Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φρέ-αρ

См. также в других словарях:

  • φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • κτέαρ — κτέαρ, γεν. κτέατος, τὸ (Α) κτήμα, ιδιοκτησία («τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῑσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτέαρ < *κτηαρ, με βράχυνση φωνήεντος ( η > ε ) προ φωνήεντος ( α ), < *κτηFαρ < θ. κτη τού κτώμαι (πρβλ. ἐ κτή θην) + αρ,… …   Dictionary of Greek

  • τέκμαρ — και τέκμωρ, ος, τὸ, Α 1. όριο, τέλος, πέρας («τὸ τέκμαρ καὶ πέρας ταὐτόν ἐστι κατὰ τήν ἀρχαίαν γλῶσσαν», Αριστοτ.) 2. επιδίωξη, σκοπός («θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδισσι τέκμαρ ἀνύεται», Πίνδ.) 3. διέξοδος («τὸ δ ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐκ ἕπεται τέκμαρ» …   Dictionary of Greek

  • Άγιοι Πάντες — I Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, για να περιλάβει στο εορτολόγιό της και όσους διακρίθηκαν ως χριστιανοί στα χρόνια των διωγμών αλλά παρέμειναν άγνωστοι στους μεταγενέστερους, καθιέρωσε τον εορτασμό των Α.Π. την πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Η… …   Dictionary of Greek

  • Αδοσίδης, Κωστής — (Κωνσταντινούπολη 1818 – Πρίγκηπος 1895). Ελληνικής καταγωγής αξιωματούχος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που διετέλεσε και γενικός διοικητής Κρήτης. Ο Α. χρησιμοποιήθηκε από τον σουλτάνο σε πολλές λεπτές αποστολές, όπως στο Συνέδριο του Παρισιού… …   Dictionary of Greek

  • Μελιδόνι — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 60 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται σε απόσταση 93 χλμ. ΒΔ της Τριπόλεως. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τρόπαιων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 590 …   Dictionary of Greek

  • Phrenes — Phre̱nes [aus gr. ϕρενες, Mehrz. von gr. ϕρην, Gen.: ϕρενος = Zwerchfell] Mehrz.: = Diaphragma …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»