-
1 φράσσεται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φράσσεται
-
2 φράσσεται
φράσσωfence in: pres ind mp 3rd sgφράζωpoint out: aor subj mid 3rd sg (epic)φράζωpoint out: fut ind mid 3rd sg (epic) -
3 φράζω
Aφράζον Pi.N.1.61
: [tense] fut. φράσω [pron. full] [ᾰ] A.Pr. 781, etc.: [tense] aor. 1 , h.Merc. 442, Hdt.2.150, etc.; poet. φράσα [pron. full] [ᾰ] Od.11.22, A.Ag. 231 (lyr.); imper.φράσσατε Pi. P.4.117
: [tense] pf.πέφρᾰκα Isoc.5.93
, Phld.Po.5.23: [dialect] Ep. [tense] aor. πέφρᾰδον, ἐπέφραδον used by Hom. mostly in [ per.] 3sg., Il.14.500, al. (in Od.1.273, 8.142, πέφραδε is imper.); opt.πεφράδοι Il.14.335
; inf. πεφραδέειν, πεφραδέμεν, Od.19.477, 7.49; [ per.] 1sg. ἐπέφραδον only Il.10.127: also [tense] aor. 1 part. gen. φράδαντος dub. in IG5(2).261.15 (Mantinea, vi B. C.):— [voice] Med. and [voice] Pass., φράζομαι, [dialect] Ep. imper. φράζεο, φράζευ, Il.5.440, 9.251; inf.φράζεσθαι Od.1.294
: [dialect] Ep.[ per.] 3sg. [tense] impf. φράζετο, φραζέσκετο, 11.624, h.Ap. 346: [tense] fut. φράσομαι [pron. full] [ᾰ] Il.15.234, [dialect] Ep.φράσσομαι Od.16.238
: [tense] aor.1ἐφρᾰσάμην 17.161
, [dialect] Ep.φρᾰσάμην 23.75
; [ per.] 3sg. and pl. ἐφράσσατο, φράσσαντο, 4.529, Il.15.671; imper.φράσαι Od.24.331
, A.Ch. 113; [dialect] Ep. [ per.] 3sg. subj.φράσσεται Od.24.217
; [dialect] Ep. inf. φράσσασθαι Orac. ap. Hdt.3.57: [tense] aor. [voice] Pass.ἐφράσθην Od.19.485
, Hdt.1.84, E.Hec. 546: [tense] pf. πέφρασμαι (in med. sense) A.Supp. 438, (in pass. sense) Isoc.15.195; part.,προ-πεφραδμένος Hes.Op. 655
.—The [tense] aor. [voice] Med. is chiefly [dialect] Ep., also Archil.94, Sol.5.4, 34.1, A.Ch. 113, E.Med. 653 (lyr.):—point out, show (never say, tell, in Hom. acc. to Aristarch.),ἐς χῶρον ὃν φράσε Κίρκη Od.11.22
, cf. Il.23.138, Od.15.424; also, show the way to, show where to find, , cf. 8.68;σήματ'.., τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ' Ὀδυσσεύς
showed,19.250
; μῦθον πέφραδε πᾶσιν show, make known the word to all, 1.273, cf. 8.142;δεῖξε καὶ ἔφρασε h.Ven. 128
; φράσσατέ μοι δόμους show me them, Pi.P.4.117;ἔφρασε τὴν ἀτραπόν Hdt.7.213
;κόποι αὐτόματοι φράζουσι νούσους Hp.Aph.
2.5;δμώων δή τινα.. μοι φράσον Theoc.25.47
;τὸ παράδειγμα ὃ ἂν φράζῃ ὁ ἀρχιτέκτων IG22.1668.96
: abs.,φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε, τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε Hdt.4.113
;ἀντὶ φωνῆς φράζε.. χερί A.Ag. 1061
.2 show forth, tell, declare, λόγον, ἔπος, ὄνομα, Pi.O.2.60, A.Pers. 173 (troch.), Supp. 320;φ. τοῖσι ἥκουσι τὰ πρήγματα Hdt.6.100
;ἑλοῦ γάρ, ἢ πόνωντὰ λοιπά σοι φράσω σαφηνῶς, ἢ τὸν ἐκλύσοντ' ἐμέ A.Pr. 781
;τιπρός τινα Hdt.1.68
, Ar.Nu. 359 (anap.), etc.: c. dupl. acc.,φ. τινά τι Isoc. 15.100
; τι Pl.Phdr. 267b;περί τινος Isoc.15.117
(v. infr.);ἐπί τινος Id.Ep.6.8
: rarely c. gen., tell of,τῆς μητρὸς ἥκω τῆς ἐμῆς φράσων, ἐν οἷς νῦν ἐστι S.Tr. 1122
: folld. by a relat. clause, φ. ὅτι .. Lys.1.23, Pl.Phdr. 278b, etc.;φ. ὡς δεῖ γεωργεῖν X.Oec.16.8
;φ. οἷ' ἐπορσύνθη κακά A.Pers. 267
, cf. Pr. 995, etc.; with double constr.,φ. τό τε ὄνομα καὶ ἐν ᾗ κώμῃ οἰκοῦσιν PRev.Laws 29.5
(iii B. C.): rarely c. part.,πεφραδέειν πόσιν ἔνδον ἐόντα Od.19.477
; : later c. acc. et inf., Phld. l.c.; explain (opp. λέγω, which means simply speak, say), φράσον ἅπερ γ' ἔλεξας declare, explain what thou didst say, S.Ph. 559;φράζε δὴ τί φῄς Id.OT 655
;φράζουσιν ἃ λέγει X.An.2.4.18
;φράζε λόγῳ S.Ph.49
, Pl.Lg. 814c;οὐχ ἁπλῶς εἰπεῖν ἀλλὰ σαφῶς φράσαι περὶ αὐτῶν Isoc.15.117
, cf. Ep.1.2;σαφῶς φ. τοῖς βουλομένοις συνιέναι Aeschin.1.129
; of teachers, Antipho 6.13, Pl.Tht. 180b; of oracles, Ar.Eq. 1048, Pl.46, Pl.Lg. 923a, etc.; of letters, Plu.Cic.15: abs., τοῦτο φράζει ὅτι this signifies that.., X.Smp.8.30.3 c. dat. pers. et inf., tell one to do so and so,ἵνα γάρ σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Il. 10.127
; δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε.. Κίρκη (sc. ἰέναι) Od.10.549;τοῖς ἀνθρώποισι φ. σιγᾶν Ar. Pax98
(anap.);τὰ ὅπλα ὑπολαβεῖν Th.6.58
, cf. 3.15.4 abs., give counsel, advise, suggest,δόλος ἦν ὁ φράσας S.El. 197
(lyr.).II [voice] Med. and [voice] Pass., indicate to oneself, i.e. think or muse upon, consider, ponder, [dialect] Ep., [dialect] Ion., Trag., but not in [dialect] Att. Prose;εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλῃσθα Il.1.554
; φράζεσθαι βουλήν, βουλάς, 18.313, Od.11.510;ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω Il.9.423
;πάντα μετὰ φρεσίν Hes.Op. 688
;θυμῷ Il.16.646
;ἐφράσθη καὶ ἐς θυμὸν ἐβάλετο Hdt.1.84
; bethink thee,S.
El. 383; ἀμφὶς φ. to think differently, Il.2.14: folld. by εἰ c. [tense] fut. indic., consider whether.., 1.83, Od.10.192.2 purpose, plan, contrive, φ. τινὶ κακά, θάνατον, ὄλεθρον, 2.367, 3.242, 13.373;μέγ' ὄνειαρ 4.444
;ἐσθλά Il.12.212
;φράσσατο Πατρόκλῳ μέγα ἠρίον 23.126
; φράσσεται ὥς κε νέηται will contrive how.., Od.1.205;φ. ὅπως ὄχ' ἄριστα γένοιτο 3.129
, cf. S.Aj. 1041.3 c. acc. et inf., think, suppose, believe, imagine that.., Od.11.624;οὐκ ἐφράζετο δυνατὸς εἶναι Hdt.3.154
.4 perceive, observe,οἷον ἐγὼν οἰωνὸν.. ἐφρασάμην Od.17.161
; τὴν (sc. τὴν οὐλὴν)ἀπονίζουσα φρασάμην 23.75
; with a part.,τὸν δὲ φράσατο προσιόντα Il.10.339
, cf. 23.453: later c. gen.,χειμῶνος Arat.745
;πομπᾶς Theoc.2.84
: rarely c. part., ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων οὐ φράζεται marks not that he will die, Pi.I.1.68.6 beware of, ξύλινον λόχον Orac. ap. Hdt. 3.57: freq. in imper., cave canem,Ar.
Eq. 1030 (hex.); φράσσαι κυναλώπεκα μή σε δολώσῃ ib. 1067 (hex.); (hex.), cf. Call.Lav.Pall.52: c. inf.,φράζου μὴ πόρσω φωνεῖν S.El. 213
(lyr.): abs., take care!A.
Eu. 130. (Perh. cf. Lith girdziù 'I hear', inf. girdēti.) -
4 φράζω
φράζω, aor. φράσε, aor. 2 red. (ἐ) πέφραδον, imp. πέφραδε, opt. πεφράδοι, inf. -δέειν, -δέμεν, mid. pres. imp. φράζεο, φράζευ, inf. φράζεσθαι, fut. φρά(ς)σομαι, aor. (ἐ) φρα(ς)σάμην, imp. φράσαι, subj. φράσσεται, pass. aor. ἐφράσθην: point out, show, indicate; w. inf., ἐπέφραδε χερσὶν ἑλέσθαι, showed the blind bard how to take down the lyre with his hands (i. e. guided his hands), Od. 8.68; so ὁδόν, σήματα, μῦθον, ‘make known,’ Od. 1.273; mid., point out to oneself, consider, ponder, bethink oneself, foll. by clause w. εἰ, ὡς, ὅπως, μή, Il. 4.411; devise, plan, decree (of Zeus), βουλήν, μῆτιν, κακά τινι, Od. 2.367: perceive, note, w. acc.; w. part., Il. 10.339; inf., Od. 11.624; ‘look to,’ Od. 22.129.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φράζω
См. также в других словарях:
φράσσεται — φράσσω fence in pres ind mp 3rd sg φράζω point out aor subj mid 3rd sg (epic) φράζω point out fut ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
εντοίχιση — η η προσήλωση πλάκας, ψηφιδωτού κ.λπ. στην εξωτερική επιφάνεια τοίχου ή η έγκλειση κάποιου ατόμου μέσα σε χώρο τού οποίου η έξοδος φράσσεται από τοίχους … Dictionary of Greek
ευέμφρακτος — εὐέμφρακτος, ον (Α) αυτός που φράσσεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εμ φράσσω) … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek
λιμενόφραγμα — το κινητό πλωτό ζεύγ μα από σχεδίες ή κορμούς δένδρων ή άλλα πλωτά μέσα με το οποίο φράσσεται το λιμάνι και εμποδίζεται ο είσπλους … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek