-
1 φοινικ-είμων
φοινικ-είμων, ον, Emendat. für φοινικοείμων.
-
2 φοινίκ-ουρος
φοινίκ-ουρος, ὁ, der Rothschwanz, ein Vogel, Arist. H. A. 9, 49.
-
3 φοινῑκ-ελίκτης
φοινῑκ-ελίκτης, ὁ, ein Betrüger, Gauner, VLL. nach Od. 14, 288 : Φοίνιξ ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς.
-
4 φοινῑκ-άνθεμος
φοινῑκ-άνθεμος, mit purpurrother Blüthe, ἔαρ Pind. P. 4, 64.
-
5 φοινῑκάνθεμος
-
6 φοινῑκελίκτης
φοινῑκ-ελίκτης, ὁ, ein Betrüger, Gauner -
7 φοινίκουρος
φοινίκ-ουρος, ὁ, der Rotschwanz, ein Vogel -
8 σπάδιξ
σπάδιξ, ῑκος, ἡ, 1) ein abgerissener Zweig, bes. ein mit der Frucht abgerissener Palmzweig, Poll. 7, 147; Nic. Al. 528; vgl. Plut. Sympos. 8, 4 πρῶτος ἐν Δήλῳ Θησεὺς ἀγῶνα ποιῶν, ἀπέσπ ασε κλάδον τοῠ ἱεροῠ φοίνικ ος, ᾑ καὶ σπάδιξ ὠνομάσϑη; davon spadiceus, nach der Farbe desselben, s. Gell. N. A. 2, 26. 3, 10. – 2) bei Poll. 4, 59 u. Nicom. harm. ein Saiteninstrument, wie die Lyra, das Quintil. 7, 10, 51 nebst dem ψαλτήριον als weichlich verwirft. – 3) die abgezogene Rinde von der Wurzel des πρῖνος, Greg. Cor.
См. также в других словарях:
Φοίνικ' — Φοί̱νῑκα , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem acc sg Φοίνικα , Φοῖνιξ Phoenician masc acc sg Φοί̱νῑκι , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem dat sg Φοίνικι , Φοῖνιξ Phoenician masc dat sg Φοί̱νῑκε , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem nom/voc/acc dual Φοίνικε , Φοῖνιξ… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνικ' — φοί̱νικα , φοῖνιξ Phoenician masc acc sg φοί̱νικι , φοῖνιξ Phoenician masc dat sg φοί̱νικε , φοῖνιξ Phoenician masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
PUDOR — I. PUDOR ab antiquis, tamquam numen. colebatur, eiusque ara fuit Athenis, in Acropoli, ut ait Hesych. a Graecis muliebri formâ est effictus. II. PUDOR apud Statium, Theb. l. 2. v. 231. Candida purpureum fusae super ora pudorem: nihil aliud est… … Hofmann J. Lexicon universale
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
Κίλισσα — Κίλισσα, η (Α) 1. θηλ. τού Κίλιξ* 2. ως επίθ. φρ. «Κίλισσαι νέες» πλοία τής Κιλικίας (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *Κίλικ υă < θ. Κίλικ τού Κίλιξ, ικος) + επίθημα * ya (πρβλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ ya)] … Dictionary of Greek
Λίνος — Αρχαίο λαϊκό άσμα, συνήθως πένθιμο, με την ονομασία του οποίου πλάστηκε και η μορφή του όμορφου νέου που πέθανε πρόωρα (Λίνος), προς τιμήν του οποίου ψαλλόταν. Βλ. λ. Λίνος· Αίλινος ή Οιτόλινος. * * * Λίνος, ὁ (Α) 1. ονομασία μυθικού αοιδού, γιου … Dictionary of Greek
Μολώχ — Ονομα που λαθεμένα θεωρείται ότι υποδηλώνει μια θεότητα, ενώ προέρχεται από τη φοινικική λέξη μολκ, η οποία σήμαινε τις ανθρωποθυσίες, τις οποίες πρόσφεραν οι Καρχηδόνιοι στον θεό Βάαλ Αμών και στη θεά Τάνιτ, υπέρτατο ζευγάρι των θεοτήτων της… … Dictionary of Greek
βίβλος — I Η Αγία Γραφή (βλ. λ.). II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 740 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. * * * η (AM βίβλος, Α και βύβλος) Βίβλος, η τα βιβλία της Αγίας Γραφής … Dictionary of Greek