-
1 αγιος
31) священный(ἱερόν Her., Xen.; πατρίς Plat.; ὅρκος Arst.)
2) посвященный(ἱερὸν ἅγιον τοῦ Ποσειδῶνος Plat.; νηὸς Ἥρης ἅ. Luc.)
3) святой, благочестивый, праведный Arph. etc. -
2 αγχηρης
-
3 αλιηρης
-
4 αμαξηρης
-
5 αμφηρης
21) прилаженный с обеих сторонἀμφῆρες δόρυ Eur. — двухлопастное весло
2) сложенный вместе, сваленный в кучу(ξύλα Eur.)
3) со всех сторон сбитый, крепко сколоченный(σκηνή Eur.)
-
6 αντηρης
21) противоположный, противолежащий(χώρα Eur.)
2) направленный прямо в упорἀντήρεις στερνῶν πληγαί Soph. — удары в грудь;
λαβεῖν τινα ἀντήρη Eur. — схватиться с кем-л. лицом к лицу3) вражеский(δεξιά Eur.)
-
7 δεκηρης
-
8 διχηρης
-
9 εκκαιδεκηρης
-
10 ενηρης
-
11 εννηρης
-
12 εξηρης
-
13 επτηρης
-
14 ευηρης
-
15 Ζευς
gen. Διός (dat. Διΐ и Δί с ῑ, acc. Δία, voc. Ζεῦ; эп.-поэт.: gen. Ζηνός, dat. Ζηνί, acc. Ζῆνα и Ζῆν, дор. Ζᾶν и Δᾶν; поздн. у Sext. gen. Ζεός, dat. Ζεΐ, acc. Ζέα) Зевс ( сын Кроноса и Реи - Κρόνου παῖς, Κρονίδης и Κρονίων Hom., Hes.; его эпитеты преимущ. у Hom.: ἄναξ βασιλεύς «владыка и повелитель», πατέρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε «отец богов и людей», μητιέτα, ὕπατος μήστωρ «высший промыслитель», μέγα, μέγιστος, κύδιστος, ὑπερμενής, ὑψίζυγος «величайший из богов», πανομφαῖος «податель всех знамений»: Ζ. αἰθέρι ναίων, νύκτες τε καὴ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν, Ζ. ὕει, Ζ. νίφει; νεφεληγερέτα, κελαινεφής «тучегонитель», εὐρυόπα, τερπικέραυνος, ἀργικέραυνος, ἀστεροπητής, ὑψιβρεμέτης, ἐριβρεμέτης, ἐρίγδουπος, στεροπηγερέτα «громовержец», αἰγίοχος «эгидодержавный», ξείνιος «блюститель законов гостеприимства», ἱκετήσιος «покровитель просящих об убежище», μειλίχιος, σωτήρ «спаситель», ἐλευθέριος «освободитель от иноземного ига», ἀγώνιος «бог браней», ὃρκιος, πίστιος «страж и покровитель верности», μόριος «защитник священных масличных рощ Аттики», ἑρκεῖος, ὁμόγνιος «хранитель домашнего очага и семейных уз», он брат и супруг Геры - πόσις Ἥρης, бог племени древних пеласгов - Πελασγικός, почитаемый во всей Греции, но с главным культовым центром в Додоне - Δωδωναῖος; иногда он обособляется от сонма богов, напр. в обращении ὦ Ζεῦ καὴ θεοί Xen.; впоследствии отождествл. с римск. Juppiter)πρὸς (τοῦ) Διός! — клянусь Зевсом!;
μὰ (τὸν) Δία! — нет, клянусь Зевсом!;νέ (τὸν) Δία! — да, клянусь Зевсом!;τῷ Διῒ πλούτου πέρι ἐρίζειν погов. Her. — тягаться в богатстве с (самим) Зевсом;Διὸς ὅ ἀστήρ Arst. — планета Юпитер;Διὸς ἡμέρα поздн. — четверг (лат. Jovis dies);Ζ. (κατα-) χθόνιος Hom. (ср. Juppiter Stygius Verg.) — подземный Зевс = Ἅιδης -
16 ισηρης
2положенный в равном количестве, равный -
17 κατηρης
2снабженный, оснащенный(πλοῖον Her.)
σκάφος ταρσῷ κατῆρες Eur. — корабль с веслами;κ. χλανιδίοις Eur. — завернувшийся в плащ;τὸ θησαύρισμα Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. — душистое сокровище Диониса, т.е. вино -
18 κισσηρης
-
19 κλινηρης
-
20 κωπηρης
21) снабженный веслами(σκάφος Eur.; πλοῖον Thuc.; πορθμεῖα Plut.)
κ. στόλος Aesch. — весельные корабли2) держащий весло(χείρ Eur.)
См. также в других словарях:
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
ἤρης — ἐράω 1 love imperf ind act 2nd sg (doric) ἐράω 2 pour forth imperf ind act 2nd sg (doric) ἐρέω love imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἤρα fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥρης — Ἥρα nine fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… … Dictionary of Greek
κατήρης — κατήρης, ῆρες (Α) 1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.) 2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», Ηρόδ.) 3. φρ. «ταρσός κατήρης» κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Με… … Dictionary of Greek
ενήρης — ἐνήρης, ες (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών ή ένα μόνο ζεύγος («μὴ ναῡν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μή πόλιν ἔχοντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυ ήρης, τρι ήρης κ.ά.] … Dictionary of Greek
κισσήρης — κισσήρης, ῆρες (Α) κισσηρεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχ ήρης, ποδ ήρης] … Dictionary of Greek
κλινήρης — ες (AM κλινήρης, ες, Μ και κλινάρης, ες) ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ήρης (Ι) (<… … Dictionary of Greek
κωπήρης — ες (Α κωπήρης, ῆρες) αυτός που είναι εφοδιασμένος ή κινείται με κουπιά, κωπήλατος («ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που κρατά το κουπί («κωπήρης χείρ», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὁ κωπῆρες πλοίο που κινείται με κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
λειμωνήρης — λειμωνήρης, ες (Α) αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ήρης (πρβλ. αμαξ ήρης, κλιν ήρης)] … Dictionary of Greek
λευκήρης — λευκήρης, ες (Α) λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + επίθημα ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ ήρης, ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek