-
101 темнеть
темне||тьнесов1. σκοτεινιάζω/ μαυρίζω (чернеть):серебро́ \темнетьет τό ἀσήμι μαυρίζει· у меня \темнетьет в глазах θολώνουν τά μάτια μου, σκοτεινιάζει τό φως μου·2. безл:уже \темнетьет σκοτεινιάζει, νυχτώνει, βραδυάζει. -
102 темно
темнопредик безл εἶναι σκοτεινά:уже́ \темно σκοτείνιασε· \темно хоть глаз выколи разг εἶναι σκοτάδι πίσσα, εἶναι θεοσκότεινα· \темно в глазах σκοτεινιάζει τό φως μου. -
103 тусклый
ту́ск||лыйприл1. ἀμυδρός, θαμπός:\тусклыйлые стекла τά θαμπά γυαλιά, τζάμια· \тусклыйлое зеркало ὁ θαμπός καθρέφτης· \тусклый свет τό ἀμυδρό φῶς·2. перен θολός, χωρίς ἐκφραση (о глазах)Ι(ίχαρος, ἀνιαρός (скучный):\тусклый взгляд τό θολό βλεμ-μα. -
104 электрический
электрическ||ийприл ἡλεκτρικός:\электрическийое освещение τό ἡλεκτρικό φῶς, ὁ ἡλεκτρό-φωτισμός· \электрическийая станция ὁ ἡλεκτρικός σταθμός. -
105 ясно
ясно1. нареч (отчетливо) καθαρά, εὐκρινώς, σαφώς:\ясно выраженный εὐκρι-νής, σαφής· \ясно ви́деть βλέπω καθαρά· \ясно представлять ἔχω ξεκάθαρη ἀντίληψη· \ясно говорить μιλώ καθαρά· коротко и \ясно καθαρά καί ξάστερα, ὁρθά κοφτά·2. предик безл (понятно):\ясно, что εἶναι φανερό, ἐννοείται· \ясно без слов αὐτό ἐννοείται, αὐτό ἐξυπακούεται· \ясно, как день εἶναι φως φανερό·3. предик безл (о погоде) ὁ καιρός εἶναι αίθριος·4. утвердит, частица (в смысле «конечно») разг ἀσφαλώς, βεβαίως, βέβαια -
106 candle-light
noun (the light from a candle: We had dinner by candle-light.) φως κεριών -
107 daylight
1) (( also adjective) (of) the light given by the sun: daylight hours.) φως της μέρας2) (dawn: To get there on time we must leave before daylight.) αυγή -
108 expose
[ik'spəuz]1) (to uncover; to leave unprotected from (eg weather, danger, observation etc): Paintings should not be exposed to direct sunlight; Don't expose children to danger.) εκθέτω2) (to discover and make known (eg criminals or their activities): It was a newspaper that exposed his spying activities.) αποκαλύπτω,ξεσκεπάζω3) (by releasing the camera shutter, to allow light to fall on (a photographic film).) εκθέτω στο φως•- exposure -
109 flash
[flæʃ] 1. noun1) (a quick showing of a bright light: a flash of lightning.) λάμψη,αστραπή2) (a moment; a very short time: He was with her in a flash.) στιγμή3) (a flashlight.)4) ((often newsflash) a brief news report sent by radio, television etc: Did you hear the flash about the king's death?) έκτακτο δελτίο ειδήσεων2. verb1) ((of a light) to (cause to) shine quickly: He flashed a torch.) αναβοσβήνω,ρίχνω(φως),αστράφτω2) ((usually with by or past) to pass quickly: The days flashed by; The cars flashed past.) περνώ σαν αστραπή3) (to show; to display: He flashed a card and was allowed to pass.) δείχνω,επιδεικνύω•- flashing- flashy
- flashily
- flashlight -
110 footlight
noun ((in a theatre) a light which shines on the actors etc from the front of the stage.) φως της ράμπας -
111 glare
[ɡleə] 1. verb1) (to stare fiercely and angrily: She glared at the little boy.) αγριοκοιτάζω2) (to shine very brightly, usually to an unpleasant extent: The sun glared down on us as we crossed the desert.) λάμπω αμείλικτα2. noun1) (a fierce or angry look: a glare of displeasure.) άγριο βλέμμα2) (unpleasantly bright light: the glare of the sun.) εκτυφλωτικό φως•- glaring- glaringly -
112 in the light of
(taking into consideration (eg new information): The theory has been abandoned in the light of more recent discoveries.) υπό το φως -
113 see the light
1) (to be born, discovered, produced etc: After many problems his invention finally saw the light (of day).) γεννιέμαι: βλέπω το φως της ημέρας, δημοσιότητας2) (to be converted to someone else's point of view etc.) πείθομαι: αφυπνίζομαι -
114 shed light on
(to make clearer: This letter sheds light on the reasons for his departure.) ρίχνω φως,φωτίζω -
115 shine
1. past tense, past participle - shone; verb1) (to (cause to) give out light; to direct such light towards someone or something: The light shone from the window; The policeman shone his torch; He shone a torch on the body.) λάμπω/φωτίζω,ρίχνω το φως2) (to be bright: She polished the silver till it shone.) γυαλίζω,αστράφτω3) ((past tense, past participle shined) to polish: He tries to make a living by shining shoes.) γυαλίζω,στιλβώνω4) ((often with at) to be very good (at something): He shines at games; You really shone in yesterday's match.) διακρίνομαι,διαπρέπω2. noun1) (brightness; the state of being well polished: He likes a good shine on his shoes; a ray of sunshine.) γυαλάδα/λιακάδα2) (an act of polishing: I'll just give my shoes a shine.) γυάλισμα•- shining- shiny
- shininess -
116 spotlight
noun ((a lamp for projecting) a circle of light that is thrown on to a small area.) προβολέας,φως προβολέα -
117 sun
1. noun1) (the round body in the sky that gives light and heat to the earth: The Sun is nearly 150 million kilometres away from the Earth.) ήλιος2) (any of the fixed stars: Do other suns have planets revolving round them?) (οποιοδήποτε αστέρι που λειτουργεί ως) ήλιος3) (light and heat from the sun; sunshine: We sat in the sun; In Britain they don't get enough sun; The sun has faded the curtains.) το φως και η θερμότητα του ήλιου2. verb(to expose (oneself) to the sun's rays: He's sunning himself in the garden.) λιάζομαι- sunless- sunny
- sunniness
- sunbathe
- sunbeam
- sunburn
- sunburned
- sunburnt
- sundial
- sundown
- sunflower
- sunglasses
- sunlight
- sunlit
- sunrise
- sunset
- sunshade
- sunshine
- sunstroke
- suntan
- catch the sun
- under the sun -
118 sunlight
noun (the light of the sun: The cat was sitting in a patch of sunlight.) το φως του ήλιου -
119 tail-light
noun (the (usually red) light on the back of a car, train etc: He followed the tail-lights of the bus.) πίσω φως / φανάρι -
120 the green light
(permission to begin: We can't start until he gives us the green light.) άδεια, έγκριση, `το πράσινο φως`
См. также в других словарях:
φώς — man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός … Dictionary of Greek
φῶς — φάος light neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδα πολωμένο φως — Φως, στο οποίο οι ταλαντώσεις είναι ευθύγραμμες, παράλληλες προς ένα επίπεδο και εγκάρσιες προς τη διεύθυνση διάδοσης (γραμμική πόλωση). Το φως που ανακλάται από μια γυαλιστερή επιφάνεια γυαλιού με γωνία πρόσπτωσης tan–1 , όπου n2, n1 οι δείκτες … Dictionary of Greek
άγιο φως — Το φως που ανάβεται στον τάφο του Σωτήρος στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, σε ειδική τελετή τις πρώτες ώρες του Μεγάλου Σαββάτου μετά το μεσημέρι. Από εκει μοιράζεται σε όλους τους προσκυνητές που παραβρίσκονται. Το φως αυτό, που… … Dictionary of Greek
ζωδιακό φως — (Αστρον.). Αμυδρό, διάχυτο φως που εμφανίζεται στον ουρανό τις πολύ καθαρές μέρες, αμέσως μετά τη δύση και λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Το ζ.φ. είναι ζωηρότερο κατά μήκος της εκλειπτικής και γίνεται αμυδρότερο διαρκώς μακριά από αυτή,… … Dictionary of Greek
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
φῶτες — φώς man masc nom/voc pl φώς man masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσί — φώς man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)