Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φρεατ

См. также в других словарях:

  • Φρεατ(τ)ώ — οῦς, και Φρεαττύς, ύος, ἡ, Α δικαστήριο στον Πειραιά, όπου δίκαζαν εκείνους που είχαν εξοριστεί για ακούσιο φόνο και βαρύνονταν συγχρόνως με την κατηγορία διάπραξης δεύτερου, εκούσιου φόνου και οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα να πατήσουν το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • φρέατ' — φρέατα , φρέαρ an artificial well neut nom/voc/acc pl φρέατι , φρέαρ an artificial well neut dat sg φρέατε , φρέαρ an artificial well neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφρορύκτης — ο, ΝΜ αυτός που ανοίγει τάφρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • τοιχορύκτης — και τοιχωρύκτης, ὁ, Α τοιχωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσορύκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που εξάγει από τη γη χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀρυκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • ψυκτηρίας — ὁ, Μ είδος ποτηριού, ψυκτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυκτήρ + κατάλ. ίας (πρβλ. φρεατ ίας)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»