-
1 ους
ὠτός, эп.-ион. οὖας, οὔατος, дор. ὦς τό (gen. dual. ὤτοιν; pl.: ὦτα, gen. ὤτων, dat. ὠσί - эп. οὔασι)1) ухо Hom.ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα Her. — насторожить уши;
φθόγγος βάλλει δι΄ ὤτων Soph. — слух доходит до ушей;δι΄ ὠτὸς ἐννέπειν πρός τινα Soph. — сказать кому-л. на ухо;ὦτα ἔχειν Plut. — (внимательно) слушать;εἰς τὸ οὖς ἀκούειν NT. — лично слышать;ὦτα βασιλέως Xen., Plut. — царевы уши, т.е. подслушиватели, шпионы2) ушко, ручка(οὔατα, sc. τῶν τριπόδων Hom.; τὰ ὦτα τοῦ ἀμφορέως Plut.)
3) οὖς Ἀφροδίτης Arst. Венерино ушко (Sigaretus haliotoides, моллюск из класса брюхоногих) -
2 ούς
(γεν. ωτός) τό уст.1) ухо;τό έξω (μέσον) ούς — наружное (среднее) ухо;
2) слух;τείνω το ούς — напрягать слух, прислушиваться;
τείνω ευήκοον ούς — благожелательно слушать, выслушивать;
κλείνω τα ώτα притворяться глухим -
3 οὖς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οὖς
-
4 Οὓς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Οὓς
-
5 οὓς
которыхкоторые которым которыми [о] которых Οὓς οὖςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οὓς
-
6 οὖς
τὸ οὖς, ὠτός ухо (ср. лат. auris; мед. отоларинголог) -
7 οὖς
{сущ., 37}Ссылки: Мф. 10:27; 11:15; 13:9, 15, 16, 43; Мк. 4:9, 23; 7:16, 33; 8:18; Лк. 1:44; 4:21; 8:8; 9:44; 12:3; 14:35; 22:50; Деян. 7:51, 57; 11:22; 28:27; Рим. 11:8; 1Кор. 2:9; 12:16; Иак. 5:4; 1Пет. 3:12; Откр. 2:7, 11, 17, 29; 3:6, 13, 22; 13:9.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οὖς
-
8 ούς
{сущ., 37}Ссылки: Мф. 10:27; 11:15; 13:9, 15, 16, 43; Мк. 4:9, 23; 7:16, 33; 8:18; Лк. 1:44; 4:21; 8:8; 9:44; 12:3; 14:35; 22:50; Деян. 7:51, 57; 11:22; 28:27; Рим. 11:8; 1Кор. 2:9; 12:16; Иак. 5:4; 1Пет. 3:12; Откр. 2:7, 11, 17, 29; 3:6, 13, 22; 13:9.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ούς
-
9 οὖς
ухо; перен. слух.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οὖς
-
10 οὖς
-
11 αγχίνους
ους, ουν сообразительный, находчивый, остроумный -
12 αιδώς
(-ούς) η стыд; смущение; застенчивость;προσβολή της δημοσίας αιδούς — нарушение общественной морали
-
13 αιματόχρους
ους, ουν, αιματόχρωμος, η, ο [ος, ον ] кроваво-красный -
14 αιμόχρους
ους, ουν см. αιματόχρους -
15 αλεπού
(-ούς) η прям., перен. лиса, лисица;πολική αλεπού — песец;
§ όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνη κρεμαστάρια — погов. видит око, да зуб неймёт;
τί θέλει η αλεπού στο παζάρι — не суй свой нос куда не следует
-
16 αλλόχρους
ους, ουν изменивший цвет -
17 αμβλύνους
ους, ουν тупоумный -
18 αμφίπλους
ους, ουν мор. приводимый в движение и паром и ветром -
19 άνθος
(-ους) τό1) цветок;άνθος του αγρού — полевой цветок;
άνθος της φλαμουριάς — липовый цвет;
φυτεύω (καλλιεργώ) άνθη сажать (выращивать) цветы;2) перен. цвет, лучшая часть;άνθος της κοινωνίας — сливки общества;
§ άνθος χαλκού, σιδήρου — шлак;
άνθη της νεότητας — юношеские прыщи;
] στο άνθος της ηλικίας — во цвете лет
-
20 ανθρακόχρους
ους, ουν чёрный как уголь
См. также в других словарях:
.ούς — οὕς , ὅς yas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὖς — Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
.ους — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.οῦς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑς — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὕς — ὅς yas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὗς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ … Dictionary of Greek
μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής … Dictionary of Greek