-
1 φλοιόν
φλοιόςbark: masc acc sg -
2 περι-λέπω
περι-λέπω, umschälen, ringsum abschälen; Hom. nur in tmesi, περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν, Il. 1, 236; τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες, Her. 8, 115.
-
3 φλοιος
ὅ1) кора, тж. луб, лыко Hom., HH., Xen., Plut.γράμματα ἐν φλοιῷ γράψαι Thuc. — вырезать на коре надпись;
φωνέ φλοιοῦ μεστή Diog.L. — корявый, т.е. необработанный голос2) оболочка, кожица(τῶν καρπῶν Plut.)
φ. ὀστρακώδης Arst. — твердая скорлупа;περὴ τὸν φλοιὸν ἀσχολεῖσθαι Luc. — заниматься скорлупой, т.е. не вникать в суть дела3) внешний покров(εἴδωλα καὴ φλοιοί Plut.)
οὐκ ἔχειν φλοιόν Plut. — (о речи) быть неприкрытым, откровенным -
4 λέπω
λέπω, schälen, abschälen, die Schale, Rinde abstreifen; περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν Il. 1, 236; κυάμους Nic. bei Ath. III, 72 b. – Auch = essen, Antiphan. bei Ath. IV, 161 a. Vgl. λέπτω. – Uebertr. nach B. A. 61, 5 ἐκδέρειν μαστιγοῦντα, abgerben, abprügeln, wie der Schol. Ar. Ach. 689 τύπτειν erkl.; τῷ ῥοπάλῳ τὰν κεφαλὰν λέπομες Nicarch. 8 (IX, 330); λεπομένους ὁρᾶν αὐτούς ὑφ' αὑτῶν Apollodor. bei Ath. VII, 280 e, wie wir auch sagen: Einem das Fell über die Ohren ziehen.
-
5 ἀφ-αρπάζω
ἀφ-αρπάζω (s. ἁρπάζω), herabreißen, κόρυϑα κρατὸς ἀφαρπάξαι, den Helm vom Haupte, Il. 13, 189; τὰς ἰσχάδας ἀπὸ τῆς τραπέζης Ar. Plut. 677; Soph. Tr. 549; φλοῖον τοῦ ξύλου ἀφηρπασμένον Xen. Cyn. 9, 18.
-
6 ἐπι-σχίζω
-
7 αφαρπαζω
1) срывать, сдергивать(κόρυθα κρατός Hom.; ἄνθος Soph.; τὸν στέφανον Dem.; τέν χλαμύδα Plut.)
2) сдирать(φλοῖον τοῦ ξύλου Xen.)
3) хватать, похищать(τοὺς φθοῖς ἀπὸ τῆς τραπέζης Arph.; τὰ φορτία Plut.)
4) убирать прочь, уносить(οἰνηρὰ τεύχη Eur.)
-
8 λεπω
(эп. inf. fut. λεψέμεν)1) снимать оболочку, обдирать(φύλλα τε καὴ φλοιόν Hom.)
2) перен. спускать шкуру, избивать(τῷ ῥοπάλῳ τὰν κεφαλάν Anth.)
-
9 περιλεπω
-
10 περιπηγνυμι
περιπήγνυμι, περιπηγνύω1) кругом прикреплять, прилаживать(τῷ σώματι χιτῶνα Plut.)
2) прибивать, приколачивать(σαυνίῳ τὸν φλοιόν Plut.)
3) скреплять, делать твердым(τέν τέφραν τῷ βωμῷ Plut.)
τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυτο Xen. — обувь затвердела (от мороза) -
11 περιπηγνυω...
περιπηγνύω...περιπήγνυμι, περιπηγνύω1) кругом прикреплять, прилаживать(τῷ σώματι χιτῶνα Plut.)
2) прибивать, приколачивать(σαυνίῳ τὸν φλοιόν Plut.)
3) скреплять, делать твердым(τέν τέφραν τῷ βωμῷ Plut.)
τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυτο Xen. — обувь затвердела (от мороза) -
12 δερίαι
δερίαι· λοιδορίαι, Hsch. [full] δερίπιον· φλοιόν, Id. -
13 λαχύφλοιος
λᾰχύφλοιος, ονA, κάρυον Nic.Al. 269
, expld. by Sch. ἐλάχιστον φλοιὸν ἔχοντος, as if it were ἐλαχύφλοιος, cf. λάχεια (vv. ll. δασύ-, ταχύ-, τασύ-φλοιος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχύφλοιος
-
14 λέπω
Aἀπο-λεψέμεν Il.21.455
: [tense] aor.ἔλεψα 1.236
, Nic.Fr.82:—[voice] Med., Alex.49:—[voice] Pass., [tense] fut. λᾰπήσομαι (ἐκ- ) Hp. (Nat.Puer.29) ap.Erot.: [tense] aor. 2 λᾰπῆναι Hsch., (ἐκ-) Ar.Fr. 164: [tense] pf. λέλεμμαι ( ἀπο-) Epich.158, butλέλαμμαι IG22.463.68
:— strip off the rind or husks, peel, bark, ;κρόμμυον λ. Eup.255
; κυάμου κολοκάσιον Nic.l.c.:—[voice] Pass., κάλαμος λελαμμένος IGl.c.II metaph., in Com. Poets, give a hiding to, i.e. thrash, Pl.Com.12, Timocl.29, Apollod.Car.5.10 ([voice] Pass.);Ἀφροδίτην PBerol. 13426
(Gercke-Norden Einleitung31(9)p.42).III [voice] Med., = δέφομαι: hence, indulge in indecent gestures, Alex.49, Mnesim.4.18 (anap.). -
15 περιλέπω
A strip off all round,περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα Il. 1.236
;περιλέποντες τὸν φλοιόν Hdt.8.115
; peel, Thphr.HP6.4.10 ([voice] Pass.); v. περιλάπτω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιλέπω
-
16 περιξύω
A scrape all round, Hp. ap. Gal.19.130 ; scrape off or away, , cf. Gal.2.653; nibble at,ἄκροισι.. στομάτεσσι δαῖτα Opp.H.3.525
:—[voice] Med., scrape oneself, Diocl.Fr.141, Alex.Aphr.in Top.455.25:—[voice] Pass., Hp.Mul.2.192 ; περιξυομένη γῆ drilled out by a borer, Apollod.Poliorc.149.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιξύω
-
17 πέφη
Aθείνω 11
. [full] πεφῐδέσθαι, [full] πεφῐδοίμην, [full] πεφῐδήσομαι, v. φείδομαι. [full] πεφλάζει· βράζει, Id. [full] πεφλοιδώς· τὸν φλοιὸν ἀποβαλών, and [full] πεφλοιδέναι· φλυκταινοῦσθαι, Id. -
18 φλοιδέω
A seethe,φλοιδούμενος Lyc.35
: but part. [tense] pf. πεφλοιδώς· τὸν φλοιὸν ἀποβαλών, Hsch. Cf. φλυδάω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλοιδέω
-
19 φλοιός
A bark of trees, esp. smooth bark (such as one can cut one's name on, Theoc.18.47, Call.Fr. 101), Il.1.237, Emp.81, Hdt.4.67, X.Cyn.9.18, Thphr.HP1.5.2, Sor.1.62; eaten in famine, Plb.7.1.3, Plu.Ant.17: pl., Call.l.c., Str.11.8.7, 15.1.60.4 metaph., of superficial or useless coverings, redundancy, ὁ Λακωνικὸςλόγος οὐκ ἔχει φλοιόν Plu.2.510f
; φωνὴν.. φλοιοῦ μεστήν Crantorap. D.L.4.27; γυμνὸς τῶν φλοιῶν stripped of all outsides, M.Ant.12.2, 8;περὶ τὸν φ. ἀσχολεῖσθαι Luc.Herm.79
. -
20 ἀναδέρω
A strip a scab off,ψήκτρᾳ Hippiatr.68
; expose, lay bare, in dissection, Gal.2.719; strip off,τὸν φλοιόν Gp.10.18.10
; ἀνδέροντι πόδας strip skin off the feet, Pi.Fr. 203:—[voice] Pass.,ἀναδαρέντα μέρεα Aret.CD2.13
; ἀναδέρεται ἡ ἕλκωσις Anty ll. ap. Aët.9.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναδέρω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φλοιόν — φλοιός bark masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
PHILYRA — I. PHILYRA Auctori Etymologici, φυτὸν ἔχον φλοιὸν βύβλωπα πυρῷ ὅμοιον, ἐξοὗ τοὺς ςτεφάνους πλέκουσι, planta est haebens corticem papyraceum, frumento similem ex quo coronas plectunt. Flexbilis enim, διὰ τὸ γλιχρὸν ἔχειν τὴν ὑγρότητα, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
SCEPTRUM — Regum insigne. Hoc initiô Hasta ruit, teste Iustino l. 43. c. 3. Ubi de Romulo loquens, ait: Per ea adhuc tempora Reges hastas pro diademata habebant, quas Graeci Sceptra dixêre. Nam et ab origine rerum, pro Diis immortalibus, Veteres hastas… … Hofmann J. Lexicon universale
TILIA — seu Philyra, et Papyrus, arbores erant, in quarum libris olim scriptitatum, ita enim Plin. l. 13. c. 11. In foliis primo scriptum: deinde quarundam arborum libris. Et de Tilia quidem, quae φιλύρα Graecis, ita Suidas: φιλύρα, εἶδος δένδρου ἔχον… … Hofmann J. Lexicon universale
ακάνθινος — η, ο και αγκάθινος, η, ο (Α ἀκάνθινος, ίνη, ον) [ἄκανθα] φτιαγμένος με αγκάθια «ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον» αρχ. 1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο τού δέντρου είτε από το εσωτερικό τού φλοιού)… … Dictionary of Greek
επισχίζω — ἐπισχίζω (Α) 1. σχίζω, αυλακώνω στην επιφάνεια («τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες», Στράβ.) 2. σχίζω την άκρη επιδέσμου … Dictionary of Greek
περιλέπω — Α αφαιρώ τον φλοιό ολόγυρα, ξεφλουδίζω («τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λέπω «αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek
πεφλοιδώς — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸν φλοιὸν ἀποβαλών». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού ρ. φλοιδῶ (βλ. λ. φλίω)] … Dictionary of Greek
φλοιδώ — έω ή όω, ΜΑ μτφ. βγάζω φλύκταινες ή πρήζομαι μσν. φρ. «φλοιδῶ τοὺς ὀφθαλμοὺς» βγάζω τα μάτια, τυφλώνω (Παχυμ. Γ.) αρχ. 1. σαπίζω 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. παρακμ.) πεφλοιδώς (κατά τον Ησύχ.) «τὸν φλοιὸν ἀποβαλών». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλοιδ της… … Dictionary of Greek
φλοινόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «φλοῑον» … Dictionary of Greek