-
1 Φόβους
Φόβοςpanic flight: masc acc pl -
2 φόβους
φόβοςpanic flight: masc acc pl -
3 φόβος
A panic flight, the usual sense in Hom., cf. Sch. Il.11.71 (but cf.φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2
); once in Od.,οἱ δ' ἔσχοντο φόβου 24.57
; freq. in Il.,Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φ. τε 15.396
;πρῶτος Πηνέλεως.. ἦρχε φόβοιο 17.597
;ἐς φόβον ἀνδρῶν 15.310
; φόβονδε = φύγαδε, ἑστάμεναι κρατερῶς, μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε ib. 666; ; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε counsel not to flight, 5.252;ἀΐξαντα φόβονδε 17.579
;ὦρσαν φόβον Δαναοῖς B.12.145
.2 Φόβος personified, as son of Ares, Il.13.299;Δεῖμός τε Φ. τε 11.37
, cf. 4.440, 15.119, Hes.Th. 934, A.Th.45; worshipped at Selinus, IG14.268.2.II panic fear,[στρατῷ] φ. ἐμβάλλειν Hdt.7.10
.έ; ἐν τῷ γινομένῳ φ. Id.9.69
; generally, fear, terror (distd. from δέος (q.v.)),τορὸς ὀρθόθριξ φ. A.Ch.32
(lyr.);διάτορος φ. Id.Pr. 183
(lyr.);ταρβόσυνος Id.Th. 240
(lyr.); ; joined with δέος and δεῖμα, v. sub vocc.; opp. θάρρος, Pl.Lg. 644c; sts. in milder sense, doubt, scruple, Pl.Phd. 101b; ἔχει πολλὴν ὑποψίαν καὶ φ. ὡς .. Id.Sph. 268a: also, awe, reverence, for a ruler or divine being,τοῦ ἡγεμόνος POxy.1642.17
(iii A.D.); , PLond.2.418.4 (iv A.D.): .—Construction, a. c. gen. obj., fear or dread of.., A.Pers. 116 (lyr.), Th.3.54, etc.;φ. τοῦ στρατεῦσαι X.An.3.1.18
: c. dupl.gen.,ὀμμάτων εἰληφότας φόβον.. τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου S.OC 730
: with Preps.,φ. ἀπό τινος X.An.7.2.37
codd.;ὁ ἀπὸ τῶν πολεμίων φ. Id.Cyr.3.3.53
;οὑξ ὀνειράτων φ. A.Ch. 929
;πρός τινος S.El. 783
;πρός τινας D.16.10
, 25.93; φ. περὶ τοῦ καρποῦ fear for or concerning.., Th.4.88;φ. ἑκάστων πέρι Pl.Phlb. 20b
;ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος Th.7.41
;τὸν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φ. X.An.1.2.18
; τῷ καθ' ἑαντὸν φ. from personal fear, D.19.2: c. inf., φόβῳ εἰσορᾶν from fear to see, E.IT 1342:—for τεθνάναι τῷ φόβῳ τινά, v. θνῄσκω 1.2.b with Verbs,τεύχειν φόβον A.Pr. 1090
(anap.);κλάζουσι κώδωνες φ. Id.Th. 386
;φ. ποιεῖν τοῖς ἵπποις X.An. 1.8.18
; , etc.;παρασκευάζειν D.59.86
; φόβους ἐμβάλλειν, φόβον ἐνθεῖναί τινι, to strike terror into one, X.Cyr.8.7.18, An.7.4.1;ἐνεργάσασθαί τινι Isoc.7.38
, 11.25;ἔδωκ' Ἀπόλλων θῆρας φόβῳ Pi.P.5.61
; of the person who feels fear, φόβον λαβεῖν, ἔχειν, E.El.39, X.Hier.11.11;ἐκ φόβου φ. τρέφω S.Tr.28
: acc. cogn., φόβους φοβεῖσθαι, δεδοικέναι, Pl.Prt. 360b, E.Supp. 548; τὸν σὸν οὐ ταρβῶ φ. I fear not with thy fear, i.e. not like thee, S.Ph. 1251; Ταντάλου φ. φοβεῖσθαι Sch.E.Or.6;ἐς φ. κατιστέατο Hdt.8.12
, cf. Th.2.81;ἐν φ. γενέσθαι Pl.R. 578e
;φ. μ' ἔχει A.Ag. 1243
, cf. E.Or. 1255; μοι φ. τις εἰσελήλυθ', μ' ὑπῆλθέ τις φ., ib. 1324, S.Ph. 1231;τοῖς Ἕλλησι φ. ἐμπίπτει X.An.2.2.19
, etc.; διὰ φόβου ἔρχομαι, διὰ φόβων γίγνομαι, E.Or. 757 (troch.), Pl.Lg. 791b: opp.φόβον λύειν A.Th. 270
, E.Or. 104; ;φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν Isoc. 2.23
;ἀπεληλακέναι τινί X.Cyr.4.2.10
; φόβου ἀπαλλάξεσθαι to get rid of it, ib.5.2.32; ;φόβους ἀπολύεσθαι Arist.Rh. 1415b18
; φόβου μεθεῖσα (Valck. φόβον) E.Hel. 555;φόβου ἔξωθεν εἶναι Id.El. 901
;ἵνα φόβος εἴη στρατεύειν X.An.2.4.3
; οὐ φ. μὴ .. Id.Mem.2.1.25; φ. ἐστὶν ὅπως μὴ .. Pl.Smp. 193a; but φόβος εἰ πείσω I fear I shall not persuade.., E.Med. 184 (anap.); ἡμέας ἔχειφ. τε καὶ δέος ὅκως χρὴ .. Hdt.4.115 ( φόβος ἦν ὥστε μὴ τέγξαι is corrupt in E.IT 1380): adverbial usages, φόβῳ by or through fear, A.Supp. 786 (lyr.), Th. 240 (lyr.), etc.;ἀνάγκῃ καὶ φ. Pl.R. 554d
: with Preps., διὰ φόβον, διὰ τὸν φ., Democr.41, X.Hier.1.38, Cyr.3.1.24;ἐκ τίνος φόβου; S.OC 887
;μετὰ φόβων Isoc.2.26
;ἄρχειν ξὺν φόβοισι S.OT 585
;προαποθνῄσκειν ὑπὸ τοῦ φ. X.Cyr.3.1.25
; Poet., (lyr.): pl., not only in Poets, as Pi.N.9.27, A.Th. 134 (prob. l.), S.Aj. 531, etc., but also in Prose,φόβους καὶ δείματα Th.7.80
;πόνους καὶ φ. Pl. Lg. 635c
;κινδύνους καὶ φ. Id.Tht. 173a
.2 object or cause of terror, S.OC 1652; φόβος ἀκοῦσαι a terror to hear, Hdt.6.112: pl.,ἢν φόβους λέγῃ S.OT 917
;πολλῶν φ. προσαγομένων X.An.4.1.23
. -
4 φόβος
φόβος, ὁ, Furcht, Schrecken, Besorgniß vor einem Uebel, mit dem Willen, sich diesem zu entziehen ( φέβομαι); Flucht, nach Aristarch. bei Hom. nur in dieser Bdtg; Il. oft, Ggstz von ἀλκή, 13, 48, in der Od. nur einmal, 24, 57; φόβονδε ἵππους ἄγειν, zur Flucht, wie φόβονδε τρωπᾶσϑαι, φόβονδε ἀΐσσειν, Il. 8, 139. 15, 666. 17, 579; auch φόβονδε ἀγορεύειν, zur Flucht rathen, 5, 252; Her. 7, 10, 5; – Furcht: ἐν δαιμονίοισι φόβοις Pind. N. 9, 27, vgl. P. 5, 61. 9, 33; φόβου πλέα τις εἶ Aesch. Prom. 798, u. oft, wie die andern Tragg.; φρὴν ἀμύσσεται φόβῳ Aesch. Pers. 115; φόβον βλέπων Spt. 480; φόβος μ' ἔχει Ag. 1216; auch φόβος μ' ἔχει φρένας Suppl. 374; ἀνέπταν φόβῳ Soph. Ant. 1292; ὡς μ' ὑπῆλϑέ τις φόβος Phil. 1215, vgl. El. 1001; Eur. oft; u. in Prosa: Ggstz ϑάῤῥος Plat. Legg. I, 647 b; Tim. 49 d; auch im plur. oft, z. B. οἱ ἀνδρεῖοι οὐκ αἰσχροὺς φόβους φοβοῠνται Prot. 360 b; φόβον παρέχειν, ἐμβάλλειν τινί, Furcht einflößen, Xen. u. A. oft; φόβον ἀπελαύνειν, Furcht vertreiben, Xen. Cyr. 4, 2,10; φόβου ἀπαλλάττεσϑαι 5, 2,32; τῷ καϑ' ἑαυτὸν φόβῳ Dem. 19, 2; häufig φόβος ἐστί, μή, Xen Mem. 2, 1,15; – οἱ φόβοι, Furcht erregende Gegenstande, Xen. An. 4, 1,23; vgl. ἢν φόβους λέγῃ Soph. O. R. 917; μ εγάλους φόβους καὶ κινδύνους ἔτι ἁπαλαῖς ψυ χαῖς ἐπιβάλλουσα Plat. Theaet. 173 e; φόβος ἀπὸ τῶν πολεμίων Xen. Cyr. 3, 3,53, ἔκ τινος Aesch. Ch. 930; ὁ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρο υς φόβος, den die Griechen den Barbaren einflößen, Xen. An 1, 2,18; ὁ φόβος ὁ πρὸς ὑμᾶς Dem. 25, 93.
-
5 παλαμναῖος
παλαμναῖος, eigtl. der durch seine Hand, παλάμη, Blutschuld auf sich geladen hat, der Mörder; Harpocr. sagt τοὺς αὐτοχειρίᾳ τινὰς ἀνελόντας τῇ παλάμῃ, παλαμναίους ἐκάλουν, u. so auch a. VLL.; Aesch. Eum. 448; καὶ φονεύς, Soph. Tr. 1207; El. 587; Sp., auch in Prosa, τὸν προςφέρονυα τὴν κεφαλὴν ὡς παλαμναῖον ἀπεστράφη, Plut. Pomp. 80; u. ganz adjectivisch behandelt, παλαμναιόταται ἀραί, die grausesten, Synes.; ὦ παλαμναίη, Babr. 82, b. – Auch der Rächer der Blutschuld, Ζεύς, Arist. mund. 7; oder der Blutschuldfühner, nach B. A. 193, 10; vgl. VLL.; ϑεοί, Poll. 1, 24. 5, 131; Rachegeist, Quälgeist, τὰς ψυχὰς τῶν ἄδικα παϑόντων οὔπω κατενοήσατε οἵους μὲν φόβους τοῖς μιαιφόνοις ἐμβάλλουσιν, οἵους δὲ παλαμναίους τοῖς ἀνοσίοις ἐπιπέμπ ουσι, Xen. Cyr. 8, 7, 18; – παλαμναῖαι ἱκεσίαι, Flehen wegen eines Mordes, Ap. Rh. 4, 709; – τὸ παλαμναῖον, die Befleckung durch Blutschuld, Eur. I. T. 1219.
-
6 γυμνάζω
γυμνάζω (lakon. γυμνάδδομαι Ar. Lys. 82), perf. γεγυμνάκασι Aesch. Prom. 588; nackt ( γυμνός) Leibesübungen auf dem Turnplatz anstellen lassen; γυμναστὴς γυμνάζων Plat. Legg. IV, 720 e; med., sich üben; Thuc. 1, 6; ἐν ταῖς παλαίστραις Plat. Rep. V, 452 a, u. sonst; gew. übertr., üben, tüchtig, geschickt machen wozu, körperlich u. geistig, ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἵππους Xen. An. 1, 2, 7; τὸ σῶμα, τὴν ψυχήν Isocr. 2, 11; τοὺς παῖδας ταῦτα ποιεῖν Xen. Cyr. 1, 6, 32; τινί, wodurch, z. B. ὁδοιπορίαις καὶ δρόμοις ibd. 1, 2, 10. Häufiger pass., Her. 7, 208; Thuc. 1, 6; πρός τι γεγυμνασμένος Plat. Polit. 266 d; πρὸς τοὺς φόβους Legg. I, 648 d; Arist. Polit. 6, 4; ἔν τινι Plat. Legg. I, 635 c; περίτι Xen. Hell. 6, 5, 23; γυμνάσασϑαι τὴν τέχνην Plat. Gorg. 514 e; τὸν πόλεμον γυμναστέον Legg. VIII, 829 b; γυμνασϑῆναι u. γυμνασάμενος entsprechen sich Parm. 136 ac; Sp. auch γεγυμνασμένος τινός. – Nach E. M. auch = γυμνόω.
-
7 κατα-πλήξ
κατα-πλήξ, ῆγος, erschrocken, bestürzt, schüchtern, bes. im Uebermaaß; bei Arist. Eth. 2, 7 Ggstz von ἀναίσχυντος, ὁ πάντα αἰδούμενος erkl.: πρὸς τοὺς φόβους μαλακὸν ὄντα καὶ καταπλῆγα Plut. Pericl. 27, der es auch mit περιδεής u. ἄτολμος verbindet, de educ. lib. 9 reip. ger. praec. 19. Harpocr. erkl. ὁ συνεχῶς πεπληγμένος in Bezug auf Lys. 6, 50, ἀλλ' ἐστὲ γὰρ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων ἤδη καταπλῆγες – ὥςτε οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ εἶναι, ganz verblüfft, verdutzt.
-
8 δια-μάχη
δια-μάχη, ἡ, das Ankämpfen, der Kampf; πρὸς φόβους καὶ λύπας Plat. Legg. I, 633 d; Plut.
-
9 ἄ-γναμπτος
ἄ-γναμπτος, ungebeugt, unerbittlich, Aesch. νόος Pr. 163; πρὸς ἡδονὰς καὶ φόβους Plut. Cat. Min. 11; ἀγναμπτότατος βάτος αὖος Zenob. 1, 16.
-
10 ὅτ-αν
ὅτ-αν, d. i. ὅτ' ἄν, wie auch seit Wolf im Hom. überall geschrieben, c. conj., im Fall daß, eine bedingte Zeitbestimmung, daher auch so oft als, so bald als, von einer öfters wiederkehrenden Handlung in Bezug auf die Gegenwart, τὸν δ' οὔποτε κύματα λείπει παντοίων ἀνέμων, ὅτ' ἂν ἔνϑ' ἢ ἔνϑα γένωνται, Il. 2, 396; τὰς διαπέρσαι (für imperat.), ὅτ' ἄν τοι ἀπέχϑωνται πέρι κῆρι, 4, 53; Od. 9, 6; zu bemerken Il. 1, 518 ἦ δὴ λοίγια ἔργ', ὅτε μ' ἐχϑοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ (einen einzelnen Fall, der bestimmt eintreten wird, andeutend), ὅτ' ἄν μ' ἐρέϑῃσιν ὀνειδείοις ἐπέεσσιν, was wohl stattfinden dürfte; ὅτ' ἄν ποτε, Il. 4, 164. 6, 448; u. in Gleichnissen, ὡς δ' ὅτ' ἄν, wie wenn, 10, 5. 11, 269. 15, 170 Od. 5, 394. 10, 216; Il. 12, 42 ist στρέφεται epische Form für στρέφηται; Od. 10, 410 ὡς δ' ὅτ' ἂν ἄγραυλοι πόριες περὶ βοῦς ἀγελαίας, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται, πᾶσαι ἅμα σκαίρουσιν ist als eine durch den Zwischensatz veranlaßte Anakoluthie zu erklären, welche das Bild selbstständig, ohne Rücksicht auf die eintretende Partikel ausführt; ὅταν ϑεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ὄλβον, Pind. Gl. 2, 21; χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι, P. 2, 88, öfter; τί που δράσεις, ὅταν τὰ λοιπὰ πυνϑάνῃ κακά; Aesch. Prom. 746; ὅταν δ' ἀείδειν ἢ μινύρεσϑαι δοκῶ, κλαίω τότε, Ag. 16, öfter; ὅταν τι δρᾷς ἐς κέρδος, so oft, οὐκ ὀκνεῖν πρέπει, Soph. Phil. 111, öfter; auch in Beziehung auf ein Demonstrativum, χὤταν τις εὖ ζῇ, τηνικαῠτα τὸν βίον σκοπεῖν χρή, Phil. 503, vgl. O. R. 76; ὅταν τάχιστα, sobald als, Ar. Thesm. 1025; u. in Prosa, vgl. Xen. Cyr. 4, 5, 33; ὅταν πρῶτον, Plat. Lys. 211 b Rep. I, 333 b u. sonst; vgl. οὐκοῦν οἱ ἀνδρεῖοι οὐκ αἰσχροὺς φόβους φοβοῦνται, ὅταν φοβῶνται, wenn sie ja fürchten, den Fall angenommen, daß sie fürchten, Prot. 360 b; πότερον τὰ μεταξὺ ταῦτα ἕνεκεν τῶν ἀγαϑῶν πράττουσιν, ὅταν πράττωσιν; wo wir umstellend sagen »wenn man das Mittlere thut, thut man es des Guten wegen?« Gorg. 468 a; ebendaselbst βαδίζομεν ὅταν βαδίζωμεν, ἕσταμεν ὅταν ἑστῶμεν, vgl. Phaed. 68 d; Xen. οὗτοι ἡμῖν ὅταν ἀπίωμεν, ἕψονται, An. 6, 3, 15, der es auch in indirecter Rede braucht, wo man ὅτε c. optat. erwarten sollte, 4, 5, 36; εἰκὸς ὅταν γνῶσιν – αὐτοὺς πειράσεσϑαι, Thuc. 4, 60, u. A. – Mit dem optat. ist es verbunden Aesch. Pers. 442, πέμπει τούςδ', ὅπως, ὅταν νεῶν φϑαρέντες ἐχϑροὶ νῆσον ἐκσωζοίατο, κτείνοιεν, wo vielleicht richtiger ὅτ' ἄν zu schreiben u. ἄν zum opt. als opt. pot. zu ziehen ist, od. der opt. durch den von ὅπως abhängigen Satz veranlaßt ist; vgl. Hes. O. 116, ἀλλ' ὅταν ἡβήσειε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο, παυρίδιον ζώεσκον; Schäfer schreibt so ὅταν γράφοι bei D. Hal. de C. V. p. 402. Vgl. ὅτε. – Bei Pol. steht auch getrennt ὅτε γὰρ ἄν. – Ὅταν τε – καὶ ὅταν, sei es daß – oder, sive – sive, Plat. Legg. V, 744 c.
-
11 ἐπι-βάλλω
ἐπι-βάλλω (s. βάλλω), 1) daraufwerfen, ἅς (τρίχας) ἐπέβαλλον κειρόμενοι, auf den Todten, Il. 23, 135; oft in tmesi, z. B. ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ Od. 14, 520; ἑωυτὸν ἐπέβαλε ἐς τὸ πῦρ, stürzte sich ins Feuer von oben her, Her. 7, 107; ἐπιβαλῶ ὕλην Xen. An. 3, 5, 10; ἄνωϑεν ἐπιβαλόντες Thue. 2, 52; ἐπὶ ἁμάξας 4, 48; ἐπὶ τοὺς πτόρϑους καὶ τοὺς νέους κλῶνας κόπρον Plat. Prot. 334 b; – χεῖρά τινι, Hand anlegen, Ar. Lys. 440 Nubb. 933; vgl. Aesch. καὶ πότ' ἂν Ζεὺς ἐπὶ χεῖρα βάλοι; Ch. 389; übertr., τὰς χεῖρας τοῖς πράγμασι Pol. 3, 2, 8; Ῥωμαίοις 18, 34, 8; – ὀφϑαλμόν τινι, wie wir, das Auge auf Einen werfen, Alexis bei B. A. 110; Luc. u. a. Sp.; VLL. erkl. περιέργως ϑεᾶσϑαι. – 2) auflegen, ἵπποις ἱμάσϑλην, d. i. ihnen die Peitsche geben, Od. 6, 320; πληγάς τινι Xen. Lac. 2, 9; σφραγῖδα, ein Siegel darauf drücken, legen, Ar. Thesm. 415, wie σύμβολον Av. 1215; γράμμασι σημεῖα Plat. Legg. IX, 856 a; τὸν δακτύλιον, den Siegelring aufdrücken, Her. 2, 38; χαρακτῆρα Arist. Polit. 1, 9; – bei den Aerzten = Pflaster, Salben u. dgl. auflegen. – Bes. auch Strafe, Tribut u. dgl. auferlegen, Her. 1, 106; φυγὴν ἑωυτῷ ἐκ Λακεδαίμονος 7, 3; καί σφι ὑπ' Ἀργείων ἐπεβλήϑη ζημίη 6, 92; τοῖς ἀπειϑοῦσι ζημίας Plat. Legg. XII, 949 d; Lys. 9, 6; ἐπιβολάς 20, 14; absol., bestrafen, 15, 5 u. Sp.; φόρον ταῖς πόλεσι Plut. Ant. 51. – Aehnl. ἀνάλγητα γἁρ οὐδ' ἐπέβαλε ϑνατοῖς Κρονίδας Soph. Tr. 128; λύπην τινί Eur. Med. 1115; κινδύνους καὶ φόβους ψυχαῖς Plat. Theaet. 173 a; ἐπιβάλλοντος αὐτοῦ, ἃ φέρειν οὐκ ἠδύναντο Thuc. 8, 108; – κλήματα ἐπιβάλλειν, in die Höhe gehen, wachsen lassen, Theophr. – 3) mit Auslassung von ἑαυτόν, intrans., sich wohin bewegen, darauflosfahren; vom Schiffe, ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν, es segelte nach Pheä zu, Od. 15, 297; H. h. Apoll. 427; anfallen, πατοῦσαι ἀλλήλας καὶ ἐπιβάλλουσαι Plat. Phaedr. 248 a. Bes. Sp., Ἀλέξανδρος ἐπέβαλε τοῖς Ἀρβήλοις D. Sic. 17, 64; λόφοις Pol. 5, 18, 3; auch ἐπὶ τὸν τόπον ἐπιβαλεῖν, 5, 6, 6; εἰς Ἰταλίαν, 2, 24, 17; εἰς τοὺς Λοκρούς 12, 10, 2; τὰ κύματα ἐπέβαλλεν ἐς τὸ πλοῖον N. T. Uebertr., sich auf Etwas werfen, es betreiben, τοῖς κοινοῖς πράγμασι Plut. Cic. 4; τοῖς αὐλοῖς D. Sic. 3, 59; τούτῳ ἐπιβαλών, darauf merkend, M. Anton. 10, 30; – darauf fallen, πρὶν τὸν ἥλιον ἐπιβάλλειν Pol. 4, 78, 7; vgl. Plat. Crat. 409 a; – darauf folgen, τινί, Plut. Aem. Paul. 33, vgl. Pol. 11, 23, 2; ἐπιβαλὼν ἔφη, darauf, 1, 80, 1, öfter; – ἐπιβάλλει μοι, auch ἐπιβάλλει μοί τι, es fällt mir Etwas zu, kommt mir zu, betrifft mich, geht mich an, μόριον, ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε Her. 7, 23; ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ ἐπιβάλλον 4, 115, den gebührenden Theil; wie Dem. τὸ ἐπιβάλλον ἐφ' ἡμᾶς μέρος, 18, 254; καϑ' ὅσον ἐπιβάλλει μέρος ἑκάστῳ τοῦ ζῆν καλῶς Arist. Pol. 5, 6; κατὰ τὸ ἐπιβ. αὐτοῖς μέρος D. Sic. 14, 17, Pol. u. a. Sp. Vgl. z. B. Plut. adv. gt. 12, der auch ἐπιβάλλει τοῦτο ποιεῖν sagt, es ist Pflicht, dies zu thun. – 4) Med. sich auf Etwas werfen, darüber herfallen, ἐνάρων, über die Waffenbeute, Il. 6, 68; übh. wonach trachten, τοὺς ὅρκους λύειν ἐπιβάλλεται Dem. 18, 164. 165, wie Pol. 1, 4, 3 u. öfter; auch οὐκ ἀνάνδρῳ ἐπεβάλετο τόλμῃ καὶ πράξει, machte sich daran, 5, 81, 1; c. acc., τοσοῦτον ἔργον Plat. Tim. 48 c, wie Soph. 264 b; τὴν μέϑοδον Arist. polit. 2, 1; c. gen., τοῦ εὖ ζῆν ἐπιβάλλονται, trachten danach, 1, 9. – Sich Etwas anlegen, sich mit Etwas bekleiden, wie Eur. Med. 840 ἐπιβαλλομέναν (Κύπριν) χαίταισιν εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνϑέων, der Schol. erkl. περιτιϑεμένην; Hippocr. u. Sp., wie N. T., ἐπιβεβλημένος σινδόνα, u. ä. – Uebertr., αὐϑαίρετον δουλείαν, über sich nehmen, Thuc. 6, 41. – Bei Xen. An. 4, 3, 28 sind τοξόται ἐπιβεβλημένοι Schützen, die den Pfeil aufgelegt haben, schußfertig sind, wie 5, 2, 12 ἐπιβεβλῆσϑαι ἐπὶ ταῖς νευραῖς. – Bei Pol. 24, 4, 10 σφραγῖδας, wie oben im activ.
-
12 ἐπ-ανα-τείνω
ἐπ-ανα-τείνω (s. τείνω), emporstrecken, ausstrecken, τὸν τράχηλον Xen. An. 7, 4, 9; τὰ ἐπανατεινόμενα κέρατα, die ausgedehnten Flügel des Heeres, Cyr. 7, 1, 23; übertr., ἐπανέτεινε μείζονας ἐλπίδας, hielt ihm Hoffnungen vor, 2, 1, 23; τὰς χεῖ. ρας τῇ νηΐ Polemon. 1, 24. – Med. emporhalten, βάκτρον τινί, den Stock gegen Einen u. ihm drohen, Luc. Catapl. 13, wie φόβους τινί Pol. 2, 44 u. a. Sp.; ἀπειλαὶ πολέμων ἐπαναταϑεῖσαι D. Hal. 7, 53; widerstehen, Alciphr. 3, 64. – Im Reden weit ausholen, D. Hal. rhet. 8, 14.
-
13 ἐξ-αιρέω
ἐξ-αιρέω (s. αἱρέω, ἐξῃρήσατο Ar. Th. 760, ἐξαιρήσωνται Aristid.), herausnehmen; – 1) Etwas von seinem Orte wegnehmen, aus Etwas herausnehmen, λέβητος ἔξελε Pind. Ol. 1, 26; Ggstz ἐντιϑέναι Plat. Crat. 414 d, wie ἐπεμβάλλειν 399 a; öfter γράμματα, z. B. τὸ δέλτα τοῠ ὀνόματος 413 e; οὓς ἐγὼ ἔκ τε τοῦ λέγειν καὶ τοῦ γράφειν ἐξαιρῶ Theaet. 162 d; ὁ φοίνιξ, ὅϑεν ἐξαιρεϑείη ὁ ἐγκέφαλος Xen. An. 2, 5, 21; οἴακας ἐξῃροῦμεν νεώς Eur. I. T. 1357; ἐξελοῦσ' ὡς καρδίαν ἀλεκτόρων Aesch. Eum. 861; von der Herausnahme der Eingeweide des Opferthieres, κοιλίην, νηδύν, Her. 2, 40. 87; τὰ ἱερὰ ἐξῃρημένα Xen. An. 2, 1, 9. – Med., sich, für sich Etwas herausnehmen; φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν Il. 8, 323; οἰωνοί, οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο, denen Landleute die Jungen ausnahmen, Od. 16, 218; τὰ μεγάλα ἱστία, die Segel einziehen, Xen. Hell. 1, 1, 13; – τὰ φορτία, die Schiffsladung aus dem Schiffe herausnehmen u. ans Land schaffen, ausladen, τὰ ἀγώγιμα Xen. An. 5, 1, 16, Thuc. 8, 90; Dem. 56, 10 ἐξαιρεῖται τὸν σῖτον ἐν τῇ Ῥόδῳ καὶ ἐκεῖ ἀποδίδοται; ib. 3 u. 35, 13; Lycurg. 18 u. öfter. Auch das pass. so, κέραμος ἐξαιρεόμενος ἐν Αἰγύπτῳ, der dort ausgeladen, nach Aegypten eingeführt wird, Her. 3, 6. – 2) übh. wegnehmen, entfernen, beseitigen, auch von Gemüthsaffecten; εὖ πατρὸς ἐξεῖλον φόβον Eur. Phoen. 991; ἐξέλοιμεν ἀλλήλων τὴν ἀπιστίαν, das Mißtrauen entfernen, Xen. An. 2, 5, 21; ὀρϑῶς ἂν ἐξαιροῖμεν τοὺς ϑρήνους τῶν ὀνομαστῶν ἀνδρῶν, wie τοὺς ὀδυρμούς, die Klagen um die Männer aufheben, Plat. Rep. III, 387 ce; τὴν ἄγνοιαν Legg. VI, 771 c; ἐνόντα ἔρωτα Conv. 186 d; τὰς δόξας Soph. 230 d; ἁμαρτίας ἐξῃρημένης Charm. 171 e; φόβους πολιτῶν Isocr. 2, 23; λόγοις τὰς διαφοράς 12, 165. – Auch im med., ἐξελέσϑαι ὑμῶν τὴν διαβολήν Plat. Apol. 19 a, τέρψιν βίου Eur. Alc. 347; νεῖκος πατρός, aufheben, Med. 904, ὁ ϑεὸς ἐξαιρούμενος τὸν νοῠν τούτων Plat. Ion 534 c, wie τοῠ μὲν φρένας ἐξέλετο Ζεύς, den Verstand nehmen, Hes. Sc. 89, Il. 17, 470 u. öfter, auch Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο Ζεύς, 6, 234; mit dem Nebenbegriffe des gewaltsamen Entreißens, ἐξελέσϑαι τινὰ ϑυμόν 15, 480. 17, 678; in tmesi, ἐκ ϑυμὸν ἑλέσϑαι 11, 381; ἐκ δέος εἵλετο γυίων Od. 6, 140; τί τινος, Il. 19, 137. 24, 754 Od. 11, 201. So, rauben, Aesch. Suppl. 924; μὴ 'ξέλῃ τὰ φίλτατα Soph. Bl. 1199; βίᾳ γυναῖκα τήνδε σ' ἐξαιρήσεται Eur. Alc. 79, dgl. I. A. 972; Ar. Par 316. 443. Aehnlich ἐξελέσϑαι τοῦ πολέμου Pol. 1, 11, 11; ἐκ τῶν κινδύνων Dem. 18, 90, im Psephisma, den Gefahren entreißen; οὔτε γὰρ τὸ γνῶναι καὶ δοκιμάσαι τὸ βέλτιστον ἐξελέσϑαι δύναιτ' ἂν ὑμῶν οὐδὲ εἷς, das kann euch Keiner entreißen, Dem. 24, 37; βίας τοὐς ἀδικουμένους Plut. Rom. 6. – Auch im pass., ἐξαιρε ϑέντες τὸν Δημοκήδεα, denen Demokedes entrissen worden, Her. 3, 137; vgl. Thuc. 6, 24 τὸ ἐπιϑυμοῠν τοῠ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέϑησαν, die Lust wurde ihnen nicht genommen, wie ἐξαιρεϑέντας ἀδικίαν ὑπὸ τοῦ διδασκάλου, denen vom Lehrer die Ungerechtigkeit benommen, die davon befreit sind, Plat. Gorg. 519 d. – Bes. merke man – a) ἐξαιρεῖσϑαί τινα εἰς ἐλευϑερίαν, in libertatem vindicsre, Lys. 23, 9 Dem. 10, 14 u. öfter bei den Rednern, womit Her. 3, 137 zu vergleichen, ἄνδρα δραπέτην γενόμενον ἐξαιρέεσϑε; ä. Pol. 1, 36, 5. – b) eine Ausnahme machen mit Etwas, ausnehmen, bei Seite setzen; μητέρας ἐξελόντες, mit Ausnahme der Mütter, Her. 3, 150; Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου, den S. nehme ich aus, Plat. Phaedr. 242 b, vgl. Rep. VI, 492 e; ὅταν ἑαυτὸν ἀεὶ ἀναίτιον ἐξαιρῇ Legg. V, 726 b; Sp; ἐξελόντες τὰς ἀντιμοιρίας, von der Erbschaft bei Seite legen, Dem. 36, 8; ἐξειλόμεϑα τὴν οἰκίαν εἰς ἔκτισιν προικός 40, 56; τὸ μέσον τούτων ἐξεῖλες, du hast es übergangen, 23, 36. – c) mit Gewalt austreiben, τοὺς κατοικημένους Her. 5, 16; austilgen, vernichten, sowohl mit dem Namen der Einwohner, Her. oft, als τὴν πόλιν, von Grund aus zerstören, 1, 103. 8, 111 u. oft; auch στρουϑούς, σφῆκας, 1, 159; Xen. Hell. 4, 2, 12. So Eur. πόλεις Tr. 892; τοὺς Ἡρα-κλείους παῖδας Herc. Fur. 39; ϑῆρας χϑονός Hipp. 18; φϑίνοντα Λαΐου ϑέσφατ' ἐξαιροῠσιν ἤδη, VLL. ἀφανίζουσιν, die Orakel zu Schanden machen, Soph. O. R. 908; οἰκίας καὶ πόλεις κατ' ἄκρας ἐξαιρεῖν Plat. Legg. X, 909 b; πόλιν ἐξελεῖν, erobern, Thuc. 4, 69; Xen. Hell. 2, 2, 19; τὰ χωρία Dem. 33, 115; D. Hal. 8, 86 u. a. Sp. – 3) aus einer Anzahl herausnehmen, auswählen, auslesen, ἥν οἱ Ἀχαιοὶ ἔξελον Il. 11, 627, die sie für ihn auswählten, ihm bestimmten, wie κούρην, ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον 16, 56; im med., für sich auswählen, 9, 129; ταύτας ἐξείλεϑ' αὑτῷ κτῆμα καὶ ϑεοῖς κριτόν Soph. Tr. 244; δῶρον O. C. 546; ἐπειδὰν ϑεοῖσιν ἀκροϑίνι' ἐξέλῃς Eur. Rhes. 470; τέμενος βασιλεῖ Her. 4, 161; γέρεα 2, 168; κλήρους τοῖς ϑεοῖς ἱερούς Thuc. 3, 50; Xen. Cyr. 4, 5, 51. 7, 5, 35 u. öfter; ἱερὰ καὶ ἀγορὰν ἐξῃρῆσϑαι ϑεῶν Plat. Legg. VIII, 848 d; auch εἰς τὸν κόσμον, Alc. I, 123 c; – ἐξαραιρημένος, geweiht, Her. 1, 148.
-
14 ἐξ-ῑάομαι
ἐξ-ῑάομαι, aus-, d. i. gänzlich heilen, τινά, Eur. Rhes. 872; πόλεως ἅλωσιν, verhüten, El. 1024; eigtl. ἐξιησάμενος Δαρεῖον, Her. 3, 132. 134; πείνην, δίψαν, φόβους, stillen, Plat. Phil. 54 e Legg. XI, 933 c; τὴν βλάβην, wieder gut machen, IX, 879 a.
-
15 ὑπο-φέρω
ὑπο-φέρω (s. φέρω), 1) darunter wegtragen, bes. einer Gefahr entreißen, wegschaffen, retten, ἀλλά μ' ὑπήνεικαν ταχέες πόδες Il. 5, 885; – darunter tragen, tragen, indem man unter der Last geht, ὅπλα, eine schwere Waffenrüstung tragen, Xen. Cyr. 4, 5,57; dah. übertr., ertragen, erdulden, κινδύνους καὶ φόβους Plat. Theaet. 173 a; πόνους καὶ κινδύνους Isocr. 3, 64; γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῖν Aesch. 1, 88; ἀναλώματα, den Aufwand erschwingen, Dem. 59, 42; δασμόν Xen. Cyr. 7, 4,9; τὰς τῆς τύχης μεταβολάς, τὸν πόλεμον, Pol. 1, 1,2. 2, 49, 2, u. öfter. – 2) darunter entgegenstellen, ἐλπίδα, Hoffnung erregen, Soph. El. 823; bes. Gründe entgegensetzen, einwenden, auch vorschützen, Xen. Hell. 4, 7,2. – 3) hinuntertragen, am Fluß, stromabwärts, Plut. fort. Rom. 12 M.; vgl. Luc. nec. 9; zum Ausgleiten, Fallen bringen, Plut. coh. ira 11; ὁ ἄνεμος ὑπέφερε τοὺς ὁδοιποροῦντας, der Wind warf sie um; dah. χωρία ὑποφέροντα, schlüpfrige oder abschüssige Gegenden, wo man nicht festen Fuß fassen kann, Sp.; auch übertr., herunterbringen, schwächen, ὁ πόλεμος αὐτὰ ἐς τοσοῠτον ὑπενηνόχει App. B. C. 5, 6. – Und intr., wie pass., ausgleiten, fallen, in Verfall kommen, abnehmen; auch den Muth sinken lassen, Plut. Sert. 4.
-
16 ὰντι-περι-ΐστημι
ὰντι-περι-ΐστημι (s. ἵστημι), ringsherum entgegenstellen, τινὶ φόβους καὶ κινδύνους Pol. 4, 50; vgl. ἀντιπεριισταμένων τῶν μηχανημάτων 1, 23. Dah. τὸ ψῦχος ἀντιπεριΐστησιν εἴσω τὴν ϑερμότητα Arist. Probl. 14, 3, drängt nach innen zurück. – Med., sich in ein anderes verwandeln, umschlagen, Longin. 38, 1.
-
17 διολισθαινω
атт. διολισθάνω (impf. διωλίσθανον, aor. 2 διώλισθον)1) скользя проходить, скользить(ἥ ναῦς διολισθαίνουσα ἐπ΄ ἄκρων τῶν κυμάτων Luc.)
2) ускользать, убегать(τινά Arph., Plat.; φόβους καὴ κινδύνους Polyb.; δ. καὴ ὑποφεύγειν τι Plut.)
3) соскальзывать -
18 δυσκινητος
дор. δυσκίνᾱτος 21) с трудом двигающийся, малоподвижный, медлительный(γᾶ Plat.; καμπή Arst.; πλοῖα Polyb.; στρατιά Plut.)
2) перен. неповоротливый, вялый(διάνοια Arst.)
3) устойчивый, незыблемый(μόνιμος καὴ δ. Plut.)
4) непреклонный, неумолимый(Ἅιδης Anth.)
5) несклонный(πρὸς τοὺς φόβους Plat.; πρὸς γέλωτα Plut.)
δ. ὑπὸ ὀργῆς Arph. — не подверженный гневу -
19 εξαιρεω
(fut. ἐξαιρήσω, aor. 2 ἐξεῖλον, pf. ἐξῄρηκα)1) вынимать, извлекать, удалять(τὸν λίθον, τέν νηδύν Her.; τὸ δέλτα τοῦ ὀνόματος Plat.; τοὺς ὀδόντας Arst.; ἔπος τινὰ ἐκ τῶν τοῦ Ἡσιόδου Plut.)
τὰ ἱερὰ ἐξῃρημένα Xen. — вынутые внутренности жертвенного животного2) вынимать, доставать(πέπλους ἔνθεν, med. ὀϊστὸν φαρέτρης Hom.; λέβητός τι Pind.)
3) выкапывать, добывать4) снимать, срывать(οἴακας νεώς Eur.)
5) med. убирать(τὰ μεγάλα ἱστία Xen.)
6) med. выгружать(τὰ φορτία Hes.; τὸν σῖτον Thuc., Dem.; τὰ ἀγώγιμα Xen.)
7) опорожнять(ὅ κέραμος ἐξαιρεόμενος Her.)
8) отнимать, похищать, увозить(Μήδειαν ἐκ Κόλχων δόμων Pind.; med.: τέκνα τινί Hom.; τὰ φίλτατα Soph.; ἄνδρα δραπετέν γενόμενον Her.)
ἐξελέσθαι τινὰ θυμόν Hom. — лишать кого-л. жизни9) med. оберегать, охранять, освобождать, спасать(τινὰ τῶν κινδύνων Dem.; τινὰ τοῦ πολέμου Polyb.; τοὺς ἀδικουμένους βίας Plut.)
ἐ. τινα εἰς ἐλευθερίαν Lys. — требовать чьего-л. освобождения10) тж. med. отнимать, устранять, рассеивать, прекращать(τινὸς φόβον Eur. и φόβους Isocr.; med. νεῖκός τινος Eur.)
ἁμαρτίας ἐξῃρημένης Plat. — с устранением ошибки;τὸ ἐπιθυμοῦν οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους Thuc. — трудности не охладили их рвения;ἐξαιρεθεὴς ἀδικίαν Plat. — тот, в ком искоренена несправедливость11) улаживать(λόγοις τὰς διαφοράς Isocr.)
12) отвергать, опровергать(τὰς ἐμποδίους δόξας Plat.; med. τὸν ἐναντίον λόγον Arst.; ἐξελέσθαι τέν διαβολήν τινος Plat.)
13) отвергать, презирать(τὰ παλαιὰ θέσφατα Soph.)
14) устранять, исключатьμητέρας ἐξελόντες Her. — за исключением матерей;Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου Plat. — о Симмии я не говорю;τὸ μέσον τινὸς ἐξελεῖν Dem. — пропустить, обойти молчанием середину чего-л.15) выделять, обособлять(τὰς ἀντιμοιρίας, med. τέν οἰκίαν εἰς ἔκτισιν προικός Dem.)
16) изгонять, прогонять17) уничтожать, истреблять(θῆρας χθονός Eur.; σφῆκας Xen.)
18) разрушать, разорять, опустошать(οἰκίας καὴ πόλεις Plat.)
19) захватывать, завоевывать(πόλιν Thuc.; χωρίον Dem., Plut.)
πᾶν ἐξαιρεῖ λόγος Eur. — слово покоряет все20) med. выбирать21) выделять, отбирать, предназначать(Ἑκαμήδην Νέστορι Hom.)
ἐξελεῖν τινι τεμένεα Hes. — отвести кому-л. лучшие участки;med. — отбирать для себя, брать себе (μενοεικέα Hom.; τινα αὑτῷ κτῆμα Soph.):δῶρον ἐξελέσθαι τινός Soph. — получить от кого-л. дар22) культ. посвящать(κλήρους τοῖς θεοῖς Thuc.)
ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι Her. — посвященный Посидону -
20 εξιαομαι
1) совершенно излечивать, исцелять(τινα Her., Eur.; πόδα Her.)
2) исправлять, возмещать(βλάβην Plat.)
3) утолять(πείνην ἢ δίψαν Plat.)
4) успокаивать, устранять(τοὺς τῶν ἀνθρώπων φόβους Plat.)
5) (пред)отвращать(πόλεως ἅλωσιν Eur.)
См. также в других словарях:
Φόβους — Φόβος panic flight masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόβους — φόβος panic flight masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τουβάλου — Συγκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο νότιο Ειρηνικό ωκεανό.Tα νησιά Tουβάλου (πρώην Έλις) περιλαμβάνουν τις ατόλλες (κοραλλιογενή νησιά) Nανουμέα, Nανουμάνγκα, Nιουτάο, Nούι, Bαϊτούπου, Nουκουφετάου, Φουναφούτι, Nουκουλαελάε και Nιουλακίτα,… … Dictionary of Greek
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek
επισείω — (AM ἐπισείω) [σείω] σείω, κουνώ κάτι εναντίον κάποιου, κυρίως για εκφοβισμό («Ζεύς... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», Ομ. Ιλ.) μσν. μέσ. ἐπισείομαι 1. κουνώ κάτι 2. απομακρύνω, διώχνω αρχ. 1. απόλ. (για άγαλμα) παρουσιάζομαι, φαίνομαι… … Dictionary of Greek
καταθυμία — η (ψυχιατρ.) μεταβολή τού ψυχικού περιεχομένου με παραποίηση αντιλήψεων, αναμνήσεων και νοητικών εξεργασιών κατά τις επιθυμίες ή τους φόβους τού ατόμου υπό την επίδραση έντονων βιωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. katathymia < cata πρβλ.… … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
προσεμφορώ — έω, Α εισάγω, βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως («προσεμφορῶν αὑτῷ δείματα καὶ φόβους», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμφορῶ «εισάγω, φέρνω μέσα»] … Dictionary of Greek
υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… … Dictionary of Greek
Αγιολαυρίτης, Ευγένιος — (18ος 19ος αι.). Μοναχός της Αγίας Λαύρας. Toν Μάρτιο του 1821 στάλθηκε από τη συνέλευση των αρχιερέων και προεστών της μονής στον πατριάρχη Γρηγόριο, κομιστής επιστολής με την οποία του ζητούσαν να καθησυχάσει τους φόβους του σουλτάνου,… … Dictionary of Greek