-
1 желчный
желчн||ыйприл1. χολικός, χολώδης:\желчный пузырь анат. ἡ χοληδόχος κύστη [-ις], ἡ φούσκα τῆς χολής· \желчныйые камни мед. οἱ χολόλιθοι· \желчный проток анат. ὁ χολα-γωγός·2. перен πικρόχολος:\желчный характер ὁ φαρμακομύτης1 \желчный тон τό πικρόχολο ὕφος. -
2 жёлчный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. χολώδης, χολικός, της χολής•жёлчный пузырь χοληδόχος κύστη•
-ые камни χολόλιθοι,• жёлчный проток χολαγωγός.
2. μτφ. χολώδης, οργίλος, πικρόχολος, οξύχολος, οξύθυμος. || μτφ. φαρμακερός, πικρός, δηκτικός. -
3 желчный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. χολώδης, χολικός, της χολής•желчный пузырь χοληδόχος κύστη•
-ые камни χολόλιθοι,• желчный проток χολαγωγός.
2. μτφ. χολώδης, οργίλος, πικρόχολος, οξύχολος, οξύθυμος. || μτφ. φαρμακερός, πικρός, δηκτικός. -
4 Bladder
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bladder
-
5 Gall-bladder
subs.V. χολή, ἡ (or pl.), δοχαὶ χολῆς, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gall-bladder
См. также в других словарях:
χολῆς — χολάω to be full of black bile pres ind act 2nd sg (doric) χολάω to be full of black bile pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) χολή gall fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοληδόχος κύστη — Σακκοειδής σχηματισμός που επικοινωνεί με τις χοληφόρους οδούς μέσω του κυστικού πόρου. Βρίσκεται κάτω από το συκώτι, μαζεύει τη χολή, τη συμπυκνώνει και όταν συσπάται την εκχύνει στο δωδεκαδάκτυλο κατά τα γεύματα ή μετά από άλλα ερεθίσματα. Η… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… … Dictionary of Greek
αχολία — Η έλλειψη ή ελάττωση χολής. Η α. είναι σύμπτωμα ορισμένων παθήσεων, κυρίως των χοληφόρων οδών. Χαρακτηρίζεται από ίκτερο, υπέρχρωση των ούρων, αποχρωματισμό των κοπράνων (α. κοπράνων) κ.ά. * * * η (AM ἀχολία) [άχολος] νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη… … Dictionary of Greek
μελαγχολικός — ή, ό (ΑM μελαγχολικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιά («μελαγχολικός καιρός») 2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία νεοελλ. μσν. βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος μσν. 1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα 2.… … Dictionary of Greek
χολαγωγός — ό / χολαγωγός, όν, ΝΜΑ (για φάρμακο) αυτός που συντελεί στην απέκκριση χολής νεοελλ. 1. αυτός που διοχετεύει τη χολή («χολαγωγά αγγεία τού ήπατος») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χολαγωγά (φαρμ.) ουσίες που αυξάνουν τη ροή τής χολής στο έντερο.… … Dictionary of Greek
χολεμεσία — η, ΝΜΑ [χολημετῶ /χολεμετῶ] (στην αρχ. και μσν. αδόκιμος τ. αντί χολημεσία) ιατρ. πρόσμιξη χολής στο περιεχόμενο τών εμέτων, που μπορεί να οφείλεται σε παλινδρόμηση χολής ή σε υψηλή απόφραξη τού λεπτού εντέρου … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… … Wikipédia en Français