-
1 ταλαιπωρία
ταλαιπωρίᾱ, ταλαιπωρίαhard labour: fem nom /voc /acc dualταλαιπωρίᾱ, ταλαιπωρίαhard labour: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ταλαιπωρίαι, ταλαιπωρίαhard labour: fem nom /voc plταλαιπωρίᾱͅ, ταλαιπωρίαhard labour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ταλαιπωρία
ταλαιπωρία, ἡ, ion. ταλαιπωρίη, mühsame Arbeit, körperliche Anstrengung, Strapaze; im plur. Her. 4, 134; übh. Mühsal, Elend, kummervolles, unglückliches Leben, Thuc. 2, 49. 6, 92; ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρία, Pol. 3, 17, 8; ἡ περὶ τὰς ταφρείας, 6, 42, 2.
-
3 ταλαιπωρία
ταλαιπωρία, ας, ἡ (ταλαίπωρος; Hdt.+; PTebt 27, 40 [113 B.C.]; Libanius, Or. 50 p. 485, 19 F. [opp. ἀσέλγεια]; LXX; TestSol 20:4 [-ορία]; TestJob 3:4; JosAs cod. A ch. 11 [p. 54, 14 Bat.], also Pal. 364; Philo; Jos., Bell. 7, 278, Ant. 2, 257; Ar. 11, 4) wretchedness, distress, trouble, misery Ro 3:16 (Is 59:7). ἡ ταλαιπωρία τῶν πτωχῶν 1 Cl 15:6 (Ps 11:6). Pl. miseries (Hdt. 6, 11; Diod S 1, 36, 5; Galen, Protr. 14 p. 46, 20 J.; EpArist 15; Philo, Somn. 1, 174; Jos., Ant. 14, 379; Iren. 1, 14, 8 [Harv. I 143, 8]) Js 5:1.—M-M. Spicq. -
4 ταλαιπωρια
ион. τᾰλαιπωρίη ἥ страдание, мучение, мука(ἐν τοῖς ἔργοις Polyb.)
ἀποκαθάρσεις χολῆς μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης Thuc. — сопряженные с сильной болью выделения желчи;τετρυμένοι ταλαιπωρίῃσί τε καὴ ἡλίῳ Her. — истомленные страданиями и солнечным зноем -
5 ταλαιπωρία
ταλαιπωρία, ἡ, mühsame Arbeit, körperliche Anstrengung, Strapaze; übh. Mühsal, Elend, kummervolles, unglückliches Leben -
6 ταλαιπωρίᾳ
Βλ. λ. ταλαιπωρία -
7 ταλαιπωρία
{сущ., 2}бедствие, страдание, мучение, мука.Ссылки: Рим. 3:16; Иак. 5:1. LXX: 7701 (דשֺׁ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταλαιπωρία
-
8 ταλαιπωρία
{сущ., 2}бедствие, страдание, мучение, мука.Ссылки: Рим. 3:16; Иак. 5:1. LXX: 7701 (דשֺׁ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταλαιπωρία
-
9 ταλαιπωρία
η страдание, мучение, мука -
10 ταλαιπωρία
бедствие, страдание, мучение, мука; LXX: (שֹׂד).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ταλαιπωρία
-
11 ταλαιπωρία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ταλαιπωρία
-
12 ταλαιπωρία
[талэпориа] ουσ. Θ. беда, несчастье, бедствие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ταλαιπωρία
-
13 ταλαιπωρία
-ας + ἡ N 1 0-0-19-8-2=29 Is 47,11; 59,7; 60,18; Jer 4,20; 6,7distress, wretchedness, misery Jb 30,3; distressful state 2 Mc 6,9; shameful fate 3 Mc 4,12*Jer 28(51),35 αἱ ταλαιπωρίαι μου my troubles-ברישׁ for MT ארישׁ my flesh; *Jl 1,15 ταλαιπωρίας trouble-דדשׁ for MT דישׁ Mighty; *Ps 31(32),4 εἰς ταλαιπωρίαν to my misery-ידִּשֻׁ ְל for MT ידִּשַׁ ְל my dainty?Cf. SPICQ 1978a, 875; →NIDNTT -
14 ταλαιπωρία
[талэпориа]ουσ θ беда, несчастье, бедствие. -
15 ταλαιπωρία
2 hardship, distress, Th.4.117; τῇ τοῦ σώματος τ. And.2.17; ἡ ἐν τοῖς ἔργοις τ. Plb.3.17.8; ἡ περὶ τὸ πρᾶγμα τ. Phld.Oec.p.53 J.: pl.,ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Hdt.6.11
; τετρυμένοι.. ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ ib.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαιπωρία
-
16 ταλαιπωρία
1) incommodité2) souffrance -
17 ταλαιπωρία
niewygoda (f) rzecz. -
18 ταλαιπωρία
1) nepohodlí2) nepohodlnost3) obtíž -
19 ταλαιπωρία
1) discomfort2) troubleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ταλαιπωρία
-
20 incommodité
ταλαιπωρία
См. также в других словарях:
ταλαιπωρία — ταλαιπωρίᾱ , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc/acc dual ταλαιπωρίᾱ , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίᾳ — ταλαιπωρίαι , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc pl ταλαιπωρίᾱͅ , ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρία — η 1. σωματική κακοπάθεια, κοπιαστική προσπάθεια, κόπος. 2. στενοχώρια, βάσανο, μαρτύριο: Ζωή γεμάτη ταλαιπωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταλαιπωρία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α [ταλαίπωρος] σωματική κακοπάθεια, κόπωση νεοελλ. στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες») αρχ. 1. βαριά και επίπονη εργασία 2. εξάσκηση 3. σωματικός πόνος … Dictionary of Greek
ταλαιπωρίας — ταλαιπωρίᾱς , ταλαιπωρία hard labour fem acc pl ταλαιπωρίᾱς , ταλαιπωρία hard labour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαι — ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc pl ταλαιπωρίᾱͅ , ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαν — ταλαιπωρίᾱν , ταλαιπωρία hard labour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωριέων — ταλαιπωρία hard labour fem gen pl (epic ionic) ταλαιπωρίζω pronounce unhappy fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωριῶν — ταλαιπωρία hard labour fem gen pl ταλαιπωρίζω pronounce unhappy fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαις — ταλαιπωρία hard labour fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίη — ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)