Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φλοιόν

См. также в других словарях:

  • φλοιόν — φλοιός bark masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

  • PHILYRA — I. PHILYRA Auctori Etymologici, φυτὸν ἔχον φλοιὸν βύβλωπα πυρῷ ὅμοιον, ἐξοὗ τοὺς ςτεφάνους πλέκουσι, planta est haebens corticem papyraceum, frumento similem ex quo coronas plectunt. Flexbilis enim, διὰ τὸ γλιχρὸν ἔχειν τὴν ὑγρότητα, quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCEPTRUM — Regum insigne. Hoc initiô Hasta ruit, teste Iustino l. 43. c. 3. Ubi de Romulo loquens, ait: Per ea adhuc tempora Reges hastas pro diademata habebant, quas Graeci Sceptra dixêre. Nam et ab origine rerum, pro Diis immortalibus, Veteres hastas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TILIA — seu Philyra, et Papyrus, arbores erant, in quarum libris olim scriptitatum, ita enim Plin. l. 13. c. 11. In foliis primo scriptum: deinde quarundam arborum libris. Et de Tilia quidem, quae φιλύρα Graecis, ita Suidas: φιλύρα, εἶδος δένδρου ἔχον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακάνθινος — η, ο και αγκάθινος, η, ο (Α ἀκάνθινος, ίνη, ον) [ἄκανθα] φτιαγμένος με αγκάθια «ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον» αρχ. 1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο τού δέντρου είτε από το εσωτερικό τού φλοιού)… …   Dictionary of Greek

  • επισχίζω — ἐπισχίζω (Α) 1. σχίζω, αυλακώνω στην επιφάνεια («τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες», Στράβ.) 2. σχίζω την άκρη επιδέσμου …   Dictionary of Greek

  • περιλέπω — Α αφαιρώ τον φλοιό ολόγυρα, ξεφλουδίζω («τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λέπω «αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • πεφλοιδώς — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸν φλοιὸν ἀποβαλών». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού ρ. φλοιδῶ (βλ. λ. φλίω)] …   Dictionary of Greek

  • φλοιδώ — έω ή όω, ΜΑ μτφ. βγάζω φλύκταινες ή πρήζομαι μσν. φρ. «φλοιδῶ τοὺς ὀφθαλμοὺς» βγάζω τα μάτια, τυφλώνω (Παχυμ. Γ.) αρχ. 1. σαπίζω 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. παρακμ.) πεφλοιδώς (κατά τον Ησύχ.) «τὸν φλοιὸν ἀποβαλών». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλοιδ της… …   Dictionary of Greek

  • φλοινόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «φλοῑον» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»