-
1 αμφηρης
21) прилаженный с обеих сторонἀμφῆρες δόρυ Eur. — двухлопастное весло
2) сложенный вместе, сваленный в кучу(ξύλα Eur.)
3) со всех сторон сбитый, крепко сколоченный(σκηνή Eur.)
См. также в других словарях:
erǝ-1, rē-, er(e)- — erǝ 1, rē , er(e) English meaning: to row Deutsche Übersetzung: “rudern; Ruder” Material: O.Ind. arí tra m. “ driving; rudder “, n. (also áritra ) “ rudder, helm “, aritár “oarsman”; Gk. ἐρέ της “oarsman”, replacement for *ἐρετήρ… … Proto-Indo-European etymological dictionary
αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… … Dictionary of Greek