Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φοβοῠμαι

См. также в других словарях:

  • φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… …   Dictionary of Greek

  • φοβούμαι — και φοβάμαι φοβήθηκα, φοβισμένος 1. μτβ. και αμτβ., με πιάνει φόβος, αισθάνομαι φόβο, δοκιμάζω το συναίσθημα του κινδύνου, τρομάζω, δειλιάζω, λιγοψυχώ, σκιάζομαι: Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. 2. ανησυχώ για κάτι, είμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοβούμαι — → δες φοβάμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φοβοῦμαι — φοβέω put to flight pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέβομαι — Α (ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw «φεύγω μακριά από κάτι» και… …   Dictionary of Greek

  • φοβάμαι — (σπάν. φοβούμαι), φοβήθηκα, φοβισμένος βλ. πίν. 79 Σημειώσεις: φοβάμαι : ο τύπος φοβούμαι είναι σπάνιος και απαντάται κυρίως σε εκφρ. όπως φοβούμαι ότι (→ υποψιάζομαι ότι θα γίνει κάτι δυσάρεστο) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • άζομαι — ἅζομαι (Α) (μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. κατέχομαι από δέος, από ιερό φόβο, ευλαβούμαι, φοβούμαι (ιδιαίτερα θεούς) 2. φοβούμαι να κάνω κάτι, διστάζω. Η μετοχή ἁζόμενος και απολύτως «φοβισμένος, γεμάτος δέος». Από το ενεργητικό απαντά… …   Dictionary of Greek

  • περιδείδω — Α 1. έχω μεγάλο φόβο, φοβούμαι πολύ για κάτι 2. φοβούμαι πάρα πολύ να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δείδω «φοβάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοφοβούμαι — έομαι, Μ φοβούμαι ενδόμυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φοβοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • Nikos Kazantzakis — For the municipality on Crete see Nikos Kazantzakis (municipality). Nikos Kazantzakis Born February 18, 1883(1883 02 18) Heraklion, Crete, Ottoman Empire (now …   Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»