарях:

  • Χάριτα — Χάρις grace fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάριτα — χάρις grace fem acc sg χάριτος acceptable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρίτας — χαρίτᾱς , χάριτος acceptable fem acc pl χαρίτᾱς , χάριτος acceptable fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάριτ' — χάριτα , χάρις grace fem acc sg χάριτι , χάρις grace fem dat sg χάριτε , χάρις grace fem nom/voc/acc dual χάριτα , χάριτος acceptable neut nom/voc/acc pl χάριτε , χάριτος acceptable masc voc sg χάριται , χάριτος acceptable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάριτ' — Χάριτα , Χάρις grace fem acc sg Χάριτι , Χάρις grace fem dat sg Χάριτε , Χάρις grace fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PICTOR — I. PICTOR cognomentum C. Fabii filii; qui an. Urb. Cond. 550. ut ait Plin. l. 35. c. 4. aedem Salutis pinxit, indeque cognomen hoc familiae primus intulit. Pater fuit C. Fabii, qui anno 585. nempe 35. annis, post pictam a Patre aedem Salutis, cum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μάνητα — και μάνιτα, η (Μ μάνητα και μάνιτα) 1. οργή, θυμός 2. μανία, λύσσα 3. κακία, μίσος 4. ερωτικό πάθος 5. πολεμικό μένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάνη + κατάλ. ητα (πρβλ. νεότη > νεότητα). Ο τ. με ι κατά το χάριτα] …   Dictionary of Greek

  • συνεκπονώ — έω, Α [ἐκπονῶ] 1. εκπονώ, εκτελώ συγχρόνως («τῷ θανόντι χάριτα δεῑ συνεκπονεῑν», Ευρ.) 2. συνεργώ, συμπράττω σε κάτι 3. συμπράττω στην υποστήριξη, συνυποστηρίζω 4. παρέχω τη μέγιστη δυνατή βοήθεια …   Dictionary of Greek

  • όργητα — και όργιτα, η οργή, θυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οργή + κατάλ. ητα (πρβλ. νεότη > νεότητα). Ο τ. με ι κατά το χάριτα] …   Dictionary of Greek

  • όχθρητα — και όχθριτα και όχτρητα, η (στον Ερωτόκρ.) έχθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οχθρός + κατάλ. ητα (πρβλ. νεότης > νεότητα). Ο τ. με ι κατά τα χάριτα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»