-
61 сенсибилизация
1. физиол. η ευαισθησία 2. (фото) η ευαισθησία στο φως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сенсибилизация
-
62 слабый
1. (отличающийся малой физической силой) αδύνατοςανίσχυρος2. (име-ющий небольшую мощность, энергию) μικρ/όςμικρής ισχύος- ό μοτέρ3. (небольшой по силе, напряженности) αδύνατ/ος- свет - о φως (незначительный недостаточный) αδύνατ/ος, πτωχός5. (малоубедительный, недостаточно основательный) αδύνατοςμη πειστικός6. (плохо знающий, плохо выполняющий работу) αδύνατοςανεπαρκής7. (не тугой, неплотно завернутый, несильно затянутый) χαλαρόςελεύθεροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слабый
-
63 фальшфейер
мор. 1. (для освещения) о κυανούς φανόςτο κυανούν φως2. (используемый в целях сигнализации) о πυρσός χειρόςкрасный - бедствия ερυθρός - ανάγκης/κινδύνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фальшфейер
-
64 фонарь
ο φανός, η λυχνία, разг. το φανάριклотиковый - мор. εφίστιος -носовой якорный - мор. πλωριός - άγκυραςстояночный мор. - αγκυροβολιάςтоповый задний мор. - του πρυμναίου ιστούтоповый передний мор. - άνω πλωραίου ιστούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фонарь
-
65 экспонометр
ο μετρητής έκθεσης στο φωςоптический - см. визуальный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспонометр
-
66 электроогонь
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электроогонь
-
67 погасить
погасить см. гасить· \погаситьте,* * *см. гаситьпогаси́те, пожа́луйста, свет! — σβύστε το φως, παρακαλώ!
-
68 пожалуйста
1. пожалуйста παρακαλώ· дайте, \пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... 2. пожалуйста, свет! σβύστε το φως, παρακαλώ!* * *да́йте, пожа́луйста… — δώστε, παρακαλώ...
-
69 брезжить
брезжи||тьнесов ἀχνοφέγγω, ὑποφώσκω:\брезжитьт заря γλυκοχαράζει; \брезжитьт огонек ἀχνοφέγγει ενα φώς. -
70 включать
включ||атьнесов1. εἰσάγω, προσθέτω, συμπεριλαμβάνω, ἐνσωματώνω, καταχωρώ:\включать в список καταχωρώ στον κατάλογο· \включать в состав συμπεριλαμβάνω στό προσωπικό· \включать в число συμπεριλαμβάνω·2. тех. θέτω σέ κίνηση, βάζω μπρος:\включать ток δίνω ρεῦμα, συνδέω μέ τό ἡλεκτρικό ρεῦμα· \включать свет ἀνάβω, ἀνοίγω τό φώς· \включать радио ἀνοίγω τό ραδιόφωνο· ◊ \включатьая... συμπεριλαμβανομένου..,, συμπεριλαμβανομένων... -
71 всплывать
всплыватьнесов, всплыть сов1. βγαίνω στήν ἐπιφάνεια, ἀναδύομαι, ἐπιπλέω·2. перен (обнаруживаться) ἀποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, βγαίνω στό φῶς, βγαίνω στά φόρα. -
72 гасить
гаситьнесов прям., перен σβήνω/ тк. перен πνίγω:\гасить свет σβήνω τό φῶς· ◊ \гасить почтовую марку σφραγίζω γραμματόσημο· \гасить известь σβήνω ἀσβεστη· \гасить мяч спорт. ἀποκρούω τή μπάλλα. -
73 день
деньм ἡ (ή)μέρα:ясный \день ἡ καλή μέρα, ἡ ἀσυννέφιαστη μέρα, ἡ αίθρια ήμέρα· рабочий \день ἡ ἐργάσιμη ήμέρα· выходной \день ἡ μέρα ἀργίας· будничный \день ἡ καθημερινή· завтрашний \день ἡ αὐριανή μέρα, ἡ αὐριον, ἡ ἐπαύριον с завтрашнего дня ἀπό αὐριο· вчерашний \день ἡ χθεσινή μέρα, ἡ χθές· со вчерашнего дня ἀπό χθές· с сегодняшнего дня ἀπό σήμερα· по сегодняшний \день ὡς τά σήμερα· в первой половине дня τό πρωί, πρό μεσημβρίας· во второй половине дня τό ἀπόγευμα, τό ἀπομεσήμερο, μετά τό μεσημέρι· в конце Дня, на исходе дня τό κοντόβραδο, στό τέλος τής ήμέρας· в три часа дня στίς τρεις μετά τό μεσημέρι· несколько дней (тому) назад λίγες μέρες πρίν, πρό μερικών ήμερῶν· через несколько дней σέ λίγες μέρες· через пять дней (σέ) πέντε μέρες· третьего дня πρίν δυό μέρες προχθές· на днях а) (о предстоящем) αὐτές τίς μέρες, κατ' αὐτάς,. б) (о прошлом) τίς προάλλες· через \день μέρα παρά μέρα· каждый \день κάθε μέρα· изо дня в \день μέρα μέ τήν (ή)μέρα, ἀπό μέρα σέ μέρα· \день ото дня δσο περνᾶν οἱ μέρες· \день за днем ἡ μιά μέρα μετά τήν ἀλλη· со дня на \день ἀπό μέρα σέ μέρἀ. на следующий \день τήν ἐπομένη· в \день τήν ήμερα· зарабатывать три рубля в \день κερδίζω τρίας ρούβλια τήν ήμερα· весь (целый) \день ὁλόκληρη μέρα, ὀλη τήν ήμερα· \день рождения τά γενέθλια· Международный женский \день ἡ διεθνής (ϊί)μέρα των γυναικών ◊ считанные дни μετρημένες μέρες· порядок дня (но заседаниях) ἡ ἡμερησία διάταξη· в наши дни στήν ἐποχή μας, στον καιρό μας· средь бела дня μέρα μεσημέρι· добрый \день! καλημέρα!· в один прекрасный \день μίαν ὠραίαν πρωία, μίαν ὠραίαν ήμερα· \день и ночь μέ-ρα-νύχτα, νυχθημερόν \день и ночь горит свет τό φως καίει μέρα-νύχτα. -
74 дневное
дневн||оевремя τή μέρα, τήν ήμερα· \дневное свет τό φῶς τής ήμέρας· \дневное спектакль *1 ίιογευμαιινή· \дневноеая смена ἡ βάρδια % ἡμέρας· \дневное выпуск (газеты) ἡ ἀπο-ΊΈΐίμοΐινή Εκδοση·2. (за день) ἡμερήσιος, κ%ερινός:\дневное заработок τό ήμερομί-°[ν], τό μεροδοῦλι, χό μεροκάματο· ν -ая бабочка ἡ ἡμερόβιος πεταλούδα. -
75 заливать
заливатьнесов1. (затоплять, заполнять) πλημμυρίζω, κατακλύζω:\заливать светом πλημμυρίζω μέ φῶς·2. (обливать) χύνω, περιχύνω:\заливать скатерть внно́м χύνω κρασί στό τραπεζομάντηλο·3. (тушить) σβύνω· ◊ \заливать галоши κολλάω τίς γαλό-τσες· \заливать асфальтом στρώνω μέ ἀσφαλτο. -
76 заслонять
заслонятьнесов1. (закрывать) καλύπτω, σκεπάζω / προφυλάσσω, προφυλάτ-τω (защищать):\заслонять свет кому-л. σκεπάζω (или κρύβω) τό φῶς· \заслонять лицо от удара προφυλάγω τό πρόσωπο· μου ἀπό τό κτύπημα·2. перен ἐπισκιάζω, ἐπισκοτίζω. -
77 лунный
лунн||ыйприл φεγγαρίσιος, σεληνιακός, φεγγαρίστικος:\лунный свет τό φῶς τῆς σελήνης· \лунныйое затмение ἡ ἔκλειψις (τῆς) σελήνης· \лунныйая ночь ἡ φεγγαρόλουστη νύχτα, ἡ σεληνοφώτιστη νύχτα. -
78 мягкий
мягк||ийприл1. μαλακός, τρυφερός:\мягкий хлеб τό μαλακό ψωμί· \мягкийое мясо τό τρυφερό κρέας· \мягкийое кресло ἡ πολυθρόνα·2. (о человеке, характере) πράος, ήπιος·3. (лишенный резкости) ἀπαλός, ήπιος:\мягкий свет τό ἀπαλό φῶς· \мягкий голос ἡ ἀπαλή φωνή·4. (о погоде и т. ἡ.) μαλακός, ήπιος:\мягкийая зима ὁ μαλακός χειμώνας· \мягкий климат τό ήπιο κλίμα·5. (нестрогий) ἐλαφρός:\мягкийое наказание ἡ ἐλαφριά ποινή ◊ сказать в \мягкийой форме λέγω σέ ήπιο τόνο (или μέ μαλακό τρόπο)· \мягкийая вода τό γλυκό νερό· \мягкийая мебель ντιβάνια καί πολυθρόνες. -
79 наружу
наружунареч ἔξω:выносить \наружу βγάζω ἔξω· выставлять \наружу перен φέρνω σέ φῶς, ἀποκαλύπτω, βγάζω στή φόρα -
80 немеркнущий
немеркнущ||ийприл ἀσβηστος / перен ἀθάνατος (бессмертный)/ ἀειθαλής (неувядаемый):\немеркнущий свет τό ἄσβηστο φως· \немеркнущийая слава ἡ ἀθάνατη δόξα
См. также в других словарях:
φώς — man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός … Dictionary of Greek
φῶς — φάος light neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες … Dictionary of Greek
άγιο φως — Το φως που ανάβεται στον τάφο του Σωτήρος στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, σε ειδική τελετή τις πρώτες ώρες του Μεγάλου Σαββάτου μετά το μεσημέρι. Από εκει μοιράζεται σε όλους τους προσκυνητές που παραβρίσκονται. Το φως αυτό, που… … Dictionary of Greek
ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… … Dictionary of Greek
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
φῶτες — φώς man masc nom/voc pl φώς man masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσί — φώς man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)