-
21 χερσαίαν
χερσαί̱ᾱν, χερσαῖοςfrom: fem acc sg (attic doric aeolic) -
22 χερσαίην
χερσαί̱ην, χερσαῖοςfrom: fem acc sg (epic ionic) -
23 χερσαίης
χερσαί̱ης, χερσαῖοςfrom: fem gen sg (epic ionic) -
24 χερσαίησιν
-
25 χερσαίῃσιν
-
26 χερσαίοιο
χερσαί̱οιο, χερσαῖοςfrom: masc /neut gen sg (epic) -
27 χερσαίοις
χερσαί̱οις, χερσαῖοςfrom: masc /neut dat pl -
28 χερσαίοισι
χερσαί̱οισι, χερσαῖοςfrom: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
29 χερσαίου
χερσαί̱ου, χερσαῖοςfrom: masc /neut gen sg -
30 χερσαίους
χερσαί̱ους, χερσαῖοςfrom: masc acc pl -
31 χερσαίω
-
32 χερσαίῳ
-
33 κροκόδειλος
-ου ὁ N 2 1-0-0-0-0=1 Lv 11,29lizard; ὁ κροκόδειλος ὁ χερσαῖος land crocodile, lizard -
34 βλῆσθαι
A v. βάλλω. [full] βλήσσα<ν>· βότρυν ἡμιπέ<πε> ιρον, Hsch. [full] βλήσσανον· φυτὸν σχίνῳ ὅμοιον, Id. [full] βληστάς· ὁ χερσαῖος σκορπίος, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλῆσθαι
-
35 κίκελος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίκελος
-
36 κροκοδιλέα
κροκο-δῑλέα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκοδιλέα
-
37 μαργαρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαργαρίτης
-
38 νηκτός
A swimming, opp. χερσαῖος, Arist. Mu. 398b31, cf. Plu.2.636e;ν. πλῆθος ἰχθύων Vett.Val.344.15
, cf.AP 6.4 (Leon.); of a shield, ib.9.115; in air as well as water, Ph.1.14;τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν Gal.18(1).207
; butτὸ ν.
power of swimming,Anacreont.
24.5. -
39 σκορπίος
σκορπί-ος, ὁ,A scorpion, A.Fr. 169, Pl.Euthd. 290a, Sammelb.1267.7 (i A.D.), etc.; σ. ὁ χερσαῖος (v. infr. 11) Arist.HA 555a23: prov.,ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίον φυλάσσεο Praxill.4
;ἐν παντὶ σ. φρουρεῖ λίθῳ S. Fr.37
; also σκορπίον ὀκτώπουν ἐγείρεις 'let sleeping dogs lie', Hsch.;ὥσπερ ἔχις ἢ σ. ἠρκὼς τὸ κέντρον D.25.52
.II a sea-fish, prob. Scorpaena scrofa, Alex.261.9, Diocl.Fr.135, Arist.HA 508b17, Plu.2.977f; used (like the mugilis in Catull.15.19, Juv.10.317) to punish adulterers, Pl.Com.173.21; dub. sens. in LXX 3 Ki.12.11.2 scorpion root, Doronicum caucasicum, ib.9.13.6.3 = θηλυφόνον, ib.9.18.2.IV the constellation Scorpio, Cleostrat.1, Arat.85, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Eratosth.Cat.7.V an engine of war for discharging arrows, Hero Bel.74.6, Plu.Marc. 15;σκορπίων σωλῆνες IG22.1627.333
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκορπίος
-
40 στρουθός
A sparrow, Fringilla domestica, Il.2.311 (fem.), Sapph.1.10, Hdt.1.159, Ar.V. 207, Av. 578, Epich.45, Ael.NA17.41, Edict.Diocl.4.35, etc.; οἱ μικροὶ ς. Gal.6.700; interpol. in (lyr.).2 σ. αἱ μεγάλαι ostriches, X. An.1.5.2, cf. Gal.6.702, POxy.920.8 (ii/iii A.D.); οἱ μεγάλοι ς. Gal.6.788: also σ. κατάγαιος (i.e. the bird that runs, does not fly), Hdt.4.175, 192;χερσαῖος Ael.NA14.13
;ὁ σ. ὁ Λιβυκός Arist.PA 695a17
, 697b14, etc.;ὁ ἐν Λιβύῃ Id.HA 616b5
;ὁ Ἀράβιος Heraclid.Cum.2
: simply στρουθός, ἡ, Ar.Ach. 1105, Av. 875; ὁ, Luc.Dips.6.3 of the mythic birds of Lake Stymphalus, IG14.1293C.II a flat fish, flounder, Pleuronectes flesus, Ael.NA14.3.III σ., ὁ, a plant, = στρούθειον, Thphr.HP9.12.5.IV σ., ὁ, lewd fellow, lecher, Hsch. (Hsch. cites a form [full] στροῦς: a form *[full] τρουθός may perh. be inferred from the pr. nameΤρούθων IG12(9).249
B75 (Eretria, iii B.C.), compared with Στρούθιππος ib.241.83 (ibid., iv B.C.); cf.στρούθειος 1.1
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρουθός
См. также в других словарях:
χερσαῖος — from masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαίος — α, ο / χερσαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ος Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
χερσαίος — α, ο ηπειρωτικός, στεριανός: Στην Αφρική υπάρχουν σπάνια χερσαία ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χερσαῖον — χερσαῖος from masc acc sg χερσαῖος from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖα — χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖαι — χερσαῖος from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖοι — χερσαῖος from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖ' — χερσαῖα , χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl χερσαῖε , χερσαῖος from masc voc sg χερσαῖαι , χερσαῖος from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηπειρώτης — ὁ, Α αυτός που είναι επίσης χερσαίος, που είναι κι αυτός στεριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠπειρώτης «χερσαίος, στεριανός»] … Dictionary of Greek
χερσαία — χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc/acc dual χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαίας — χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem acc pl χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)