Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

φώς

  • 1 ışık

    φως

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ışık

  • 2 aydınlık

    φως, φέγγος, φωτεινότητα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > aydınlık

  • 3 ziya

    φως, φέγγος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ziya

  • 4 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

  • 5 свет

    свет I
    м в разн. знач. τό φως:
    лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.
    свет II
    λ·
    1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:
    страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·
    2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:
    всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας.

    Русско-новогреческий словарь > свет

  • 6 освещение

    освещен||ие
    с
    1. ὁ φωτισμός, τό <ρῶς:
    электрическое \освещение ὁ ἡλεκτροφωτισμός, τό ἡλεκτρικό φῶς· искусственное \освещение ὁ τεχνητός φωτισμός, τό τεχνητό φῶς· дневное \освещение τό φως τής ἡμέρας· солнечное \освещение τό φῶς τοῦ ἡλίου, τό ἡλιακό φῶς, τό ἡλιόφως·
    2. жив. τό φῶς'
    3. перен ἡ ἐρ. μηνεία:
    в \освещениеии кого-л. κατά τήν ἐρμηνεία κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > освещение

  • 7 огонь

    огонь м η φωτιά, το πυρ* η φλόγα (пламя)· το φως (освоение)· зажечь (погасить) \огонь ανάβω ( σβήνω) το φως ◇ вечный \огонь η άσβεστη φλόγα
    * * *
    м
    η φωτιά, το πυρ; η φλόγα ( пламя); το φως ( освещение)

    заже́чь (погаси́ть) ого́нь — ανάβω (σβήνω) το φως

    ••

    Ве́чный ого́нь — η άσβεστη φλόγα

    Русско-греческий словарь > огонь

  • 8 свет

    I свет Ι м το φως; ο φωτισμός (освещение зажигать (гасить) \свет ανάβω (σβήνω) το φως II свет II м (мир) о κόσμος, το σύμπαν
    * * *
    I м
    το φως; ο φωτισμός ( освещение)

    зажига́ть (гаси́ть) свет — ανάβω (σβήνω) το φως

    II м
    ( мир) ο κόσμος, το σύμπαν

    Русско-греческий словарь > свет

  • 9 огонь

    огонь
    м
    1. (пламя) ἡ φωτιά, τό πῦρ, ἡ φλόγα·
    2. (освещение, свет) τό φως:
    работать при огне ἐργάζομαι μέ φως· зажигать \огонь ἀνάβω φῶς· гасить \огонь σβήνω τό φως·
    3. мн. огни́ (светящиеся точки) τά φώτα:
    сигнальные огии́ τά συνθηματικά (или διακριτικά) φῶτα·
    4. воен. τό πῦρ, τά πυρά:
    артиллерийский \огонь τό πῦρ τοῦ πυροβολικοῦ, τό κανονίδι· пулеметный \огонь τά πυρά πολυβόλων, ὁ πολυβολισμός· ружейный \огонь τό τουφεκίδι· заградительный \огонь τό μπαράζ, ὁ φραγμός πυρός· перекрестный \огонь τά διασταυρούμενα πυρά· прицельный \огонь ἡ σκοπευτική βολή· под огнем ὑπό τά πυρά· открывать \огонь ἀνοίγω πυρά· прекращать \огонь παύω τό πῦρ·
    5. перен ἡ φλόγα, ἡ φωτιά:
    его глаза горят огнем τά μάτια του βγάζουν φλόγες· ◊ огнем и мечом διάπυρος καί σιδήρου· между двух огней μεταξύ δύο πυρών нет дыма без огия погов. δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· из огня да в полымя погов. ἀπό τό κακό στό χειρότερο· пройти́ \огонь и воду (и медные тру́бы) разг διέρχομαι διά πυρός καί σιδήρου· подлить масла в \огонь разг ρίχνω λάδι στή φωτιά· играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· днем с огнем не найдешь εἶναι ἀδύνατο νά βρῶ κάτι· пойти́ за кого-л. в \огонь и воду ρίχνομαι στή φωτιά γιά κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > огонь

  • 10 огонь

    огня α.
    1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•

    развести огонь ανάβω φωτιά•

    сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•

    греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.

    || μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•

    он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.

    || μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.
    2. φως•

    зажечь огонь ανάβω το φως•

    погасить огонь σβήνω το φως•

    светит огонь φέγγει το φως.

    || πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•

    его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.

    3. (στρατ.) πυρ•

    огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•

    прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•

    перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•

    сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•

    заградительный огонь φραγμός πυρών•

    артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•

    шквильный огонь καταιγισμός πυρών•

    греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•

    линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).

    εκφρ.
    α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•
    β) στη μάχη•
    в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•
    из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•
    между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•
    - м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•
    боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•
    пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά.

    Большой русско-греческий словарь > огонь

  • 11 Light

    subs.
    P. and V. φῶς, τό, Ar. and V. φέγγος, τό (also Plat. but rare P.), φάος, τό.
    Gleam: Ar. and V. σέλας, τό (also Plat. but rare P.), αὐγή, ἡ (also Plat. in sense of ray).
    Lamp: Ar. and P. λύχνος, ὁ.
    Concretely of persons or things, the light of, the glory of: V. γαλμα, τό, φῶς, τό, φάος, τό; see Glory.
    See the light, live, v.:V. φῶς βλέπειν, φάος βλέπειν, or βλέπειν alone.
    As soon as it was light: P. and V. μʼ ἡμέρᾳ, P. ἅμʼ ἔῳ.
    Light was beginning to break: P. ὑπέφαινέ τι ἡμέρας (Plat., Prot. 312A).
    Bringing light, adj.: Ar. and V. φωσφόρος.
    Bring to light, v.: P. and V. ναφαίνειν, εἰς μέσον φέρειν, P. πρὸς φῶς ἄγειν, εἰς τὸ φανερὸν ἄγειν; see Disclose.
    Come to light: P. and V. φαίνεσθαι, ἀναφαίνεσθαι, ἐκφαίνεσθαι (Plat.).
    Give a light: Ar. and P. φαίνειν (absol.).
    Shed light on, met.: P. and V. σαφηνίζειν (acc.) (Xen.), διασαφεῖν (acc.); see Explain.
    Shine on: P. καταλάμπειν (gen.) (Plat.).
    Stand in a person's light: P. and V. ἐμποδὼν εἶναι (dat.).
    In the light of: P. and V. ἐκ (gen.), πό (gen.).
    Each of the former favours is viewed in the light of the final result: P. πρὸς τὸ τελευταῖον ἐκβὰν ἕκαστον τῶν προϋπαρξάντων κρίνεται (Dem. 12).
    Represent in a bad light: P. κακῶς εἰκάζειν περί (gen.) (Plat., Rep. 377E).
    ——————
    v. trans.
    Kindle: P. and V. ἅπτειν, νάπτειν, φάπτειν, κειν, V. αἴθειν, ναίθειν, παίθειν, δαίειν, ἀνδαίειν, ναιθύσσειν, νακειν (Eur., Cycl.), ἐκκειν.
    Have lighted: P. ἀνάπτεσθαι (Lys. 93).
    A lighted torch, subs.: Ar. δᾷς ἡμμένη.
    A lighted lamp: P. λύχνος ἡμμένος (Thuc. 4, 133).
    Give light to: Ar. and P. φαίνειν (dat.).
    Make bright, v.: V. φλέγειν.
    Fall: P. and V. πίπτειν, κατασκήπτειν.
    Light on, descend on: P. and V. κατασκήπτειν (εἰς, acc.).
    Envy is wont to light on things exalted: V. εἰς τἀπίσημα δʼ ὁ φθόνος πηδᾶν φίλεῖ (Eur., frag.).
    Light on, chance on: P. and V. ἐντυγχνειν (dat.), τυγχάνειν (gen.), προσπίπτειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτυγχνειν (gen. or dat.), P. περιπίπτειν (dat.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.), V. κιγχνειν (acc. or gen.).
    Of events: see Befall.
    Settle on: see Settle.
    ——————
    adj.
    Ar. and P. φανός (Plat.),
    Of colour: P. and V. λαμπρός; see Bright.
    As opposed to heavy: P. and V. κοῦφος, ἐλαφρός.
    Easy to carry: V. εὐάγκαλος.
    Small, slight: P. and V. λεπτός.
    Active, nimble: P. and V. ἐλαφρός (Xen.), Ar. and V. κοῦφος, θοός, V. λαιψηρός.
    Light troops: see light-armed.
    Light conduct: P. and V. ὕβρις, ἡ.
    Not serious: P. and V. κοῦφος, ἐλαφρός.
    Easy: P. and V. ῥᾴδιος, εὐπετής (Plat.), εὔπορος, κοῦφος, ἐλαφρός, V. εὐμαρής.
    Make light of: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.), Ar and V. φαύλως φέρειν (acc.), V. εὐπετῶς φέρειν (acc.) (Soph., frag.); see Disregard, Despise.
    Disparage: P. and V. διαβάλλειν ( acc).
    With a light heart: P. εὐχερῶς, P. and V. ῥᾳδίως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Light

  • 12 light

    I 1. noun
    1) (the brightness given by the sun, a flame, lamps etc that makes things able to be seen: It was nearly dawn and the light was getting stronger; Sunlight streamed into the room.) φως
    2) (something which gives light (eg a lamp): Suddenly all the lights went out.) φως
    3) (something which can be used to set fire to something else; a flame: Have you got a light for my cigarette?) φωτιά
    4) (a way of viewing or regarding: He regarded her action in a favourable light.) φως
    2. adjective
    1) (having light; not dark: The studio was a large, light room.) φωτεινός
    2) ((of a colour) pale; closer to white than black: light green.) ανοιχτός
    3. [lit] verb
    1) (to give light to: The room was lit only by candles.) φωτίζω
    2) (to (make something) catch fire: She lit the gas; I think this match is damp, because it won't light.) ανάβω
    - lighting
    - lighthouse
    - light-year
    - bring to light
    - come to light
    - in the light of
    - light up
    - see the light
    - set light to
    II
    1) (easy to lift or carry; of little weight: I bought a light suitcase for plane journeys.) ελαφρός
    2) (easy to bear, suffer or do: Next time the punishment will not be so light.) ελαφρός
    3) ((of food) easy to digest: a light meal.) ελαφρός
    4) (of less weight than it should be: The load of grain was several kilos light.) ελαφρότερος από το κανονικό
    5) (of little weight: Aluminium is a light metal.) ελαφρός
    6) (lively or agile: She was very light on her feet.) ανάλαφρος
    7) (cheerful; not serious: light music.) ελαφρός
    8) (little in quantity; not intense, heavy, strong etc: light rain.) ελαφρός, ανεπαίσθητος, απαλός
    9) ((of soil) containing a lot of sand.) αμμώδης
    - light-headed
    - light-hearted
    - lightweight
    - get off lightly
    - make light of
    - travel light
    III = light on - past tense, past participle lit [lit] - verb
    (to find by chance: While wandering round the town, we lit on a very cheap restaurant.) συναντώ τυχαία

    English-Greek dictionary > light

  • 13 вскрыть

    вскрою, вскроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    вскрыть письмо ανοίγω το γράμμα•

    вскрыть пакет ανοίγω το πακέτο.

    2. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως•

    вскрыть недостатки в работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά.

    3. ανατέμνω, σχίζω, κόβω•

    вскрыть труп κάνω νεκροψία•

    вскрыть нарыв σχίζω το απόστημα.

    1. ανοίγομαι.
    2. μτφ. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, βγαίνω στο φως, στα φόρα•

    -лись причины поражения βγήκαν στο φως οι αιτίες της ήττας.

    3. ξεπαγώνω•

    река -лась το ποτάμι ξεπάγωσε (έλιωσε ο πάγος που το κάλυπτε).

    Большой русско-греческий словарь > вскрыть

  • 14 микроскопия

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микроскопия

  • 15 освещение

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освещение

  • 16 выключать

    выключать, выключить δια κόπτω· \выключать свет σβήνω το φως· \выключать ток κόβω το ηλεκτρικό· \выключать телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο' \выключать радио κλείνω το ραδιόφωνο
    * * *
    = выключить

    выключа́ть свет — σβήνω το φως

    выключа́ть ток — κόβω το ηλεκτρικό

    выключа́ть телефо́н — αποσυνδέω το τηλέφωνο

    выключа́ть ра́дио — κλείνω το ραδιόφωνο

    Русско-греческий словарь > выключать

  • 17 гасить

    гасить σβήνω \гасить свет σβήνω το φως ◇ \гасить почто вую марку σφραγίζω γραμμα τόσημο
    * * *

    гаси́ть свет σβήνω — το φως

    ••

    гаси́ть почто́вую ма́рку — σφραγίζω γραμματόσημο

    Русско-греческий словарь > гасить

  • 18 зажечь

    зажечь ανάβω \зажечь свет ανάβω το φως
    * * *

    заже́чь свет — ανάβω το φως

    Русско-греческий словарь > зажечь

  • 19 освещение

    освещение с о φωτισμός, το φως· электрическое \освещение о ηλεκτροφωτισμός
    * * *
    с
    ο φωτισμός, το φως

    электри́ческое освеще́ние — ο ηλεκτροφωτισμός

    Русско-греческий словарь > освещение

  • 20 слепнуть

    слепнуть τυφλώνω, χάνω το φως (или την όραση) μου
    * * *
    τυφλώνω, χάνω το φως ( или την όρασή) μου

    Русско-греческий словарь > слепнуть

См. также в других словарях:

  • φώς — man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός …   Dictionary of Greek

  • φῶς — φάος light neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες …   Dictionary of Greek

  • άγιο φως — Το φως που ανάβεται στον τάφο του Σωτήρος στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, σε ειδική τελετή τις πρώτες ώρες του Μεγάλου Σαββάτου μετά το μεσημέρι. Από εκει μοιράζεται σε όλους τους προσκυνητές που παραβρίσκονται. Το φως αυτό, που… …   Dictionary of Greek

  • ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… …   Dictionary of Greek

  • Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • φῶτες — φώς man masc nom/voc pl φώς man masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωσί — φώς man masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»