Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χείλεα

См. также в других словарях:

  • χείλεα — χεί̱λεα , χεῖλος lip neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • по усам текло, в рот не попало — Ср. Были деньги, да взять не успели: по усам текло, да в рот не попало... Островский. Лес. 4, 1. Ср. Тут... не удалось, дом не такой, нельзя было настаивать очень... только что... нам по усам текло, а в рот не попало. Даль. Хлебные дельцы.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • AMPLEXU — dimitti et recipi caros, moris Romani fuit, adeo ut iam mortuis idem praestiterint. Stat. Lacrimis Etrusci; l. 3. Sylv. 3. v. 17. tenet ecce seniles Leniter implicitos vultus, sanctamque parentis Canitiem spargit lacrimis, animaque supremum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LUTUM — I. LUTUM prima generis nostri nobilitas. Ex terra enim lutove, primum hominem factum, e sacra Historia cuivis liquet. Cui convenienter Philosophi, Ε᾿πὶ τε τοῦ ἀνθρώπου ἐκ χοὸς διαπλάσεως ἱςτάμενοι, γήϊνον μὲν παῤ ἕκαςτα τὸ σῶμα ἀναγορεύουτιν, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εφελκούμαι — ἐφελκοῡμαι, όομαι (Α) εκδηλώνομαι, ξεσπώ σε πληγή, σε έλκος, γίνομαι ελκώδης («οἱ πυρετοί, ἐν οἷσιν ἐφελκοῡται χείλεα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκοῡμαι (< ἕλκος)] …   Dictionary of Greek

  • καθελκούμαι — καθελκοῡμαι, όομαι (Α) 1. γεμίζω από πληγές, από έλκη («χείλεα καθηλκωμένα», Ιπποκρ.) 2. τραυματίζομαι, πληγώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλκοῡμαι (< ἕλκος)] …   Dictionary of Greek

  • παραχέω — Α χύνω νερό ή άλλο υγρό κοντά σε κάτι, χύνω επί πλέον 2. χύνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο («τὸ μύρον παραχέων βαδίζω», Πλάτ. Κωμ.) 3. χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τοῑς σκέλεσι ἔλαιον παραχέειν», Γαλ.) 4. (σχετικά με στερεές ύλες που αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • περιπτύσσω — ΝΜΑ (το ενεργ. και μέσ.) περιπτύσσομαι περιβάλλω κάποιον ή κάτι με τους βραχίονες και, κυρίως, κλείνω μέσα στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω (α. «λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», Ακολ. Πάσχα β. «ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι… …   Dictionary of Greek

  • στύφω — ΝΜΑ 1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων τού στόματος, προξενώ στυφότητα 2. προκαλώ συστολή τής κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.) 3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια τής… …   Dictionary of Greek

  • ταναός — και ταναδός, ή, όν, θηλ. και ταναός, Α 1. επιμήκης, μακρύς («πλόκαμος... ταναός», Ευρ.) 2. ευρύς («ταναὸν αἰθέρα», Ευρ.) 3. αυτός που ηχεί δυνατά («ταναῇ ὀπί», Κόϊντ.) 4. μακροχρόνιος («ταναοῡ γήραος», Ανθ. Παλ.) 5. πλατύς («ταναὰ χείλεα»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»