-
1 φρεατιαιος
-
2 φρεᾱτιαῖος
φρεᾱτιαῖος, zum Brunnen gehörig; ὕδωρ, Brunnen-, Röhrwasser, Hermipp. bei Ath. IV, 124; Plut. qu. nat. 2 prim. frig. 20.
-
3 φρεᾱτιαῖος
φρεᾱτιαῖος, zum Brunnen gehörig; ὕδωρ, Brunnen-, Röhrwasser -
4 φρεατιαῖος
A belonging to a well or tank,ὕδωρ Hermipp.39
, Thphr.CP2.6.3; φ. ὕδατα, opp. ῥυτά, Plu.2.954c, cf. Arist.Mete. 353b26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρεατιαῖος
-
5 φρεατιαίων
φρεατιαῖοςbelonging to a well: fem gen plφρεατιαῖοςbelonging to a well: masc /neut gen pl -
6 φρεατιαίου
φρεατιαῖοςbelonging to a well: masc /neut gen sg -
7 φρεᾱτίδιος
φρεᾱτίδιος, v. l. von φρεατιαῖος, Plut.
-
8 φρεάτιος
A = φρεατιαῖος, Ruf.Fr.66, Gp.2.6.33, Anon. ap. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρεάτιος
-
9 φρηταῖος
A = φρεατιαῖος, PLond.ined. 2086 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρηταῖος
См. также в других словарях:
φρεατιαίος — και φρηταῑος, αία, ον, Α 1. φρεάτιος 2. φρ. «φρεατιαῖον ὕδωρ» πηγαδήσιο νερό (Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατός + κατάλ. ιαῖος* (πρβλ. ναματ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
φρεατιαίων — φρεατιαῖος belonging to a well fem gen pl φρεατιαῖος belonging to a well masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατιαίου — φρεατιαῖος belonging to a well masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπατιαίος — ἡπατιαῑος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει στο ήπαρ, ο ηπατικός («ἡπατιαῑος λοβός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, τος + ιαίος (πρβλ. φρεατιαίος < φρέαρ)] … Dictionary of Greek
φρηταίος — αία, ον, Α βλ. φρεατιαῑος … Dictionary of Greek