Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χθόνιοι

См. также в других словарях:

  • Χθόνιοι — Χθόνιος in masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθόνιοι — χθόνιος in masc nom/voc pl χθόνιος in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χθόνιοι θεοί — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι θεοί και οι δαίμονες που είχαν σχέση με τον Άδη ή τη χθόνα (Γη). Κυριότεροι ήταν ο Πλούτωνας, η Περσεφόνη, η Δήμητρα, ο Χθόνιος Ερμής, η Εκάτη, ο Χάροντας και ο Θάνατος. Τους προσέφεραν σπονδές και τους… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Chi — Chi Inhaltsverzeichnis 1 Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ κύριος μετὰ σοῦ …   Deutsch Wikipedia

  • χθόνιος — α, ο / χθόνιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υποχθόνιος, υπόγειος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι χθόνιοι μυθ. οι χθόνιοι θεοί και δαίμονες 4. φρ. «χθόνιοι θεοί [ή δαίμονες]»… …   Dictionary of Greek

  • Chthonische Götter — Heiligtum der chthonischen Gottheiten in Agrigent …   Deutsch Wikipedia

  • ХТОНИЙ —    • Χθόνιος,          подземный, прозвание подземных богов (см. Religio, Религия, 4) как, напр., Гадеса, Гермеса, Деметры, Персефопы, также Диониса; οί χθόνιοι подземные тени;        2. землеродный; так называется один из пяти Σπαρτοί, которые… …   Реальный словарь классических древностей

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • CHTHONIA — Ceres dicta, quasi terrestris, seu terrena, quamquam Pausan. auctor est, l. 1. eam cognomen hoc sortitam a Chthoniâ quadam puellâ Argivâ, quod post ambustum patrem a Dea in Hermionem oppid. ducta, ibi templum ei consecraverit, Chthoniamque Deam a …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… …   Dictionary of Greek

  • ενφέρνιοι θεοί — ἐνφέρνιοι θεοί (Α) πιθ. οι inferni τών Ρωμαίων, οι χθόνιοι θεοί, οι θεοί τού Άδη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»