-
1 χερσαίω
-
2 χερσαίῳ
См. также в других словарях:
χερσαίῳ — χερσαί̱ῳ , χερσαῖος from masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 χερσαίω
2 χερσαίῳ
χερσαίῳ — χερσαί̱ῳ , χερσαῖος from masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)