-
1 λασίμηλον
λασί-μηλον, τό, der Rauchapfel, eine Quittenart mit wolliger Oberfläche -
2 λασιό-μᾱλον
λασιό-μᾱλον, τό, = λασίμηλον, Hesych.
-
3 ἀρί-μηλον
-
4 λασιόμαλον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λασιόμαλον
См. также в других словарях:
λασίμηλον — λασίμηλον, τὸ (Α) πιθ. το ροδάκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + μῆλον] … Dictionary of Greek
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek