-
1 φοινικικός
A Phoenician, Epich.54, Hdt.6.47, Th. 6.46;κέδρος Thphr.HP9.2.3
; γράμματα Chron.Lind.B.15; σήματα Κάδμου Timo61; Φ. τι a tale of Cadmus the Phoenician, Pl.R. 414c; later, also, Punic, to express craft and treachery,Φ. στρατήγημα Plb. 3.78.1
;ψεῦδος Φ. Eust.1757.59
. Adv.- κῶς
in Phoenician fashion,D.L.
7.25.II = φοινίκεος, red: metaph., κακὰ φ. 'of deep dye', Ar. Pax 303 (troch., sed leg. φοινικίδων).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινικικός
См. также в других словарях:
καρικός — καρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία 2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν καρική συνοικία στη Μέμφιδα 4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» είδος αλοιφής (Ιπποκρ.) β) «καρικὴ… … Dictionary of Greek
Κίλισσα — Κίλισσα, η (Α) 1. θηλ. τού Κίλιξ* 2. ως επίθ. φρ. «Κίλισσαι νέες» πλοία τής Κιλικίας (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *Κίλικ υă < θ. Κίλικ τού Κίλιξ, ικος) + επίθημα * ya (πρβλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ ya)] … Dictionary of Greek