Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χνοῦν

См. также в других словарях:

  • χνοῦν — χνόος incrustation masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαρπίδιος — ἐπικαρπίδιος, ον (Α) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται πάνω στην επιφάνεια τών καρπών («χνοῡν ἐπικαρπίδιον», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • λασιόμαλον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μῆλον τὸ ἔχον χνοῡν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + μᾶλον, αιολ. και δωρ. τ. τού μῆλον] …   Dictionary of Greek

  • λεπταίνω — και λεπτύνω (AM λεπτύνω) [λεπτός] 1. καθιστώ κάτι λεπτό, τό εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῡν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ) 2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η… …   Dictionary of Greek

  • προσαφή — ἡ, Α [προσάπτομαι] επαφή («τὰ φύλλα ἔχει χνοῡν ὑπότραχυν κατὰ τὴν προσαφὴν κνησμὸν ἐμποιοῡντα», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»