Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φοινῑκ-ικός

См. также в других словарях:

  • καρικός — καρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία 2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν καρική συνοικία στη Μέμφιδα 4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» είδος αλοιφής (Ιπποκρ.) β) «καρικὴ… …   Dictionary of Greek

  • Κίλισσα — Κίλισσα, η (Α) 1. θηλ. τού Κίλιξ* 2. ως επίθ. φρ. «Κίλισσαι νέες» πλοία τής Κιλικίας (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *Κίλικ υă < θ. Κίλικ τού Κίλιξ, ικος) + επίθημα * ya (πρβλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ ya)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»