-
1 χολής
χολάωto be full of black bile: pres ind act 2nd sg (doric)χολάωto be full of black bile: pres ind act 2nd sg (epic doric ionic)χολήgall: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 χολῆς
χολάωto be full of black bile: pres ind act 2nd sg (doric)χολάωto be full of black bile: pres ind act 2nd sg (epic doric ionic)χολήgall: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 χολῆς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χολῆς
-
4 κεράννῡμι
κεράννῡμι u. κεραννύω, z. B. Alc. com. Ath. X, 424 d, fut. κεράσω, att. κερῶ, κερᾷς, aor. ἐκέρασα, ep. κεράσσω u. ἐκέρασσα, perf. κέκρᾱκα u. κέκρᾱμαι, aor. med. ἐκερασάμην, ep. κεράσσατο, von einer syncopirten Form im Conj. κέρωνται, Il. 4, 260, aor. pass. ἐκράϑην u. ἐκεράσϑην (s. Beispiele unten), adj. verb. κεραστός, Ep. ad. 295 ( Plan. 83); vgl. über dies u. das perf. κεκέρασμαι Lob. zu Phryn. 582; der aor. act. κρῆσαι nur im compos. ἐπικεράννυμι. Vgl. auch κεράω, κεραίω, κιρνάω u. κίρνημι (nach Ath. XI, 476 a von κέρας, Trinkhorn); – mischen, mengen, vermischen; am gewöhnlichsten bei Hom. u. Folgdn von der Vermischung des dicken u. starken Weines mit Wasser, denn so gemischt wurde der Wein gewöhnlich getrunken; κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυϑρόν Od. 5, 93; im med., κρητῆρα κερασσάμενος 7, 179. 13, 50, einen Mischkrug mischen, d. i. ihn mit gemischtem Wein anfüllen; τὸν κρατῆρα κεραννύουσιν Hyperid. bei Ath. X, 424 d; vgl. πῶς οὖν κέκραται ὁ σκύφος Eur. Cycl. 554 u. κύλικος ἴσον ἴσῳ κεκραμένης Ar. Plut. 1132, der Wein u. Wasser zu gleichen Theilen gemischt enthält; ὅτε οἶνον ἐνὶ κρητῆρσι κέρωνται Il. 4, 260; das praes. hat Hom. noch nicht; κέρασον ἄκρατον Ar. Eccl. 1123; τοῖς ϑεοῖς εὐχόμενοι κεραννύωμεν Plat. Phil. 61 b; κρᾶμα κερασάμενος Tim. Locr. 95 e; οἶνος κερασϑείς Xen. An. 5, 4, 29, v. l. κεραϑείς, vgl. Anacr. 36, 11; bei Sp. übh. einschenken, zu trinken geben. – Von andern Dingen, mischen, durch Mischung mildern; vom Badewasser, Od. 10, 362; πλοῦτον ἀρετᾷ κεκραμένον, Reichthum mit Tugend verbunden, Pind. P. 5, 2, vgl. Ol. 11, 109; κέκραται γῆρας ἱερᾷ γενεᾷ P. 10, 41, das Alter naht sich dem Geschlecht; ϑεόσυτος ἢ βρὀτειος ἢ κεκραμένη Aesch. Prom. 116; κεραννύντας ἡδονὴν φϑόνῳ Plat. Phil. 50 a; ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται Prot. 320 d; ἐπειδὰν ταῦτα καλῶς καὶ μετρίως κραϑῇ πρὸς ἄλληλα, im rechten Verhältniß zu einander gemischt, gehörig temperirt, Phaed. 86 c; νοῦς μετὰ τῶν καλλίστων αἰσϑήσεων κραϑείς Legg. XII, 961 d; μετὰ χολῆς μελαίνης κερασϑέν Tim. 85 a; φωνὴ μὲν μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὶ Δωρίδος ἐκράϑη Thuc. 6, 5; κεκραμένος πρὸς χαλκὸν ἄργυρος Dem. 24, 214; Sp., φύσει πρὸς πᾶσαν ἀρετὴν εὖ κεκραμένος, von Natur zu jeder Tugend befähigt, Plut. Num. 3.
-
5 κλυδώνιον
κλυδώνιον, τό, dim. von κλύδων, gelinder Wogenschlag, Eur. Hec. 48 Hel. 1225; bes. am Gestade, Brandung, Thuc. 2, 84. Uebertr., κἀμοὶ προςέστη καρδίας κλυδώνιον χολῆς Aesch. Ch. 181, ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαῖς Spt. 777.
-
6 εὐ-μορφία
εὐ-μορφία, ἡ, schöne Bildung, Schönheit, Eur. Tr. 936; χολῆς λοβοῦ τε ποικίλην εὐμ. Aesch. Prom. 493; σώματος Plat. Legg. IV, 716 a; Folgde; ψυχῆς Themist.
-
7 δοχή
-
8 ἀπο-κάθαρσις
ἀπο-κάθαρσις, ἡ, die Reinigung, das Abwischen, Plut. Rom. 21; Absonderung, χολῆς Thuc. 2, 49; Sühnung, Xen. Ep. 1, 7; Plut.
-
9 αποκαθαρσις
- εως ἥ1) выделение, секреция(χολῆς Thuc.; σπέρματος Arst.)
2) отбросы, шлак (sc. τοῦ σιδήρου Arst.)3) очистка(τοῦ πυροῦ Plut.)
4) очищение, искупление(διά τινος Plut.)
-
10 δοχη
ἥ [δέχομαι]1) вместилищеδοχαὴ χολῆς Eur. или δοχαί Plat. — желчный пузырь
2) прием (гостей), угощение, пир(δοχέν ποιεῖν NT.)
-
11 ευμορφια
ἥ1) красота, изящество(σώματος Plat., Plut.; λόγων Eur.)
2) культ. счастливое расположениеχολῆς λοβοῦ τε εὐ. Aesch. — приятные богам желчь и печень (жертвенного животного) (особые признаки их, служившие благоприятным предзнаменованием)
-
12 κλυδωνιον
-
13 μιγνυμι
тж. μιγνύω и μίσγω (fut. μίξω, pf. μέμιχα; эп. 3 л. sing. aor. 2 med. ἔμικτο и μῖκτο или μίκτο; pass.: fut. μιχθήσομαι, fut. 2 μιγήσομαι, fut. 3 μεμίξομαι, aor. 1 ἐμίχθην, aor. 2 ἐμίγην, pf. μέμιγμαι; эп. inf. μιχθήμεναι и μιγήμεναι; эп. 2 л. conjct. μῐγήῃς - 3 л. pl. μιγέωσι)1) мешать, смешивать(οἶνον καὴ ὕδωρ, ἅλεσσι εἶδαρ Hom.; μέλι σὺν γάλακτι Pind.; γάλα τινί Aesch.; γῆν οὐρανῷ Plut.)
; pass. быть смешанным(κονίῃσι и ἐν κονίῃσι Hom.; ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον NT.)
μίσγεσθαι ἐς Ἀχαιούς Hom. — входить в толпу ахейцев;σύλλογος νέων καὴ πρεσβυτέρων μεμιγμένος Plat. — собрание, состоящее из молодых и стариков;ταύρου μεμίχθαι καὴ βροτοῦ διπλῇ φύσει Eur. ap. Plut. — иметь двойственную природу быка и человека ( о Минотавре)2) соединять, связыватьμῖξαι χεῖράς τε μένος τε Hom. — схватиться врукопашную;
μισγέμεναι τινὰ κακότητι καὴ ἄλγεσι Hom. — обрекать кого-л. на бедствия и скорбь;ξὺν κακοῖς μεμιγμένος Soph. — обреченный на страдания;μῖξαί τινα ἄνθεσι Pind. — украсить кого-л. цветами;πότμον μῖξαί τινι Pind. — принести кому-л. смерть;κλισίῃσι μιγήμεναι ἠδὲ νέεσσιν Hom. — прорваться до (ахейских) палаток и кораблей3) pass. быть соединенным или связанным, общаться(τινι Hom.)
μίξεσθαι ξενίῃ Hom. — быть связанным узами гостеприимства;ἐν αἱμακουρίαις μέμικται Pind. — он присутствует на гемакуриях;ἐν δαῒ или ἐν παλάμῃσι μιγῆναι Hom. — вступать в бой друг с другом;ἔσω μ. Hom. — проникнуть в дом;μ. ὑπὲρ ποταμοῖο Hom. — переправиться через реку;ἔμιχθεν στεφάνοις Pind. — они были увенчаны;ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν Pind. — они достигли почестей4) pass. (тж. μ. (ἐν) φιλότητι или εὐνῇ Hom., Hes.) вступать в любовную связь Hom.; ( о животных) спариваться(μίγνυται τῷ θήλει τὸ ἄρρεν Arst.)
-
14 πικρια
ἥ1) горький вкус, горечьστρέφεται εἰς πικρίαν ὅ καρπός Arst. — плод приобретает горький вкус;
χολέ πικρίας NT. = π. χολῆς2) раздражение, злоба(ὠμότης καὴ π. Plut.)
3) жесткость, резкость, суровость(πρὸς τὸν δῆμον Plut.)
-
15 πυλη
(ῠ) ἥ1) створка ( двери или ворот)Ἀΐδαο πύλαι Hom., Ἅιδου πύλαι Aesch. etc., тж. σκότου или νερτέρων πύλαι Eur. — врата Аида, т.е. подземное царство
3) pl. вход, проход(λίμνης πύλαι Aesch.)
πύλαι χολῆς Eur. — желчный проток -
16 ταλαιπωρια
ион. τᾰλαιπωρίη ἥ страдание, мучение, мука(ἐν τοῖς ἔργοις Polyb.)
ἀποκαθάρσεις χολῆς μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης Thuc. — сопряженные с сильной болью выделения желчи;τετρυμένοι ταλαιπωρίῃσί τε καὴ ἡλίῳ Her. — истомленные страданиями и солнечным зноем -
17 χολη
ἥ1) желчь Trag., Thuc., Plat.δοχαὴ χολῆς Eur. — желчный пузырь
2) тж. pl. желчный пузырь Aesch., Soph., Arst.3) желчь, раздражение, злоба Aesch., Dem.ἡ χ. ἐπιζεῖ Arph. — злоба кипит;
πάνυ ἐστὴ χ. Arph. — это очень раздражает;κινεῖν τέν χολήν Arph. — вызывать раздражение;χολέν ἐμεῖν Plut. — изрыгать желчь, т.е. говорить с величайшим гневом4) яд(τῆς ὕδρας Diod.)
-
18 желчный
желчн||ыйприл1. χολικός, χολώδης:\желчный пузырь анат. ἡ χοληδόχος κύστη [-ις], ἡ φούσκα τῆς χολής· \желчныйые камни мед. οἱ χολόλιθοι· \желчный проток анат. ὁ χολα-γωγός·2. перен πικρόχολος:\желчный характер ὁ φαρμακομύτης1 \желчный тон τό πικρόχολο ὕφος. -
19 έκχυσις
(-εως) η1) проливание, выливание, разливание; 2) разлитие;έκχυσις της χολής — разлитие жёлчи;
3) перен. излияние -
20 χολή
η1) жёлчь;φούσκα της χολής — жёлчный пузырь;
2) перен. жёлчь, жёлчность;χύνω την χολή μου — изливать жёлчь (на кого-л.);
στάζουν χολή οι λόγοι του — слова его полны жёлчи;
δεν έχει χολ μέσα του — он очень добрый (беззлобный) человек;
§
εσπασε η χολή μου από το φόβο μου — у меня от страха душа в пятки ушла;μ' επότισε χολή — он меня сильно огорчил;
του εκίνησε την χολή — он его разозлил, вывел из себя;
μου 'φέρε τη χολή στα μάτια — он меня вывел из терпения, он привёл меня в бешенство
См. также в других словарях:
χολῆς — χολάω to be full of black bile pres ind act 2nd sg (doric) χολάω to be full of black bile pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) χολή gall fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοληδόχος κύστη — Σακκοειδής σχηματισμός που επικοινωνεί με τις χοληφόρους οδούς μέσω του κυστικού πόρου. Βρίσκεται κάτω από το συκώτι, μαζεύει τη χολή, τη συμπυκνώνει και όταν συσπάται την εκχύνει στο δωδεκαδάκτυλο κατά τα γεύματα ή μετά από άλλα ερεθίσματα. Η… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… … Dictionary of Greek
αχολία — Η έλλειψη ή ελάττωση χολής. Η α. είναι σύμπτωμα ορισμένων παθήσεων, κυρίως των χοληφόρων οδών. Χαρακτηρίζεται από ίκτερο, υπέρχρωση των ούρων, αποχρωματισμό των κοπράνων (α. κοπράνων) κ.ά. * * * η (AM ἀχολία) [άχολος] νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη… … Dictionary of Greek
μελαγχολικός — ή, ό (ΑM μελαγχολικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιά («μελαγχολικός καιρός») 2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία νεοελλ. μσν. βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος μσν. 1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα 2.… … Dictionary of Greek
χολαγωγός — ό / χολαγωγός, όν, ΝΜΑ (για φάρμακο) αυτός που συντελεί στην απέκκριση χολής νεοελλ. 1. αυτός που διοχετεύει τη χολή («χολαγωγά αγγεία τού ήπατος») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χολαγωγά (φαρμ.) ουσίες που αυξάνουν τη ροή τής χολής στο έντερο.… … Dictionary of Greek
χολεμεσία — η, ΝΜΑ [χολημετῶ /χολεμετῶ] (στην αρχ. και μσν. αδόκιμος τ. αντί χολημεσία) ιατρ. πρόσμιξη χολής στο περιεχόμενο τών εμέτων, που μπορεί να οφείλεται σε παλινδρόμηση χολής ή σε υψηλή απόφραξη τού λεπτού εντέρου … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… … Wikipédia en Français