-
1 Coat
subs.Coat of arms: Ar. and V. σημεῖον, τό, V. σῆμα, τό, ἐπίσημα, τό.Clad in coat of mail: P. τεθωρακισμένος.——————v. trans.Coat with tin: P. κασσιτέρῳ περιτήκειν (Plat., Criti. 116B).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Coat
-
2 Shift
subs.Shifts, evasions: P. and V. στροφαί, αἱ, P. διαδύσεις, αἱ, ἐκδύσεις, αἱ.——————v. trans.Move: P. and V. κινεῖν.Transfer: P. and V. μεταστρέφειν, μεθιστάναι, μεταφέρειν, V. μεταίρειν, P. περιιστάναι; see Transfer.Thinking that the guilt, which had been due to their sin before, had been shifted again to the Athenians; P. νομίσαντες τὸ παρανόμημα ὅπερ καὶ σφίσι πρότερον ἡμάρτητο αὖθις εἰς τοὺς Ἀθηναίους... περιεστάναι (Thuc. 7, I8).V. intrans. Change: P. and V. μεταστρέφεσθαι, μεθίστασθαι, μεταπίπτειν, P. περιίστασθαι; see Change.Change places: P. μετακεῖσθαι.Shift one's quarters: P. μετανίστασθαι, P. and V. μεθίστασθαι, ἀνίστασθαι, ἐξανίστασθαι, V. μετοικεῖν; see Move.At sea: P. μεθορμίζεσθαι.Shift about: P. and V. στρέφεσθαι.Shift one's ground: P. μεταβαίνειν (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shift
-
3 Shirt
subs.Ar. and P. χιτωνίσκος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shirt
-
4 Tunic
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tunic
См. также в других словарях:
χιτωνίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκος — ο, ΝΜΑ, και κιθωνίσκος Α υποκορ. τ. τού χιτώνας αρχ. 1. είδος στενού και ριχτού γυναικείου φορέματος 2. εξωτερικό περίβλημα σπυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
χιτωνίσκος — ο μικρός χιτώνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιτωνίσκοι — χιτωνίσκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκοις — χιτωνίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκον — χιτωνίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκου — χιτωνίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκους — χιτωνίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκων — χιτωνίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκῳ — χιτωνίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθωνίσκος — κιθωνίσκος, ὁ (Α) ιων. τ. χιτωνίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτωνίσκος με μετάθεση τής δασύτητας] … Dictionary of Greek