Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φόβους

См. также в других словарях:

  • Φόβους — Φόβος panic flight masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβους — φόβος panic flight masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τουβάλου — Συγκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο νότιο Ειρηνικό ωκεανό.Tα νησιά Tουβάλου (πρώην Έλις) περιλαμβάνουν τις ατόλλες (κοραλλιογενή νησιά) Nανουμέα, Nανουμάνγκα, Nιουτάο, Nούι, Bαϊτούπου, Nουκουφετάου, Φουναφούτι, Nουκουλαελάε και Nιουλακίτα,… …   Dictionary of Greek

  • επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …   Dictionary of Greek

  • επισείω — (AM ἐπισείω) [σείω] σείω, κουνώ κάτι εναντίον κάποιου, κυρίως για εκφοβισμό («Ζεύς... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», Ομ. Ιλ.) μσν. μέσ. ἐπισείομαι 1. κουνώ κάτι 2. απομακρύνω, διώχνω αρχ. 1. απόλ. (για άγαλμα) παρουσιάζομαι, φαίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • καταθυμία — η (ψυχιατρ.) μεταβολή τού ψυχικού περιεχομένου με παραποίηση αντιλήψεων, αναμνήσεων και νοητικών εξεργασιών κατά τις επιθυμίες ή τους φόβους τού ατόμου υπό την επίδραση έντονων βιωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. katathymia < cata πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • προσεμφορώ — έω, Α εισάγω, βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως («προσεμφορῶν αὑτῷ δείματα καὶ φόβους», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμφορῶ «εισάγω, φέρνω μέσα»] …   Dictionary of Greek

  • υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • Αγιολαυρίτης, Ευγένιος — (18ος 19ος αι.). Μοναχός της Αγίας Λαύρας. Toν Μάρτιο του 1821 στάλθηκε από τη συνέλευση των αρχιερέων και προεστών της μονής στον πατριάρχη Γρηγόριο, κομιστής επιστολής με την οποία του ζητούσαν να καθησυχάσει τους φόβους του σουλτάνου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»