-
1 освещение
освещение с о φωτισμός, το φως· электрическое \освещение о ηλεκτροφωτισμός* * *сο φωτισμός, το φωςэлектри́ческое освеще́ние — ο ηλεκτροφωτισμός
-
2 освещение
1. (устройство освещения) о φωτισμός, το σύστημα φωτισμού- κινδύνου3. (воздействие света) η έκθεση σε φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освещение
-
3 освещение
освещен||иес1. ὁ φωτισμός, τό <ρῶς:электрическое \освещение ὁ ἡλεκτροφωτισμός, τό ἡλεκτρικό φῶς· искусственное \освещение ὁ τεχνητός φωτισμός, τό τεχνητό φῶς· дневное \освещение τό φως τής ἡμέρας· солнечное \освещение τό φῶς τοῦ ἡλίου, τό ἡλιακό φῶς, τό ἡλιόφως·2. жив. τό φῶς'3. перен ἡ ἐρ. μηνεία:в \освещениеии кого-л. κατά τήν ἐρμηνεία κάποιου. -
4 освещение
-я ουδ.1. φώτιση, -σμός, φέξη, φέξιμο•освещение здания φωτισμός του κτιρίου•
электрическое освещение ηλεκτροφωτισμός•
керосиновое освещение φωτισμός με πετρέλαιο•
искусственное τεχνητός φωτισμός.
2. μτφ. διασάφηση, διευκρίνιση, διαλεύκανση•освещение вопроса η φώτιση του ζητήματος•
дать правильное освещение фактам φωτιζω σωστά τα γεγονότα•
в -и υπο το φως ή κατά την άποψη•
в -и науки κατά την επιστήμη.
-
5 электрический
επ.ηλεκτρικός•-ая искра ο ηλεκτρικός σπινθήρας•
-ая батарея ηλεκτρικός συσσωρευτής•
-ая станция ο ηλεκτρικός σταθμός•
-ая цепь ηλεκτρικό κύκλωμα•
-ая печь ηλεκτρική κάμινος (φούρνος)•
-ое зажигание ηλεκτρική ανάφλεξη (έναυσμα)•
-ые часы ηλεκτρικό ωρολόγι•
-ое освещение ηλεκτροφωτισμός.
-
6 электричество
-а ουδ.1. ο ηλεκτρισμός.2. ο ηλεκτροφωτισμός. || το ηλεκτρικό.
См. также в других словарях:
ηλεκτροφωτισμός — ο φωτισμός με ηλεκτρικό φως: Ηλεκτροφωτισμός του χωριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτροφωτισμός — ο ο φωτισμός τη χρησιμοποίηση ηλεκτρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτροφωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
ηλεκτροφώτιση — η [ηλεκτροφωτίζω] ο ηλεκτροφωτισμός … Dictionary of Greek