-
1 φρέατ'
φρέατα, φρέαρan artificial well: neut nom /voc /acc plφρέατι, φρέαρan artificial well: neut dat sgφρέατε, φρέαρan artificial well: neut nom /voc /acc dual -
2 φρεᾱτ-ωρυχέω
φρεᾱτ-ωρυχέω, = φρεωρυχέω, Sp.
-
3 φρεᾱτ-ωρύχος
φρεᾱτ-ωρύχος, = φρεωρύχος, Sp.
-
4 φρεᾱτ-ορύκτης
φρεᾱτ-ορύκτης, ὁ, = φρεωρύχος, Sp.
-
5 φρεᾱτ-ώδης
φρεᾱτ-ώδης, ες, brunnenartig, Sp.
-
6 φρεατία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρεατία
-
7 φρεατιαῖος
A belonging to a well or tank,ὕδωρ Hermipp.39
, Thphr.CP2.6.3; φ. ὕδατα, opp. ῥυτά, Plu.2.954c, cf. Arist.Mete. 353b26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρεατιαῖος
-
8 φρεάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρεάτιον
-
9 φρεάτιος
A = φρεατιαῖος, Ruf.Fr.66, Gp.2.6.33, Anon. ap. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρεάτιος
-
10 φρεατισμός
φρεᾱτ-ισμός, ὁ,A falling into a well, Supp.Epigr.4.573.7 (Notium, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρεατισμός
-
11 φρεᾱτώδης
φρεᾱτ-ώδης, ες, brunnenartig -
12 φρέαρ
Aφρητός IGRom.1.1167C6
(Egypt, i A. D.), Hdn.Gr.1.409; [dialect] Ep. dat.φρέᾰτι h.Cer.99
(s. v.l.),φρητί Call.Cer.15
; pl. φρέᾱτα, alsoφρῆτα PCair.Zen.499.12
(iii B. C.); [dialect] Ep. pl. φρείᾰτα (v. infr.):— an artificial well (thus distd. from κρήνη, cf. Hdt.4.120, D.14.30; but φ. ἀσφάλτον naphtha-spring, LXXGe.14.10, cf. Hdt.6.119),πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Il.21.197
; the stem φρεατ - first in h.Cer.l.c.2 later, tank, cistern, reservoir, Hdt.1.68, Th.2.48,49, PHal.1.98 (iii B. C.), etc.;εἰς φ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Pl.La. 193c
, cf. Prt. 350a;φ. ὀρώρυκται S.E.M.8.129
; ποιητὰ φ., v. ποιητός 1: generally, pit,φ. διαφθορᾶς LXX Ps.54
(55). 24.b perh. oil-jar, Ar.Pl. 810.3 metaph., ; ἐν φρέατι συσχόμενος ib. 165b; ἡ περὶ τὸ φ. ὄρχησις, prov. of persons 'on the brink of a volcano', Plu.2.68b; λύκος περὶ φ. χορεύει prov. ap. Hsch., Phot.; πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, i.e. a large wine-cup, Ath.5.192a, cf. Chamaeleon ap.eund.11.461c. [[dialect] Att. gen. , Fr. 295, Stratt.57 (troch.), Alex.179, Apollod.Gel.1.] (Orig. frhvṛ, gen. frhvṇ τος, cf. Arm. albiur 'well', Goth. and OE. brunna 'stream, burn', Lat. ferveo, defrutum.) -
13 ἐπιλείπω
A leave behind,ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο Od.8.475
, cf. X.An. 1.8.18 codd.:—[voice] Med., leave behind, of gleanings, v.l. in LXX Ob.1.5:— [voice] Pass., c.gen., fall short of,παντὸς ἀριθμοῦ Pl.Epin. 978b
: c. dat., τῇ δυνάμει, τῇ οὐσίᾳ, Arist.Ath.20.2, 27.4.2. leave untouched, ὡς οὔτ' : c.part., μυρίαἐ. λέγων Id.Phlb. 26b
, cf. 52d.II. of things, fail one, c.acc. pers.,ἥβην.., ἥ μ' ἐπιλείπει Thgn.1131
;ὕδωρ [μιν] ἐπέλιπε Hdt.7.21
, cf. 2.174; so τῶν ὄμβρων ἐπιλιπόντων αὐτούς (sc. τοὺς ποταμούς) Id.2.25; ; ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσινἐλπίδες Th.5.103
: c.inf.,[ὁ νόμος] ἐμοὶ μόνῳ ἐπέλιπε μὴ ὠφελῆσαι Antipho 5.17
; ἐπιλίποι ἂν ἡμᾶς ὁ χρόνος time would fail me, Isoc.1.11, cf. Lys.12.1, Ep.Hebr.11.32; τὸ ὕδωρ ἡμᾶς ἐ. Isoc.15.320; ἐπιλείψειμε λέγονθ' ἡ ἡμέρα D.18.296
: later, c.dat., Plu.Cic.42, Ael.NA8.17.2. Hdt., freq. of rivers, ἐ. τὸ ῥέεθρον leave their stream unfilled, run dry, Hdt.7.43, 58, al.; without ῥέεθρον, fail, run dry, ib. 127; .3. generally, fail, be wanting,ἵνα μὴ ἐπιλίπῃ κατεσθιόμενα Hdt.3.108
; σῖτος ἐπιλιπών a deficiency of it, Th.3.20 codd.; τὰ ἐπιτήδεια ἐ. X.An.4.7.1; ὥστε τὸν λόγον μηδέποτε ἐ. Pl.Prt. 334e; opp. περιγίγνεσθαι, Ar.Pl. 554: c.gen., fall short, σπουδῆς οὐθὲν ἐ. Michel 332.9 ([place name] Odessus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλείπω
См. также в других словарях:
Φρεατ(τ)ώ — οῦς, και Φρεαττύς, ύος, ἡ, Α δικαστήριο στον Πειραιά, όπου δίκαζαν εκείνους που είχαν εξοριστεί για ακούσιο φόνο και βαρύνονταν συγχρόνως με την κατηγορία διάπραξης δεύτερου, εκούσιου φόνου και οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα να πατήσουν το πόδι… … Dictionary of Greek
φρέατ' — φρέατα , φρέαρ an artificial well neut nom/voc/acc pl φρέατι , φρέαρ an artificial well neut dat sg φρέατε , φρέαρ an artificial well neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφρορύκτης — ο, ΝΜ αυτός που ανοίγει τάφρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] … Dictionary of Greek
τοιχορύκτης — και τοιχωρύκτης, ὁ, Α τοιχωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] … Dictionary of Greek
χρυσορύκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που εξάγει από τη γη χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀρυκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. φρεατ ορύκτης] … Dictionary of Greek
ψυκτηρίας — ὁ, Μ είδος ποτηριού, ψυκτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυκτήρ + κατάλ. ίας (πρβλ. φρεατ ίας)] … Dictionary of Greek