Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιάλης

См. также в других словарях:

  • φιάλης — φιάλη bowl fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιάλῃς — φιάλη bowl fem dat pl (epic) φιάλλω undertake aor subj act 2nd sg φιά̱λῃς , φιάλλω undertake aor subj act 2nd sg (attic) φιά̱λῃς , φιάλλω undertake aor subj act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • προθάλλιο — Μικρό θαλλοειδές γαμετόφυτο των πτεριδοφύτων. Πρόκειται για ένα μικρό πράσινο έλασμα που φυτρώνει στη γη και προέρχεται από τη βλάστηση των σπορίων των πτερίδων ή άλλων αγγειοκρυπτογάμων. Πάνω σε αυτό υπάρχουν τα ανθηρίδια, τα οποία παράγουν τα… …   Dictionary of Greek

  • αρχεγόνιο — Το θηλυκό πολλαπλασιαστικό όργανο (γαμετάγγειο, αντίστοιχο του ανθηριδίου, που είναι το αρσενικό) των βρυοφύτων, πτεριδοφύτων και μερικών γυμνοσπέρμων. Σε αυτό περιέχεται το ωοκύτταρο που θα γονιμοποιηθεί από τον άρρενα γαμέτη, το ανθηροζωίδιο.… …   Dictionary of Greek

  • IORDANES — I. IORDANES Cos. cum Severo, A. U. C. 1223. II. IORDANES Domivus Ins. in aquitania, variorum criminum accusatus, occidit apparitorem, a quo, ut Parlamento se sisteret, vocatusest. Hinc caudae equi primo alligatus, postmadum suspendio seclus eluit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PATERA — eo quod pateat, dicta: Eius in sacrificiis antiquitus usus fuit, postea ad convivia transiit. Unde Vatro de L. L. l. 4. Hisce etiam nunc in publico conurvio, antiquitatis retinendae causa, cum Magistri siunt, potio circumsertur, et in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίσθμιος — α, ο (Α ἴσθμιος, ία, ιον, θηλ. και ίσθμιος [ισθμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό τής Κορίνθου, ισθμικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά) αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό τής Κορίνθου 2. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»