Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

χιτωνίσκος

  • 1 Coat

    subs.
    Tunic: P. and V. χιτών, ὁ, Ar. and P. χιτωνίσκος, ὁ; see Cloak, Tunic, Coating.
    Coat of arms: Ar. and V. σημεῖον, τό, V. σῆμα, τό, ἐπσημα, τό.
    Coat of mail: P. and V. θώραξ, ὁ, V. πνοπλα ἀμφιβλήματα, τά.
    Clad in coat of mail: P. τεθωρακισμένος.
    ——————
    v. trans.
    Smear: Ar. and P. λείφειν, περιαλείφειν, P. ἐπαλείφειν.
    Coat with tin: P. κασσιτέρῳ περιτήκειν (Plat., Criti. 116B).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Coat

  • 2 Shift

    subs.
    Artifice: P. and V. πατή, ἡ, δόλος, ὁ (rare P.), σόφισμα, τό. μηχνημα, τό; see Artifice, Device.
    Shifts, evasions: P. and V. στροφαί, αἱ, P. διαδύσεις, αἱ, ἐκδύσεις, αἱ.
    Relay—Apportioning ( the work) in shifts: P. διηρημένοι κατʼ ἀναπαύλας (Thuc. 2, 75); see Relief.
    Undergarment: use Ar. χιτώνιον, τό, Ar. and P. χιτωνίσκος, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Move: P. and V. κινεῖν.
    Transfer: P. and V. μεταστρέφειν, μεθιστναι, μεταφέρειν, V. μεταίρειν, P. περιιστάναι; see Transfer.
    Move to another place: Ar. and P. μεταβιβάζειν.
    Shift the blame on to: P. and V. αἰτίαν ναφέρειν εἰς (acc.).
    Thinking that the guilt, which had been due to their sin before, had been shifted again to the Athenians; P. νομίσαντες τὸ παρανόμημα ὅπερ καὶ σφίσι πρότερον ἡμάρτητο αὖθις εἰς τοὺς Ἀθηναίους... περιεστάναι (Thuc. 7, I8).
    Change: P. and V. μεταβάλλειν; see Change.
    V. intrans. Change: P. and V. μεταστρέφεσθαι, μεθίστασθαι, μεταπίπτειν, P. περιίστασθαι; see Change.
    Change places: P. μετακεῖσθαι.
    Shift one's quarters: P. μετανίστασθαι, P. and V. μεθίστασθαι, νίστασθαι, ἐξανίστασθαι, V. μετοικεῖν; see Move.
    At sea: P. μεθορμίζεσθαι.
    Maintain oneself: P. βιοτεύειν, P. and V. διαζῆν; see make a living, under Living.
    Shift about: P. and V. στρέφεσθαι.
    Shift one's ground: P. μεταβαίνειν (Plat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shift

  • 3 Shirt

    subs.
    Ar. and P. χιτωνίσκος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shirt

  • 4 Tunic

    subs.
    P. and V. χιτών. ὁ (Eur., I. T. 288; Soph., Trach. 769), V. ἐπενδύτης, ὁ (Soph., frag.), Ar. and P. χιτωνίσκος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tunic

См. также в других словарях:

  • χιτωνίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίσκος — ο, ΝΜΑ, και κιθωνίσκος Α υποκορ. τ. τού χιτώνας αρχ. 1. είδος στενού και ριχτού γυναικείου φορέματος 2. εξωτερικό περίβλημα σπυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • χιτωνίσκος — ο μικρός χιτώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιτωνίσκοι — χιτωνίσκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίσκοις — χιτωνίσκος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίσκον — χιτωνίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίσκου — χιτωνίσκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίσκους — χιτωνίσκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίσκων — χιτωνίσκος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίσκῳ — χιτωνίσκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθωνίσκος — κιθωνίσκος, ὁ (Α) ιων. τ. χιτωνίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτωνίσκος με μετάθεση τής δασύτητας] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»