-
1 Φοίνικ'
Φοί̱νῑκα, ΦοῖνιξPhoenician: masc /fem acc sgΦοίνικα, ΦοῖνιξPhoenician: masc acc sgΦοί̱νῑκι, ΦοῖνιξPhoenician: masc /fem dat sgΦοίνικι, ΦοῖνιξPhoenician: masc dat sgΦοί̱νῑκε, ΦοῖνιξPhoenician: masc /fem nom /voc /acc dualΦοίνικε, ΦοῖνιξPhoenician: masc nom /voc /acc dualΦοίνικαι, ΦοινίκηPhoenicia: fem nom /voc pl -
2 φοίνικ'
φοί̱νικα, φοῖνιξPhoenician: masc acc sgφοί̱νικι, φοῖνιξPhoenician: masc dat sgφοί̱νικε, φοῖνιξPhoenician: masc nom /voc /acc dual -
3 φοινίκιος
A = φοινίκεος 1, Epich.31, X.An.1.2.16 (v.l.), IG22.1514.41, Arist.Mete. 372a4, Plb.6.23.12 (nisi leg. φοινικοῖς) ; φ. οἶνος palm-wine, Schwyzer 182a5 (Gortyn, v/iv B. C.).II = Φοινικικός 1, S.Fr. 514, D.S.3.67 codd., 5.74 codd. [suff] φοινικ-ιοῦς, οῦν, = φοινίκεος, Ar.Av. 272, Arist.Col. 792b2, al.; ταινιδιον SIG1018.4 (Pergam., iii B. C.). (Usu. second declension, prob. by 'contamination' of φοινίκιος and φοινικοῦς; once third declension,φοινικιοῦντα Arist.Col. 796a32
, prob. by 'contamination' of φοινίκιος and φοινικόεις.)II φοινικιοῦν, τό (sc. δικαστήριον), a court of justice at Athens, named from the colour of its walls, Paus.1.28.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινίκιος
-
4 φοινικαιγύπτιος
φοινῑκ-αιγύπτιος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικαιγύπτιος
-
5 φοινίκασπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινίκασπις
-
6 φοινικάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικάς
-
7 φοινικαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικαῖος
-
8 φοινικείμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικείμων
-
9 φοινίκειος
φοινῑκ-ειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινίκειος
-
10 φοινικήϊος
A = φοινίκινος 1, of the datepalm, ἐσθὴς φ. clothing of palm leaves, Hdt.4.43; οἶνος φ. palm-wine, Id.2.86; βίκους φοινικηΐους (- ηΐου Valla)..οἴνου πλέους 1.194
; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hp. ap. Gal.19.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικήϊος
-
11 φοινικηΐς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικηΐς
-
12 φοινικηρόν
φοινῑκ-ηρόν μέτρον, measureGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικηρόν
-
13 φοινικίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικίας
-
14 φοινικίδιον
II ornament in shape of palm, κόσμος orὅρμος χρυσοῦς ἐπί φοινικιδίου Ἐριφύλης Inscr.Délos399
B 139, 407.10 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικίδιον
-
15 φοινικίζω
A imitate the Phoenicians, of unnatural vice, Luc.Pseudol.28, Gal.12.249.II (φοῖνιξ B. 1.2
) to be dark red or bay, Gp.16.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικίζω
-
16 φοινικικός
A Phoenician, Epich.54, Hdt.6.47, Th. 6.46;κέδρος Thphr.HP9.2.3
; γράμματα Chron.Lind.B.15; σήματα Κάδμου Timo61; Φ. τι a tale of Cadmus the Phoenician, Pl.R. 414c; later, also, Punic, to express craft and treachery,Φ. στρατήγημα Plb. 3.78.1
;ψεῦδος Φ. Eust.1757.59
. Adv.- κῶς
in Phoenician fashion,D.L.
7.25.II = φοινίκεος, red: metaph., κακὰ φ. 'of deep dye', Ar. Pax 303 (troch., sed leg. φοινικίδων).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικικός
-
17 φοινίκινος
Aφοῖνιξ B. 11
) = φοινικήϊος 1, of the date-palm, φ. μύρον palm-unguent, Antiph.106.4; οἶνος ὁ φ. palm-wine, Ephipp. 24; without οἶνος, Id.8.2;φ. καρποί PHamb.5.11
(i A.D.); φοινικίνη, ἡ, name of a plaster, Gal.13.375.b made of palm-wood, Ath.Mech. 17.14.II Φοινίκινος, η, ον, Phoenician,ἡ Φ. νόσος
elephantiasis,Gal.
19.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινίκινος
-
18 φοινίκιον
φοινίκ-ιον, τό,A = φοῖνιξ B. 11.3, POxy.1656.12 (iv/v A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινίκιον
-
19 φοινίκισμα
A = τὰ διὰ φοινίκων ἐπιθέματα, cj. in Aët. 9.10 ( φοινίσματα codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινίκισμα
-
20 φοινικιστής
Aφοῖνιξ B.11
) dyer of purple or red, Zonar.II among the Persians, wearer of purple, opp. παραλουργής (q. v.), i.e. one of the highest rank, X.An.1.2.20; cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικιστής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φοίνικ' — Φοί̱νῑκα , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem acc sg Φοίνικα , Φοῖνιξ Phoenician masc acc sg Φοί̱νῑκι , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem dat sg Φοίνικι , Φοῖνιξ Phoenician masc dat sg Φοί̱νῑκε , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem nom/voc/acc dual Φοίνικε , Φοῖνιξ… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνικ' — φοί̱νικα , φοῖνιξ Phoenician masc acc sg φοί̱νικι , φοῖνιξ Phoenician masc dat sg φοί̱νικε , φοῖνιξ Phoenician masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
PUDOR — I. PUDOR ab antiquis, tamquam numen. colebatur, eiusque ara fuit Athenis, in Acropoli, ut ait Hesych. a Graecis muliebri formâ est effictus. II. PUDOR apud Statium, Theb. l. 2. v. 231. Candida purpureum fusae super ora pudorem: nihil aliud est… … Hofmann J. Lexicon universale
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
Κίλισσα — Κίλισσα, η (Α) 1. θηλ. τού Κίλιξ* 2. ως επίθ. φρ. «Κίλισσαι νέες» πλοία τής Κιλικίας (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *Κίλικ υă < θ. Κίλικ τού Κίλιξ, ικος) + επίθημα * ya (πρβλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ ya)] … Dictionary of Greek
Λίνος — Αρχαίο λαϊκό άσμα, συνήθως πένθιμο, με την ονομασία του οποίου πλάστηκε και η μορφή του όμορφου νέου που πέθανε πρόωρα (Λίνος), προς τιμήν του οποίου ψαλλόταν. Βλ. λ. Λίνος· Αίλινος ή Οιτόλινος. * * * Λίνος, ὁ (Α) 1. ονομασία μυθικού αοιδού, γιου … Dictionary of Greek
Μολώχ — Ονομα που λαθεμένα θεωρείται ότι υποδηλώνει μια θεότητα, ενώ προέρχεται από τη φοινικική λέξη μολκ, η οποία σήμαινε τις ανθρωποθυσίες, τις οποίες πρόσφεραν οι Καρχηδόνιοι στον θεό Βάαλ Αμών και στη θεά Τάνιτ, υπέρτατο ζευγάρι των θεοτήτων της… … Dictionary of Greek
βίβλος — I Η Αγία Γραφή (βλ. λ.). II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 740 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. * * * η (AM βίβλος, Α και βύβλος) Βίβλος, η τα βιβλία της Αγίας Γραφής … Dictionary of Greek