Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φρεατιαῖος

См. также в других словарях:

  • φρεατιαίος — και φρηταῑος, αία, ον, Α 1. φρεάτιος 2. φρ. «φρεατιαῖον ὕδωρ» πηγαδήσιο νερό (Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατός + κατάλ. ιαῖος* (πρβλ. ναματ ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

  • φρεατιαίων — φρεατιαῖος belonging to a well fem gen pl φρεατιαῖος belonging to a well masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρεατιαίου — φρεατιαῖος belonging to a well masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπατιαίος — ἡπατιαῑος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει στο ήπαρ, ο ηπατικός («ἡπατιαῑος λοβός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, τος + ιαίος (πρβλ. φρεατιαίος < φρέαρ)] …   Dictionary of Greek

  • φρηταίος — αία, ον, Α βλ. φρεατιαῑος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»